Ανοιχτή πόρτα

Ένας σύγχρονος Εμπενίζερ Σκρουτζ, του Νίκου Βασιλειάδη

llll.png
Spread the love

llll.png

 

Νίκος Βασιλειάδης

(Συντονιστής “Κέντρων Δια Βίου Μάθησης “
Υπεύθυνος Επικοινωνίας – Δημοσιότητας)

 

 

 

 

A-Christmas-Carol-1.jpg

 

 

Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ είχε δουλέψει πολύ και σκληρά στην ζωή του. Κατόρθωσε χρόνο με τον χρόνο να δημιουργήσει ένα ευπρόσωπο

γραφείο στο Σίτι του Λονδίνου το οποίο αναλάμβανε τραπεζικές και χρηματιστηριακές μεσιτείες.

 

Τα τελευταία χρόνια μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση στην Ευρώπη και τους κινδύνους για το ευρώ οι δουλειές πήγαιναν περίφημα εφόσον

οι παντός είδους οικονομικές διαμεσολαβήσεις του ικανού και έμπειρου πια χρηματιστή αποδεικνύονταν κερδοφόρες για τους πελάτες του

αλλά και για τον ίδιο αφού φυσικά κάθε του πράξη του απέφερε ένα ικανό κέρδος το οποίο βρισκόταν δεν βρισκόταν στα όρια της

τοκογλυφίας.

 

Από τότε που η οικονομική κρίση είχε περάσει και στο κατώφλι της γηραιάς Ηπείρου ο Εμπενίζερ Σκρουτζ είχε εφαρμόσει με θρησκευτική

προσήλωση την αυστηρή του αλάνθαστη φιλοσοφία στην δουλειά, συμβουλεύοντας τους πελάτες του για «ασφαλείς» επενδύσεις των

κεφαλαίων τους σε «αξιόπιστα» επενδυτικά προϊόντα ενώ φυσικά ο ίδιος εδώ και καιρό συνέχιζε πάντα να επιλέγει για τον μέσο επένδυσης

για τον εαυτό του τον χρυσό αντί των ριψοκίνδυνων ομολόγων-σκουπιδιών όπως συνήθιζε να τα αποκαλεί.

 

Στο παρελθόν, τις ημέρες της ευρωπαϊκής οικονομικής «ευφορίας» είχε προβλέψει σωστά την μεγάλη φούσκα των στεγαστικών δανείων και

τώρα πια που η αγορά έδειχνε να έχει καταρρεύσει βρέθηκε με αρκετά ακίνητα στα χέρια του. Αυτά τα ακίνητα που τώρα νοίκιαζε,

μπορούσαν και του εξασφάλιζαν μια συνεχή ροή χρημάτων τα οποία σοφά «επένδυε» σε εκατοντάδες απελπισμένους ανθρώπους που μην

έχοντας τη δυνατότητα να δανειστούν από τις κλειστές πια στρόφιγγες των Τραπεζών περνούσαν τον τελευταίο χρόνο το κατώφλι του

γραφείου του ζητώντας απεγνωσμένα «ρευστό» και αφήνοντας ενέχυρο ότι καλύτερο είχαν. Ο έμπειρος Εμπενίζερ Σκρουτζ ξέρει πολύ καλά

πως οι περισσότεροι από αυτούς δεν θα επιστρέψουν αυτά τα χρήματα ποτέ και έτσι τα πολύτιμα αντικείμενα τους, κυρίως σε χρυσό, μένουν

στην κατοχή του αυγατίζοντας την προσωπική του περιουσία.

 

Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ ήταν ένας “μοναχικός λύκος”, όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν στην αγορά. Ένας μίζερος, μονόχνοτος,

αντικοινωνικός άνθρωπος, που δεν δημιούργησε ποτέ οικογένεια και που πάντα στεκόταν και στέκεται επικριτικά και απαξιωτικά μπροστά

στις δήθεν κοινωνικές «αξίες», ό,τι δηλαδή δεν φέρνει χρήμα. Απεχθάνεται τους φτωχούς, που τους θεωρεί κάτι ανάλογο με την

«σαβούρα» των εμπορικών πλοίων του λιμανιού, ένα άχρηστο πλεονάζοντα πληθυσμό που επιβαρύνει τα κρατικά έξοδα και κατά συνέπεια

τον ίδιο σαν φορολογούμενο πολίτη. Μισεί τα Χριστούγεννα και τον παραλογισμό της επίπλαστης ευφορίας που τα συνοδεύει αλλά και

οτιδήποτε μπορεί να του δημιουργήσει έστω και μια μικρή πιθανότητα υποχρέωσης προς οποιονδήποτε, γνωστό ή συγγενή του. Γι αυτό τον

λόγο και έχει εδώ και καιρό κόψει κάθε δεσμό με τον μοναδικό του συγγενή, τον ανιψιό του Φρεντ, παιδί της αδελφής του που χάθηκε

στην διάρκεια της γέννας.

