Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Διήγημα: Χωρίς Οικογένεια, του Χρήστου Χωμενίδη

11049464_10153794481499523_4185608025578033362_n.jpg
Spread the love

 

11049464_10153794481499523_4185608025578033362_n.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

 * Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας  

 

 

iporta-peos.jpg

 

Μεθαύριο συμπληρώνονται έξι μήνες από την ημέρα που έχασα το πέος μου. Το «έχασα» δεν το λέω μεταφορικά – σιχαίνομαι τις μεταφορές και τους ευφημισμούς – εκείνο το «έφυγε», για παράδειγμα, που χρησιμοποιούν οι ευαίσθητες ψυχές και οι δημοσιογράφοι όποτε κανείς πεθαίνει. Όχι. Το πέος μου δεν πέθανε, δεν μαράθηκε, δεν αχρηστεύθηκε από αρρώστια. Χάθηκε. Κάποια στιγμή ανάμεσα στις δέκα και στις ένδεκα π.μ. της έκτης Φεβρουαρίου 2009, σε κάποιο σημείο ανάμεσα στο Παγκράτι και στο βενζινάδικο της Shell που βρίσκεται στην λεωφόρο Αθηνών, απέναντι σχεδόν από το «Παλατάκι» Χαϊδαρίου.

 

Για τελευταία φορά το είδα όταν το έβγαλα για κατούρημα στο WC του γραφείου μου. Φόρεσα έπειτα το παλτό μου κι έγινα λούης διότι είχα ήδη αργήσει. Έχω κληρονομήσει από τη μάνα μου τέσσερα διαμερίσματα στο Χαϊδάρι – πολλοί με ζηλεύουν για αυτό το άκοπο εισόδημα δίχως να’χουν συναίσθηση πόσο με κοπανάει η εφορία και τι τραβάω κάθε τόσο για να εισπράττω τα ενοίκια από δύστροπους μισθωτές, που είτε μου κλαίγονται είτε με αγνοούν και μ’αναγκάζουν να πηγαίνω επί τόπου και να παριστάνω τον κακό… Ας είναι… Ο ψόφος που έκανε εκείνη την ημέρα μού προξένησε συχνοουρία, σταμάτησα λοιπόν στο βενζινάδικο και όρμησα -τρέχοντας σχεδόν- προς την τουαλέτα.

 

Δεν θα σας περιγράψω τώρα τι ακριβώς αντίκρυσα όταν ξεκούμπωσα το παντελόνι μου. Ποιός ο λόγος να ανατριχιάσετε και να φέρετε οι άνδρες το χέρι στον καβάλο σας για να τσεκάρετε πως όλα είναι στη θέση τους; Ποιό το όφελός μου εάν ξεχειλίσετε από οίκτο; Προτιμώ να με θαυμάσετε γιατί κατόρθωσα να διατηρήσω μια στοιχειώδη ψυχραιμία κι αντί να καταρρεύσω ενώπιον του βενζινά και της χονδρής του θυγατέρας, να ξαναμπώ στο αυτοκίνητό μου και να κατευθυνθώ προς το πλησιέστερο νοσοκομείο, το «Αττικόν», το οποίο ευτυχώς εφημέρευε.
Ο ειδικευόμενος που με πρωτοεξέτασε στα εξωτερικά ιατρεία δεν πίστευε στα μάτια του. Αντίθετα ο καθηγητής (τρανό κεφάλι της ουρολογίας) στον οποίον επειγόντως με παρέπεμψε, παρέμεινε εντελώς ατάραχος. «Δεν έχετε κανένα πρόβλημα υγείας – είστε θηρίο ανήμερο!» με διαβεβαίωσε. «Και το πέος μου;» «Φέρτε το και θα σας το συγκολλήσω μέσα σε δυό λεπτά. Δεν θα χρειαστεί καν τοπική νάρκωση.» «Μα πού πήγε; – πού εξαφανίστηκε το πέος μου;» βρυχήθηκα. «Πώς θέλετε να ξέρω;» με στραβοκοίταξε ο καθηγητής. «Ντετέκτιβ είμαι;»

 

Σηκώθηκε και -αγγίζοντας με στην πλάτη- με έσπρωξε ελαφρά προς την πόρτα. «Μια τελευταία ερώτηση… Έχει συμβεί ποτέ συμβεί σε κανέναν άλλον κάτι τέτοιο;» «Σε πολύ περισσότερους από ό,τι φαντάζεστε…» «Και εγώ γιατί δεν το’χω ξανακούσει;» «Διότι υπάρχει το ιατρικό απόρρητο, κύριε μου. Και η κοινωνική ευπρέπεια!» μού είπε σαν να με μάλωνε.

