Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Το δράμα του πυροσβέστη, του Αλέξανδρου Κανταρτζή (Μπέμπης)

Spread the love

Ο Αλέξανδρος Μπέμπης (Κανταρτζής) είναι συνταξιούχος, πρώην επιχειρηματίας που ασχολήθηκε με την ανακύκλωση. Έχει υπό έκδοσιν έξι παιδικά βιβλία.

Δεν θέλει πολύ για να εξελιχθεί ένα κυλικείο σε κουτούκι.

Έτσι έγινε μέσα σε λίγους μήνες με το συνοικιακό μας που προς το μεσημεράκι τράταρε ουζάκι με μεζέ στους συνταξιούχους.

Όταν άρχισαν να έρχονται τα απογεύματα οι εργαζόμενοι κουβέντα στη κουβέντα από τον καφέ περνούσε στις μπύρες.

Ε και όταν άναβαν οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, άρχιζαν και τα τσιπουράκια μέχρι που οι μεζέδες αναβαθμίστηκαν σε μαριδούλα,

σουτζουκάκια, τζατζίκι, παντσέτες, σαλάτες και όλα τα σχετικά, τα καθώς πρέπει ελληνικά.

Μέσα σε λίγους μήνες. Ήρθε και ένας με το μπουζουκάκι του και έδεσε όλο το σκηνικό. Πλούσιο και το ρεπερτόριο. Από ρεμπέτικα και λαϊκά

μέχρι Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Μούτση και πιο σύγχρονους. Θανάση Παπακωνσταντίνου, Μάλαμα. Ό, τι ζητούσαν οι παρέες.

Ανάμεσα στους θαμώνες ήταν και ένα ζευγάρι που δεν ήταν ζευγάρι.

Εκείνος ψηλός και γεμάτος, μόνιμα με ένα κασκορσέ έχοντας σε κοινή θέα το δασύτριχο στήθος και τα χέρια.

Εκείνη μια κοντούλα, παχουλούτσικη θα την έλεγες, με γυαλιά, μελαχρινή με χαριτωμένα κοκαλάκια στα μαλλιά.

Εκείνος με μισοσκυμένο το κεφάλι να κατεβάζει με δυό ρουφηξιές κάθε μπουκάλι μπύρας που δεν ήταν και λίγες.

Δέκα δώδεκα μπουκάλια κάθε βράδυ. Ρουφούσε έσκυβε. Ρουφούσε έσκυβε. Αμίλητος για ώρες.

Εκείνη κοιτώντας ίσια μπροστά μάταια προσπαθούσε να διασταυρώσει το βλέμμα του. Μάταια.

Βλέμμα που άλλοτε έδειχνε προσμονή, άλλοτε αγωνία, άλλοτε αγανάκτηση, άλλοτε λαχτάρα, άλλοτε βουρκωμένο, ποτέ όμως θυμό.

Ώσπου μια μέρα, δηλαδή νύχτα, σε μια μικρή παύση των τραγουδιών λύθηκε το μυστήριο για το ζευγάρι που δεν ήταν ζευγάρι.

…”αφού είμαι ερωτευμένη μαζί σου, γιατί δεν μου δίνεσαι; Σε φροντίζω, σε πλένω, σε μαγειρεύω, σε σιδερώνω…γιατί δεν μου δίνεσαι…γιατί…γιατί”…

Εκεί επάνω, να και η σύμπτωση-τυχαίο ή κάτι ήξερε- η εισαγωγή από το έξοχο δωρικό ζεϊμπέκικο ΓΙΑΤΙ ΚΑΛΕ ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ του μεγάλου Άκη Πάνου.

(Με τις έξοχες ερμηνείες του Διονυσίου και του Κώστα Παπαδόπουλου στο μπουζούκι).

Σηκώνεται εκείνος, παραπατώντας και παρασέρνοντας γύρω του τραπέζια και καρέκλες αρχίζει τις αμπντάλικες γυροβολιές.

Σαν πίνακας του Τσαρούχη.

Όλοι μείναμε άναυδοι!

Όταν τελείωσε το τραγούδι πάει σφυχταγκαλιάζει τον μπουζουξή κλαίγοντας. Επιστρέφει στο τραπέζι του, αφήνει μερικά χαρτονομίσματα και φεύγει.

Τρέχοντας πίσω του αλαφιασμένη και εκείνη.

…”Ρε παιδιά ποιός είναι αυτός…τον ξέρει κανείς…πού μένει…να μη κάνει καμιά τρέλα”…

Η απάντηση ήρθε από τον μπουζουξή.

”Πυροσβέστης είναι και γίνεται κάθε μέρα έτσι λάσπη για μια γειτονοπούλα του που τον έχει στη ψύχρα”.

Το καυστικό σχόλιο ήρθε από τον κουτουξή. ”Δεν μπορεί να σβήσει την κάψα του με μπύρες, θα σβήσει τη φωτιά μας με νερό;”

Κανείς μας δεν γέλασε.

Υ.Γ. Αφιερωμένο σε όλους αυτούς που σβήνουν τη κάψα τους με χαστούκια, μαχαίρια, πιστόλια ή γκρεμοτσακίσματα.

Πριν κάνουν τα αποτρόπαια ας κοιταχτούν πρώτα στον καθρέφτη. Μπορεί οι ίδιοι να μη κάνουν κάτι σωστά.

Σημείωση: ο πίνακας είναι του Γιάννη Τσαρούχη

SHARE
RELATED POSTS
Η Λίζα και η άλλη, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
Σήμερα, της Αλεξάνδρας Καρακοπούλου
Κι αν ήσουν ο πρωταγωνιστής σε εκείνη την ταινία, που η γη σείεται κι ο αέρας λούζεται με καπνογόνο;, της Βασιλείας Μαξακούλη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.