 

Σε κανέναν λοιπόν δεν κάνει εντύπωση που ενώ είναι παραμονή των Χριστουγέννων τον βρίσκουμε στο γραφείο του να εργάζεται

ακατάπαυστα στον απαρχαιωμένο υπολογιστή του. Ένα γραφείο άδειο, λιτό, σκοτεινό και παγωμένο καθώς ο Εμπενίζερ Σκρουτζ φροντίζει

επιμελώς να περιορίζει τους λογαριασμούς της «επιχείρησης».

 

Σε λίγο μέσα στο αποπνικτικά ψυχρό γραφείο θα έρθει ο μοναδικός υπάλληλός του, ο Μπομπ Κράτσιτ για να τον αποχαιρετήσει. «Κύριε

Σκρουτζ, θα… μπορούσα να..», ψέλισε με μια τρεμάμενη φωνή ο λιγνός άνδρας. «Ξέρω, ξέρω, δεν θέλεις να δουλέψεις αύριο λόγω

Χριστουγέννων, αλλά βέβαια …το μεροκάματο το περιμένεις, Κράτσιτ, έτσι δεν είναι;», μουρμούρισε στυφά ο Σκρουτζ. «Σας υπόσχομαι ότι

θα έρθω νωρίτερα την επόμενη κε Σκρουτζ… Ευχαριστώ και Καλά Χριστούγεννα…», είπε και εξαφανίστηκε από μπροστά του, όσο πιο

γρήγορα γινόταν. Ο φόβος της απόλυσης, του να βρεθεί τέτοιες μέρες στο έλεος του Θεού ήταν ότι ήθελε να αποφύγει.

 

Στην πόρτα ο Μπομπ Κράτσιτ συναντήθηκε με τον ανιψιό του αφεντικού του. Πάντα χαμογελαστός και με τα χέρια γεμάτα χριστουγεννιάτικα

με πακέτα ο Φρεντ μπήκε στο γραφείο και με την αθωότητα των νεανικών του χρόνων προσκάλεσε τον θείο του στο τραπέζι των

Χριστουγέννων.

 

Σαχλαμάρες, του απάντησε στρυφνά ο θείος του. «Χριστούγεννα, πρωτοχρονιά…γιορτές. Προς τι όλη αυτή η φασαρία; Aπλώς γίνεσαι ένα

χρόνο μεγαλύτερος, αλλά δυστυχώς… ούτε κατά μία λίρα πλουσιότερος».

 

Όταν τελείωσε την δουλειά του ο Εμπενίζερ Σκρουτζ και βγήκε στον δρόμο παντού η παραμονή της μεγάλης γιορτής είχε σκορπίσει το

άρωμά της. Μια μπάντα από Προσκόπους έπαιζε χριστουγεννιάτικα τραγούδια και διασκέδαζε τους περαστικούς συγκεντρώνοντας χρήματα,

εισφορές για τους άστεγους της πόλης. «Σπάστε τον κοινωνικό αποκλεισμό! Ενισχύστε τους αστέγους της πόλης μας , κύριε», του είπε ένα

κοκκινομάλλικο αγόρι προτάσσοντάς του το κουτί του εράνου. Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ απέστρεψε το βλέμμα και τάχυνε το βήμα του. Όσο πιο

γρήγορα γυρνούσε σπίτι του τόσο λιγότερο θα ταραζόταν με όλα αυτά τα άσκοπα καραγκιοζιλίκια της «κοινωνικής αλληλεγγύης» που

μεγάλωναν από μέρα σε μέρα στην πόλη, μια πόλη που ακόμη και στους πιο χαζούς τουριστικούς οδηγούς αναφερόταν ως το κέντρο της

παγκόσμιας εμπορικής δραστηριότητας, μια πόλη που βγάζει χρήμα.