 

Όπως θα κάνατε κι εσείς, έτσι κι εγώ πέρασα τις επόμενες βδομάδες γυρνώντας από γιατρό σε γιατρό, μόνο και μόνο για να εισπράξω ξανά και ξανά την ίδια στερεότυπη –και καθησυχαστική υποτίθεται- διάγνωση.

 

Δεν είχαν βέβαια όλοι το κοφτό ύφος του καθηγητή – όταν πληρώνεις εκατό κι εκατό πενήντα ευρώ χωρίς απόδειξη, ο άλλος σκύβει με στοργή πάνω απ’το πρόβλημά σου. Σε κάθε επίσκεψη γινόμουν σοφότερος: Πληροφορήθηκα ότι τα πέη αποχωρίζονται τους κυρίους τους είτε πέφτοντας θύματα αρπαγής (από ζηλόφθονες γυναίκες και εκδικητικούς αντεραστές) είτε «δραπετεύοντας» με δική τους πρωτοβουλία. Παρηγορήθηκα μαθαίνοντας ότι ένα πέος μπορεί να επιβιώσει αυτόνομα για χρόνια και ζαμάνια – πολύ περισσότερο απ’όσο θα ζούσε εάν παρέμενε συνδεδεμένο με το υπόλοιπο σώμα. «Έχουν καταγραφεί επιστημονικά» μου αποκάλυψε ο δόκτωρ Σπινέλης, ο οποίος έχει κάνει το διδακτορικό του σε αυτό ακριβώς το αντικείμενο, «έχουν καταγραφεί αγέλες από πέη στα δάση της βόρειας Ευρώπης και στις σαβάνες της Αφρικής. Τα γηραιότερα εξ’αυτών είχαν αποδεδειγμένα γεννηθεί τον 19ο αιώνα!… Φυσικά, σε άγρια κατάσταση, κινδυνεύουν από επιδρομές αρπακτικών – οι όρχεις ειδικά αποτελούν πρώτης τάξεως μεζέ για τα γεράκια! Ελίσσονται όμως ταχύτατα, συνήθως χώνονται μεσ’στα λαγούμια και τη γλιτώνουν!» «Και πώς τρέφονται;» «Τα πέη της λευκής φυλής είναι αποκλειστικά φυτοφάγα. Της μαύρης καταναλώνουν και μικρά έντομα, πράγμα που τα διατηρεί μονίμως εν στήσει…» «Υπάρχουν και αντίστοιχα κοπάδια από… από… αιδοία;» ρώτησα με την πρέπουσα ευπρέπεια. «Όχι, από όσο γνωρίζουμε τουλάχιστον… Εάν η απορία σας είναι πώς “εκτονώνονται” τα πέη, μάθετε πως συσπώνται απλώς κι αφήνουν κάθε τόσο ένα ρυάκι σπέρματος στο διάβα τους. Χωρίς να νοιώθουν, κατά τα φαινόμενα, καμιά ιδιαίτερη ηδονή. Το σεξ – η γενετήσια απόλαυση, εννοώ- ξεκινά και καταλήγει στον εγκέφαλο. Στην ηλικία σας, μάλλον δεν χρειαζόσασταν εμένα για να σας το πω…»

 

