Πόρτα στην Ιστορία

Οδυσσέας Ανδρούτσος: Μέρος α’, Η δολοφονία του, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

Spread the love

Δήμητρα Παπαναστασοπούλου

27294531_2108761429164511_1219004466_n.jpg

Φίλες και φίλοι,

Ένας παρεξηγημένος για πολλές δεκαετίες ήρωας, με τη ρετσινιά του προδότη και του συνεργάτη των Τούρκων, αφορισμένος από την εκκλησία, μισητός από τους εκπροσώπους της πρώτης κυβέρνησης του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους, έχοντας συλλάβει και παραδώσει στην αστυνομία εκείνους που τρεις φορές προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν την προηγούμενη χρονιά, μέσα σε εμφύλιο σπαραγμό, ήταν ο Οδυσσεύς Ανδρίτσου- όπως υπέγραφε.

Δεν θα μιλήσουμε σήμερα για τη ζωή του, αλλά για τις συνθήκες του ατιμωτικού του θανάτου. Ο Οδυσσέας δεν έφυγε από τουρκικό χέρι, αλλά από ελληνικό, ματώνοντας ακόμη περισσότερο την καρδιά της Ελλάδας που βρισκόταν σε μια από τις χειρότερες στιγμές της μακραίωνης ιστορίας της.

Ο Οδυσσέας είχε φυλακιστεί στον Κουλά της Ακρόπολης, τον βενετικό πύργο, οδηγημένος εκεί από πρώην φίλο (Γιάννης Γκούρας), και είχε αφεθεί αλυσσοδεμένος σ’ ένα κελί, με ελάχιστη τροφή και νερό.

Η νύχτα ήταν ασέληνη, κατασκότεινη. Ένα ψυχρό ψιλόβροχο έπεφτε. Τέσσερις οπλισμένοι άνδρες (Τριανταφυλλίνας, Παπακώστας Τζαμάλας, Μαμούρης και Μπαλαούλιας) σταλμένοι από τον Γιάννη Γκούρα ανηφορίζουν τον ιερό βράχο. Εμπρός τους βαδίζει ένας που κρατά λαδοφάναρο κι άλλος ένας, ο Θεοχάρης, ακολουθεί. Όταν φθάνουν στον Κουλά, ο Μαμούρης διώχνει τον στρατιώτη Κώστα Καλατζή που φυλά σκοπιά και βάζει στη θέση του τον Μπαλαούλια. Οι άλλοι μπήκαν στο κελί του Οδυσσέα. Το σχέδιό τους ήταν να τον δολοφονήσουν με τρόπο ώστε να παρουσιάσουν την δολοφονία ως ατύχημα, μιας υποτιθέμενης προσπάθειας του φυλακισμένου να αποδράσει. Συγχρόνως, βέβαιοι ότι ο Οδυσσέας έκρυβε κάπου θησαυρό, ήθελαν να του αποσπάσουν την πληροφορία.

Μόλις τους είδε ο Οδυσσέας, αντιλήφθηκε αμέσως τι επρόκειτο να συμβεί, αλλά μίλησε θαρρετά:

«Ορέ, ξέρω καλά ποιος σας έστειλε εσάς εδώ και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα εδώ μέσα. Δε με λύνετε το ‘να μ’ χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πώς με λένε;»

Και γυρίζοντας προς τον Μαμούρη συνέχισε:

«Αυτές εδώ τις σαπιοκοιλιές (τον Τριανταφυλλίνα και τον Τζαμάλα) δε τις συνερίζομαι, μα συ ρε Γιάννη, γιατί;»

Με οδηγό το απύθμενο μίσος και την βαρβαρότητα, άρχισαν να τον χτυπούν με τα όπλα τους, ενώ αποσπούσαν τα δόντια του, προκαλώντας του αφόρητο πόνο. Τα χτυπήματα συνεχίζονταν επί ματαίω.

Κάποια στιγμή ο Τριανταφυλλίνας τον έπιασε από το λαιμό και προσπάθησε να τον πνίξει. Ο Οδυσσέας τού έπιασε τα δύο δάχτυλα με τα

δόντια που τού είχαν απομείνει και τού τα έκοψε. Μανιασμένος εκείνος, ενώ ούρλιαζε από τον πόνο, του έκοψε τα χείλη. Ακούγοντας την κραυγή, έτρεξε ο Μπαλαούλιας απ’ έξω και κατάφερε ένα χτύπημα με τσεκούρι στο πίσω μέρος του λαιμού του Οδυσσέα. Το αίμα έτρεχε ποτάμι, ποτίζοντας τα λερωμένα ρούχα, καθιστώντας τα μάρτυρες του βασανισμού του.

Ορμούν όλοι πάνω του, αλλά ο Οδυσσέας, τους απωθεί. Ο Τζαμάλας τον κλωτσά στα αχαμνά, ενώ ο Μπαλαούλιας με τον Μαμούρη πιάνουν τα χέρια του και τα στρέφουν στην πλάτη του, και μ’ ένα νεύμα ο Θεοχάρης ακινητοποιεί τα πόδια του, αφήνοντας τον Τριανταφυλλίνα να στρίψει με την άνεσή του, και όση δύναμη διέθετε, τα γεννητικά του όργανα. Ο Οδυσσέας σωριάζεται λιπόθυμος, αλλά οι βασανιστές του εξακολουθούν να χτυπούν τον αναίσθητο, αλυσσοδεμένο άνδρα, που εξακολουθεί να ζει, μουγκρίζοντας από τους πόνους. Και τότε αποφάσισαν να τον στραγγαλίσουν- να τελειώνουν μ’ αυτόν…