 

Αυτά αναλογιζόταν καθισμένος στην παλιά φθαρμένη του πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι ο Εμπενίζερ Σκρουτζ πίνοντας γουλιά γουλιά το

απογευματινό του τσάι. Στην τελευταία γουλιά αισθάνθηκε το αίμα του να παγώνει. Δίπλα του εμφανίστηκε μια σκιά με τη μορφή του παλιού

του συνεταίρου του συχωρεμένου εδώ και χρόνια Τζακ Μάρλεϊ. Στα πόδια του ο παλιός του συνέταιρος έσερνε βαριές αλυσίδες. « Κοίταξε

με καλά Εμπενίζερ..σφύριξε ο Τζακ μέσα στα αυτιά του κοκαλωμένου από τον φόβο Σκρουτζ. Αυτές οι αλυσίδες είναι η τιμωρία μου για όσα

πλούτη συσσώρευσα και δεν τα χρησιμοποίησα σωστά. Σε προειδοποιώ, μην κάνεις το ίδιο λάθος και εσύ. Σήμερα πριν τα μεσάνυχτα Θα σε

επισκεφθεί ένα σοφό πνεύμα κι αυτό είναι η τελευταία σου ελπίδα να αλλάξεις ζωή!».

 

Ο Σκρουτζ κατατρομαγμένος ζάρωσε στην πολυθρόνα του μην μπορώντας να πιστέψει σε αυτό που μόλις είχε αντικρύσει. Θυμήθηκε τον

Τζακ τον παλιό του συνέταιρο όταν βρισκόταν στην ζωή. Δεν έκλαψε για τον χαμό του πριν από εφτά χρόνια, στην πραγματικότητα κανείς

δεν στεναχωρήθηκε εφόσον και αυτός ήταν ένα ακόμη δείγμα της ανθρώπινης φιλαργυρίας και σκληρότητας, Ακόμη κυκλοφορούσαν

φήμες για τους σκληρούς παράδοξους τρόπους με τους οποίους ξεκίνησε και πήρε..μπροστά η επιχείρησή τους αλλά και φήμες για τον ίδιο

τον Εμπενίζερ ότι είχε καταχραστεί την περιουσία του συνεταίρου του. Ύστερα οι αναμνήσεις γύρισαν ακόμη πιο πίσω, στα πρώτα του βήματα

στην δουλειά και σε εκείνη την ξανθιά χλωμή κοπέλα με τα μαύρα μάτια που τον εγκατέλειπε μην μπορώντας να αντέξει άλλο τον σκληρό

του χαρακτήρα. « Όταν γνωριστήκαμε ήμασταν φτωχοί αλλά τόσο ευτυχισμένοι που είχαμε ο ένας τον άλλον», του είπε. «Τώρα το πάθος

σου για τα χρήματα είναι ανυπόφορο».

 

Ανυπόφορο…σκέφτηκε. Τα χρήματα που μόνον αυτός είχε και δεν τα έκανε απολύτως τίποτα. Τα συσσώρευε μόνο και μόνο γιατί έτσι είχε

μάθει, έτσι είχε συνηθίσει. Η σκέψη του πήγε στον υπάλληλό του, την ψηλόλιγνη φιγούρα του Μπομπ Κράτσιτ. Αυτόν τον τρομαγμένο

άνθρωπο που πάσχιζε να ζήσει με τα ελάχιστα που κέρδιζε μια ολόκληρη οικογένεια μαζί με τη γυναίκα του, τις τρεις κόρες και το γιο τους,

ένα παιδί με κινητικά προβλήματα. Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ είχε ταραχτεί.

 

Θυμήθηκε πως όταν πέθανε ο Τζακ κάποια στιγμή την επόμενη μέρα στο χρηματιστήριο άκουσε δυο νεώτερους να συζητούν χωρίς να τον

έχουν πάρει είδηση. «Επιτέλους, πέθανε ο γέρο φιλάργυρος » είπε ο ένας. «Να δεις, που κανένας δεν θα πήγε στην κηδεία του, τον

παράχωσαν σαν τα αδέσποτα σκυλιά που ψόφησαν στον δρόμο !» απάντησε ο άλλος. «Αν ήταν εντάξει άνθρωπος, κάποιος θα βρισκόταν

έστω και την τελευταία του ώρα… κοντά του»

 

Έφερε στην θέση του παλιού του συνεταίρου τον εαυτό του. «Αν ήταν εντάξει άνθρωπος,… κάποιος θα βρισκόταν έστω και την τελευταία

του ώρα… κοντά του»

 

Γύρισε και κοίταξε το παλιό ρολόι πάνω στο τζάκι. Ήταν μεσάνυχτα και μια φλόγα κατακόκκινη μονάχη σκόρπιζε σπίθες στο σκοτεινό μαύρο

τζάκι πάνω απ τα καρβουνιασμένα ξύλα.