Επιτέλους η κουβέντα επέστρεφε σε εμένα. Σε εμένα: Στον τριανταπεντάρη δικηγόρο, τον φρεσκοπαντρεμένο με μια κοπελιά η οποία ανταποκρινόταν στις καλύτερες προδιαγραφές συζύγου και μητέρας, τον επίδοξο κυρίως πατέρα. Πώς θα αποκτούσα τώρα τα βλαστάρια που ανέκαθεν (ιδίως δε μετά τον φρικτό θάνατο των γονιών μου σε αυτοκινητιστικό προ τριετίας) λαχταρούσα; «Πιστεύω ακράδαντα ότι σε λίγες δεκαετίες από σήμερα η γενετική επιστήμη θα έχει προχωρήσει τόσο, ώστε ένα κύτταρο από οποιοδήποτε σημείο του σώματος να μπορεί να αξιοποιηθεί αναπαραγωγικά.» με διαβεβαίωσε ο δόκτωρ Σπινέλης. «Προς το παρόν όμως, εξαρτόμαστε απολύτως από τα σπερματοζωάρια. Πρέπει να ξαναβρείτε το πέος σας!» αποφάνθηκε. «Μα πού να ψάξω;» «Πιθανολογείτε ότι το απήγαγαν;» «Ποιος και γιατί; Και πώς; Από όταν το’δα για στερνή φορά μέχρι την ώρα που διαπίστωσα τη συμφορά, δεν ήρθα σε επαφή με κανέναν απολύτως!» «Ας το πάρουμε διαφορετικά: Διαθέτει το πέος σας κάτι το ιδιαίτερα… αξιοζήλευτο;»

Πόσα χρόνια πίσω με πήγαινε ο γιατρός με αυτή του την ερώτηση! Θυμήθηκα αίφνης τις κυριακάτικες επισκέψεις στο μαγαζί του παππού μου. Έμπορος σουβενίρ στο Μοναστηράκι ο παππούς, ξεδίπλωνε στο πεζοδρόμιο την πραμάτεια του, που αποτελούνταν από νάυλον χλαμύδες, τσολιαδάκια, γύψινες προτομές φιλοσόφων και χάλκινα αγαλματίδια σατύρων. Τα θεόρατα καβλιά του Πάνα και των ακολούθων του, που έδειχναν κατευθείαν τον ουρανό και προξενούσαν πονηρά χαμόγελα τόσο στις γλυπτές νύμφες όσο και στις ξανθιές τουριστριούλες, με έκαναν να ξεχειλίζω από αμηχανία και ντροπή. Το’ξερα κατά βάθος ότι μπορεί μεγαλώνοντας να ψήλωνα, να πύκνωναν οι τρίχες μου, να χόντραινε η φωνή μου μα το πιστόλι ανάμεσα στα πόδια μου ποτέ δεν θα γινόταν οπλοπολυβόλο. Το πολύ να μεταμορφωνόταν από 32άρι σε 45άρι… Ας ήταν τουλάχιστον εξάσφαιρο, ευχόμουν με παιδική υπεραισιοδοξία.

 

«Όχι» απάντησα κοφτά στον δόκτωρα Σπινέλη. «Το πέος μου δεν ξεχωρίζει κατά κανένα τρόπο. Ούτε μικρό είναι ούτε μεγάλο, ούτε λεπτό ούτε χονδρό, ούτε με εκείνο το τεράστιο αναλογικά κεφάλι που’χει του κολλητού μου του Μάρκου και τρελλαίνονται –λέει- οι γυναίκες να το τρίβουν πάνω στην κλειτορίδα τους. Ανήκω ανατομικά στο σωρό – τι εγώ, τι ο διπλανός μου!» «Κι από πλευράς επιδόσεων;» «Κι εκεί, υποθέτω. Κάθε υγιής άντρας στην ηλικία μου δεν μπορεί να φέρνει βόλτα μια σύζυγο, η οποία φοράει σέξυ εσώρουχα και φτιάχνει ατμόσφαιρα (ξέρετε, χαμηλοί φωτισμοί, μπανιέρα με αρωματικά έλαια, αλκοόλ σε λελογισμένη ποσότητα) για να τον διεγείρει; Κι εκ παραλλήλου μία πιτσιρίκα ερωμένη-ασκουμένη, που της αρέσει να σκαρφαλώνει στο γραφείο και να τουρλώνει τον πισινό της ενώ οι ρώγες της χαϊδεύουν τα δικόγραφα;… “Παναγιά μου!» φρίκαρα ξαφνικά. «Πώς θα τους ομολογήσω τι μου’χει συμβεί;» «Ακόμα τους το κρύβετε; Μια βδομάδα δηλαδή βράζετε μόνος στο ζουμί σας; Εμπιστευθείτε τις. Θα δείξουν κατανόηση – είμαι βέβαιος…» «Τι θα δείξουν;» κάγχασα. «Τι θα δείξουν; Σε ποιόν πλανήτη ζείτε, γιατρούλη μου; Ξέρω αρκετές γυναίκες που θα βολεύονταν με ένα πέος χωρίς άντρα. Καμία ωστόσο που να της αρκούσε ένας άντρας χωρίς πέος!» .