Ύστερα, έδεσαν ένα παλιό σχοινί γύρω από τη μέση του, αφήρεσαν τις αλυσσίδες του, τον ανέβασαν στην κορυφή του Κουλά και τον γκρέμισαν. Ο νεκρός, χτυπώντας πάνω στα βράχια, προσγειώθηκε μπροστά στον Ναό της Απτέρου Νίκης. Οι δολοφόνοι δεν παρέλειψαν να δέσουν ένα κομμάτι φθαρμένου σκοινιού στον Κουλά, να φαίνεται ότι έσπασε από το βάρος του Οδυσσέα προκαλώντας τον θάνατό του, κι έφυγαν μέσα στη νύχτα, με τη σκέψη στα πολλά χρήματα που θα εισέπρατταν για το έγκλημα που είχαν διαπράξει.

Το πρωί της 5ης Ιουνίου 1825 ανακαλύφθηκε το πτώμα, κινητοποιήθηκε η αστυνομία, και οι δολοφόνοι, παριστάνοντας τους ανίδεους, κάλεσαν έναν γιατρό. Εκείνος κατέγραψε όσα είδε και αντιλήφθηκε, αλλά δεν ήταν όσα ήθελαν οι δολοφόνοι. Έσκισαν την έκθεση και κάλεσαν άλλον, τον Ιταλό Καίσαρα Βιτάλι, που ήταν πρόθυμος να γράψει όσα τού είπαν. Ήταν μια μοναδική στο είδος της νεκροψία, αφού περιείχε και γνώμη για το ποιόν του νεκρού:

«Την δευτέραν ώραν της 17/5 Ιουνίου, προσκληθείς από τον αντιφρούραρχον του φρουρίου της πόλεως ταύτης των Αθηνών να επισκεφθώ εις την Ακρόπολιν το πτώμα του μακαρίτου Οδυσσέως Ανδρούτσου, δεν εδίστασα στιγμήν να δεχθώ την πρόσκλησιν.

Εισερχόμενος δια της τελευταίας πύλης της Ακροπόλεως, είδα το πτώμα του Οδυσσέως Ανδρούτσου και εξετάσας αυτό γυμνόν από κεφαλής μέχρι ποδών, παρετήρησα εις την εξωτερικήν επιφάνειαν πλατύ τραύμα κατά τον δεξιόν κρόταφον και επιπλεγμένον κάταγμα του αυτού κροταφικού οστού. Ακόμη δε μελανόν τραύμα μετά ρήξεως και εκχυμώσεως του δέρματος εις το πρόσθιον μέρος του μετωπικού οστού. Το δεξιόν βραχιόνιον οστούν συντετριμμένον και αι δεξιαί νόθοι πλευραί τεθραυσμέναι. Προς τα κάτω μέρη παρετήρησα εις την άρθρωσιν του δεξιού μηρού μετά της κνήμης εξωτερικόν ρακώδες τραύμα, δια του οποίου εξετοπίσθη η επιγονατίς, και κάταγμα του οστού της κνήμης.

Το ύψος του πύργου, από τον οποίον κατεκρημνίσθη ο Οδυσσεύς είναι 103 ποδών. Τα δε θραύσματα του κροταφικού οστού, επί του οποίου το κάταγμα, προβαλόντα τον εγκέφαλον, επέφεραν αυτοστιγμεί τον θάνατον, άξιον εις κακούργον της πατρίδος.

Και βεβαιώνων όσα εκθέτω ο υπογεγραμμένος δια της ιδίας χειρός μου.

Αθήναι 17 Ιουνίου 1825. Δρ. Κ. Βιτάλης».

Παρά τις προσπάθειες συγκάλυψης του στυγερού εγκλήματος, μιας και είδαν το πτώμα αρκετοί άνθρωποι, κανείς δεν δεχόταν την άποψη ότι επρόκειτο για ατύχημα. Οι πληγές του βασανισμού ήταν ολοφάνερες.

Τον έθαψαν, ως να επρόκειτο για τον τελευταίο των ανθρώπων, στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στα δυτικά της Ακρόπολης, με το στίγμα του προδότη να βασανίζει τη μνήμη και την οικογένειά του.

Δεκαπέντε μήνες αργότερα, ο Γιάννης Γκούρας, επιθεωρώντας τους σκοπούς της Ακρόπολης, έπεσε νεκρός από ένα βόλι στο κεφάλι, εκεί όπου είχε πέσει ο προδομένος και δολοφονημένος πρώην φίλος και ευεργέτης του. Άγγελος εκδικητής ήταν ο στρατιώτης Χορμοβήτης, πιστός στον Οδυσσέα.

Τρεις μήνες μετά, η χήρα του Γκούρα και 11 συγγενικά της πρόσωπα κατεπλακώθηκαν στον ύπνο τους από τη σκεπή του Ερεχθείου, μέσα στο οποίο έμεναν.

Ο κύκλος είχε κλείσει, ο ουρανός είχε αποδόσει τη δική του δικαιοσύνη και οι Αθηναίοι πολίτες μίλησαν για δίκαιη τιμωρία.

SHARE
RELATED POSTS
ΔΙΟΝ, Αρχαιολογικός χώρος (Μέρος Β’), της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου
Πέθανε στα 100 ο Γ. Χαροκόπος, ο απαγωγέας του Γερμανού Στρατηγού Κράιπε το 1944
Η στάση του Νίκα, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.