 

Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ δάκρυσε, έφερε τα ξυλιασμένα λεπτά του χέρια στο πρόσωπο και άγγιξε τα δάκρυά του. Δεν ήταν καυτά, ήταν

παγωμένα σαν δυο νιφάδες χιονιού πάνω σε ένα γέρικο ξυλιασμένο κούτσουρο. Με το χέρι σκούπισε τα δάκρυα που θόλωναν τα μάτια του.

 

«Όμως…όμως προλαβαίνω» ψιθύρισε. Άνοιξε την παλιά τηλεόραση στην άκρη του σαλονιού και μπροστά του φανερώθηκε μέσα σε μια

γιορτινή διακόσμηση μια όμορφη νεαρή κοπέλα, ίδια η αγαπημένη του αδελφή η Φαν. Η Φαν…ο ανιψιός μου ο Φρέντ, ο ανιψιός μου,

μονολόγησε. «Καλή σας ημέρα! Σήμερα είναι Χριστούγεννα!», άκουσε την παρουσιάστρια. Δεν περίμενε να ακούσει τίποτε περισσότερο.

Ήταν Χριστούγεννα και αυτός, ο φιλάργυρος και μισάνθρωπος ξεσπάει σε κλάματα χαράς, μετανιωμένος για όσα έχει διαπράξει, ή για όσα

δεν έχει πράξει.

 

Φόρεσε τα καλά του ρούχα και πετάχτηκε στον δρόμο. Κάπου ακόμη και σήμερα θα υπάρχουν ανοικτά σούπερ Μάρκετ σκέφθηκε… Ας είναι

καλά η… ευλογημένη παγκοσμιοποίηση. Έπρεπε να αγοράσει προμήθειες για το τραπέζι του υπαλλήλου του, δώρα για τα παιδιά, ένα δώρο

συγγνώμης για τον αγαπημένο του ανιψιό τον Φρεντ…. « Μην λυπάσαι γερο – Σκρουτζ …ψιθύρισε ..η κατανάλωση τονώνει τη βρετανική

οικονομία!».

 

Είχε πολλά σχέδια στο μυαλό του. Σχέδια για τα Χριστούγεννα, αλλά και για τα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Για τον Φρεντ, για τον Μπομπ

Κράτσιτ και την οικογένειά του, για τους άστεγους μιας πόλης που τα πενιχρά χρήματα μιας ευκαιριακής κοσμικής φιλανθρωπίας δεν

μπορούν να σώσουν. Αντισταθείτε στον κοινωνικό αποκλεισμό ..μουρμούρισε. Η φράση του κοκκινομάλλικου αγοριού….

 

Έφτασε μπροστά από το μεγάλο ανοικτό Asda και πήγε να περάσει το κατώφλι της καινούριας του ζωής. Ένας ζητιάνος του άπλωσε το χέρι

προσφέροντάς του ένα κουτάκι σπίρτα. Έβγαλε πέντε λίρες από το πορτοφόλι και τις ακούμπησε στο σκελετωμένο χέρι. Πήρε τα σπίρτα και

μπήκε μέσα.

 

«Τα επόμενα Χριστούγεννα μπορεί να μην είναι τα πιο λαμπερά και όμορφα, για πολλούς δεν είναι ποτέ ξένοιαστα. Όμως τώρα ..έχω την

ελπίδα την μικρή κόκκινη σπίθα που θεριεύει μέσα από τα μαυρισμένα κούτσουρα». Έσφιξε το κουτί τα σπίρτα που κρατούσε στο χέρι. «Τα

όνειρα μια σπίθα θέλουν να ξεκινήσουν… κι ένα σπίρτο αρκεί».

 

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. 

 

iPorta.gr

 

 

 

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα;, του Νίκου Βασιλειάδη
Με την θηλιά ακόμα στον λαιμό, του Δημήτρη Κατσούλα
20525703_1988108224804640_5848327153125532740_n.jpg
Το πρώτο φως του χρόνου, του Μάνου Στεφανίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.