 

Έτοιμος ήμουν να ξεσπάσω πάνω του – μπορεί και να τον πλάκωνα στις γρήγορες. Του πέταξα λοιπόν τρία τσαλακωμένα πενηντάρικα κι έξω φρενών εγκατέλειψα το ιατρείο του.
Κι όμως, ο δόκτωρ Σπινέλης είχε δίκιο. Στην ασκουμένη δεν φανέρωσα, εννοείται, το πάθημά μου – βρήκα ένα πρόσχημα και την έστειλα στον αγύριστο. Μα απ’τη γυναίκα μου πώς να κρατήσω περισσότερο ένα τέτοιο μυστικό; Κι αφότου ακόμα με είδε γυμνό κι έθεσε –όπως λένε- τα δάκτυλα «επί τον τύπον των ήλων», της πήρε ώρα ώσπου να σιγουρευτεί πως δεν επρόκειτο για κάποιο κακόγουστο αστείο, ένα ταχυδακτυλουργικό τρυκ που ποιος ξέρει για ποιόν ηλίθιο λόγο θα της σκάρωνα ποτέ… Όταν δέχθηκε επιτέλους την πραγματικότητα, παρακολούθησα στο πρόσωπό της τη διαδοχή των αισθημάτων: Φρίκη, απώθηση, απόγνωση, μαχητικότητα. «Μαζί θα το παλέψουμε, αγάπη μου!» μου ανακοίνωσε με φωνή Σουλιώτισας. «Μαζί θα το παλέψουμε, μαζί θα βρούμε τη λύση! Κι αν χάσουμε ακόμα –που δεν το πιστεύω- πάλι μαζί θα μείνουμε! Μας δένουν απείρως περισσότερα από ένα κομμάτι κρέας!»
Ακολούθησε νέος γύρος επισκέψεων στους γιατρούς, με την Μαρία να πηγαίνει τώρα μπροστά κι εμένα να έπομαι -να σούρνομαι στο κατόπι της- με την Μαρία να υποβάλλει εξαντλητικές ερωτήσεις κι εμένα πότε να βουλιάζω αμίλητος στον εαυτό μου και πότε να παρατηρώ σαν βλάκας τους πίνακες που κρέμονταν στους τοίχους των ιατρείων, τη γραββάτα, την πιτυρίδα και τα σημάδια από ακμή του επιστήμονα που είχαμε κάθε φορά απέναντί μας και που επιμέναμε να τον αντιμετωπίζουμε σαν σωτήρα.

 

«Άμα δεν επιστρέψει το πουλί σου, τίποτα δεν γίνεται…» παραδέχθηκε στο τέλος η Μαρία το από την αρχή προφανές. «Ποιος έχει σειρά λοιπόν; Η Αστυνομία; Οι ντετέκτιβ; Τα μέντιουμ;» ρώτησα στωικά, διατεθειμένος να συμμορφωθώ και με την πιο παράλογη, την πιο απονενοημένη της ενέργεια. «Μα δεν θα τους κυνηγήσουμε. Θα τους δελεάσουμε!» μου ανακοίνωσε με μάτι που γυάλιζε.

 

Η αγγελία μας δημοσιεύτηκε σε όλες τις ελληνικές εφημερίδες (και επιπλέον στην International Herald Tribune) και αναρτήθηκε σε εκατοντάδες δίχως υπερβολή ιστοσελίδες του διαδικτύου. Το κείμενο ήταν σαφέστατο: «Απωλέσθηκε πέος λευκό, μετρίου…» -«όχι μετρίου!, κανονικού!» διαμαρτυρήθηκα- «κανονικού μεγέθους με τους όρχεις του» διόρθωσε η Μαρία και πρόσθεσε χρόνο και τόπο.

«Όποιος το παραδώσει στο δικαιούχο του είτε προσφέρει πληροφορίες που θα οδηγήσουν στην ανεύρεσή του, θα λάβει ό,τι ζητήσει.» «Τι σημαίνει “ό,τι ζητήσει”;» απόρησα. «Ό,τι ζητήσει και το έχουμε, εννοείται. Γιατί; – σκοπεύεις μήπως να παζαρέψεις; Ή να ειδοποιήσεις τους μπάτσους και να διακινδυνέψεις έτσι πριν να τον συλλάβουν, να στο κόψει φέτες; Υπάρχει κάτι πιο πολύτιμο από το πουλί σου, Δημητράκη; Το πουλί σου είναι το μέλλον σου. Το μέλλον μας…»

 

Μάλλον η οικογένειά μου ήταν το πουλί μου. Μακριά του ένοιωθα πεντάρφανος, παραδομένος στην κηδεμονία μίας μητριάς. Όχι ότι η συμπεριφορά της Μαρίας μού έδινε λαβή για το παραμικρό παράπονο. Είχε αντιθέτως γίνει στοργικότερη παρά ποτέ. Κι άμα τις πρώτες μέρες το κολοβό κορμί μου της προξενούσε ενστικτώδη αποστροφή, σταδιακά ξανάρχισε να με αγκαλιάζει και να με φιλάει, καναδυό μάλιστα φορές με άφησε να την ικανοποιήσω σεξουαλικά –να προσπαθήσω τουλάχιστον να την ικανοποιήσω- με το στόμα και με τα δαχτυλά μου. Τα βογκητά ηδονής της ηχούσαν αρκετά πειστικά. Την έβλεπα ωστόσο εγώ τη δουλειά: Με τον καιρό τα πράγματα θα έμπαιναν σε άλλο δρόμο. Η Μαρία, νέα γυναίκα, στα ντουζένια της, θα έπιανε αναπόφευκτα εραστή. Μπορεί τότε να με εγκατέλειπε, μπορεί και να με κρατούσε, από οίκτο είτε από ανασφάλεια. Ποιος θα βρισκόταν να την κατηγορήσει; Όχι πάντως εγώ. Ακόμα δε κι αν μου ανακοίνωνε μια μέρα ότι έχει μείνει έγκυος, πιθανότερο μάλλον να παρίστανα τον ευτυχισμένο, να αναγνώριζα και να ανέτρεφα το παιδί, παρά να την έδιωχνα κλωτσηδόν… Διότι ειλικρινά δεν ήξερα τι θα μου προκαλούσε πιο αβάσταχτη οδύνη. Το να γεράσω μόνος κι έρημος; Ή το να μαραθώ ως σύζυγος κατάλληλος για κοινωνικές εμφανίσεις, ενδεχομένως και για κάποιες άσφαιρες τρυφερότητες; «Σύνελθε – μην τα βάφεις μαύρα!» ανασκούμπωνα τον εαυτό μου. «Δεν αποκλείεται το πέος σου να βρεθεί!».

 

Η αγγελία που βάλαμε κάθε άλλο παρά γνώρισε την ανταπόκριση στην οποίαν ελπίζαμε. Κι εσείς -εδώ που τα λέμε- εάν τη διαβάζατε, θα την παίρνατε στα σοβαρά; Οι απαντήσεις υπήρξαν λίγες και εντελώς φαιδρές. Όλες εκτός από μία: Την πρώτη Μαρτίου, έλαβα ένα λακωνικό η-μέηλ από κάποιον που υπέγραφε ως «κύριος Π.Ν.» και μου έδινε ραντεβού την επομένη το βραδάκι μπροστά στον αδριάντα του Κολοκοτρώνη στην οδό Σταδίου. Το ηθικό της Μαρίας ακαριαία αναπτερώθηκε. «Μη διανοηθείς να κάνεις κόνξες!» με εξόρκισε. «Πήγαινέ τον γραμμή στην τράπεζα, στον συμβολαιογράφο, δώσε του μετρητά, γράψε του ακίνητα…» -«θα’ναι κλειστές οι τράπεζες τέτοιαν ώρα…» είπα- «δεν με ενδιαφέρει, τάξε του τα πάντα αρκεί να έρθεις πίσω με το πουλί στο χέρι! Ή ταν ή επί τας! Και πάψε επιτέλους, Δημήτρη, να’χεις αυτό το κακόμοιρο, ηττοπαθές ύφος!»

 

Ο κύριος Π.Ν. μού συστήθηκε ως απόστρατος αντιναύαρχος. Απέπνεε όντως την αριστοκρατικότητα που χαρακτήριζε κάποτε τα στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού. Χωρίς περιττές κουβέντες με έχωσε σε ένα ταξί και με οδήγησε σε μια ταβέρνα στο Παγκράτι, στη συνεστίαση –λέει- του σωματείου των απανταχού Αϊβαλιωτών. «Τι δουλειά έχω εγώ εκεί; Δεν κατάγομαι καν από τη Μικρά Ασία!» διαμαρτυρήθηκα. «Θα δεις και θα καταλάβεις» με έκοψε.
Πράγματι, δεν χρειάστηκε πολύ ώρα για να συνειδητοποιήσω ότι ήμουν πλέον κι εγώ ένας Αϊβαλιώτης. Εφόσον έτσι αλληλοαποκαλούνταν συνομωτικά οι ομοιοπαθείς μου! Άνδρες κάθε ηλικίας και κοινωνικής προέλευσης μαζεύονταν μια φορά την εβδομάδα σ’εκείνο το ταβερνείο (ο ιδιοκτήτης του, «Αϊβαλιώτης» επίσης, τους εξασφάλιζε κλειδαμπαρώνοντας εχεμύθεια), τρωγόπιναν και θρηνούσαν όχι τις χαμένες πατρίδες αλλά τα χαμένα πέη τους. Προφανώς η ομαδική εκείνη ψυχοθεραπεία τους έκανε καλό. Άλλοι αναπολούσαν παλιά σεξουαλικά κατορθώματα χρησιμοποιώντας ένα απίστευτα χυδαίο λεξιλόγιο, άλλοι μιλούσαν για τις προόδους της ιατρικής –κάτι πλαστικά ενθέματα δηλαδή, παρηγοριά στον άρρωστο- άλλοι απλώς χαλάρωναν, απαλλαγμένοι προσωρινά από το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τους βασάνιζε σε οποιοδήποτε άλλο περιβάλλον… Ο κύριος Π.Ν. με παρουσίασε –παρά τη θέλησή μου- επισήμως και σύσσωμη η ομήγυρη σήκωσε τα ποτήρια για να μου ευχηθεί το «καλωσόρισες». Ήθελα να το βάλω στα πόδια. Έπρεπε όμως να διαπιστώσω πρώτα κάτι. «Εκτός του να δέχεστε, αποχαιρετάτε ποτέ κανέναν;» ρώτησα. « Όχι επειδή πεθαίνει αλλά επειδή ξαναβρίσκει το πέος του;» Μούγκα επικράτησε τότε στην αίθουσα. Εύγλωττη σιωπή, που γράφουν και οι λογοτέχνες…

 

Το βράδυ εκείνο δεν κοιμήθηκα στο σπίτι. Ούτε και τα επόμενα. Παράτησα δίχως μάταιες εξηγήσεις και τη Μαρία και τη δικηγορία και αναλώθηκα επί μήνες στην αναζήτηση υποκατάστατων ηδονών. Δεν βαριέστε! Τζάμπα έφθειρα την υγεία μου καταναλώνοντας τα τσιγάρα με τις κούτες και το αλκοόλ με τις μπουκάλες. Μάταια δοκίμασα κάθε λογής ναρκωτικό κι αποπειράθηκα να ξεχαστώ παίζοντας στον ιππόδρομο και στο καζίνο, παρακολουθώντας ποδοσφαιρικούς αγώνες καθώς και επεισόδια μεταξύ αναρχικών και νεοναζί στα Εξάρχεια. Ακόμα και τις λίγες στιγμές ανάτασης (όταν κυρίως άκουγα τα αγαπημένα μου Βραδεμβούργια Κόντσερτα του Μπαχ) με δάγκωνε ξάφνου στα σπλάχνα και με γκρέμιζε, θαρρείς, από σκάλα ψηλή πάνω σε βράχια κοφτερά η απουσία στο κέντρο της ύπαρξής μου.
Παθαίνουν –θα μου πείτε- οι άνθρωποι και πολύ χειρότερα, χάνουνε χέρια, πόδια και παιδιά, συνέρχονται εν τούτοις και συχνά διαπρέπουν… Κι εσείς ποιοι είστε, που μου κουνάτε τώρα το δάχτυλο κι ετοιμάζεστε να μου αραδιάσετε παραδείγματα γενναιότητας – ύμνους κοινότοπους, φτιαγμένους στην ουσία για να φτύνουν οι αρτιμελείς τον κόρφο τους; Περάστε πρώτα μια βδομάδα «χωρίς οικογένεια» κι έπειτα θα καταδεχτώ να δώσω βάση στα κηρύγματά σας!
Παραδόξως το πέος μου δεν το’χα ολοκληρωτικά ξεγράψει. Βαθιά μέσα μου πίστευα ότι κάπου θα το ξανασυναντούσα. Για αυτόν το λόγο ίσως έκανα όλες εκείνες τις ατέρμονες βόλτες καθημερινά σχεδόν. Πρώτη φορά στη ζωή μου ξεκίναγα με τα πόδια και περιπλανιόμουν σε ανοίκειες περιοχές και συνοικίες – «για να δούμε» έλεγα «πού τερματίζει η Αχαρνών…» και -δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω- κατέληγα στους πρόποδες της Πάρνηθας. Κι άμα στο μεταξύ είχε σουρουπώσει, δεν το’χα σε τίποτα να καταλύσω στο πρώτο ξενοδοχείο. Και την επόμενη να συνεχίσω προς τυχαία κατεύθυνση. Από μιαν άποψη ήμουν πιο ελεύθερος από ποτέ…
Σε μια τέτοια λοιπόν πεζοπορία, την περασμένη Πέμπτη, βρέθηκα στην είσοδο ενός μικρού πάρκου – Νέα Φιλαδέλφεια αν δεν κάνω λάθος. Καθώς είχα γκαγκανιάσει από τη ζέστη, αγόρασα από το περίπτερο ένα παγωμένο τσάι και μπήκα μέσα για να ξαποστάσω στον ίσκιο των δέντρων. Από όλα είχε –τι τραμπάλες, τι τσουλήθρες- καμιά ντουζίνα δε μαμάδες με τα παιδάκια τους. Ζουζούνιζαν στη διαπασών – με έπιασε απερίγραπτη μαυρίλα. Ξεδιπλωνόταν γύρω μου το μέλλον που τόσο λαχταρούσα και που’χα ανεξήγητα στερηθεί. Σηκώθηκα να φύγω πανικόβλητος σχεδόν. Και τότε το είδα.

 

Ήταν στημένο πλάι στις κούνιες μα το μισόκρυβε η φυλλωσιά ενός ακούρευτου πεύκου. Αντίγραφο, εκ πρώτης όψεως, γυμνού αγάλματος εφήβου, σε φυσικό μέγεθος, που προφανώς το’χε παραπετάξει εκεί ο Δήμος, αδιαφορώντας για την προσβολή της νηπιακής αιδούς. Δεν μου χρειάστηκε δεύτερο βλέμμα. Ίσως το υπόλοιπο κορμί να ανήκε πράγματι σε κάποιον καλλονό της αρχαιότητας. Το πέος όμως ήταν το δικό μου! Δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία. Αρκούσε να το ξεκολλήσω από το ξένο σώμα και να το ξεφλουδίσω από τη μεταλλική του επικάλυψη για να είμαι και πάλι ολόκληρος. Για να’χω ξανά οικογένεια! Δεν θα το άφηνα βεβαίως να περάσει έτσι. Θα έσερνα τους υπεύθυνους στα δικαστήρια – αυτούς που’χαν τολμήσει όχι μονάχα να μου κλέψουν το πέος και να το εκθέσουν σε κοινή θέα αλλά και να το μετατρέψουν σε βρύση!

 

Τα πιτσιρίκια, ξαναμμένα απ’το παιχνίδι, στέκονταν από κάτω του, άνοιγαν το στόμα και ποτίζονταν. Έτρεχε το νερό άφθονο και γάργαρο από την ουρήθρα μου, τα πιό μεγάλα γέμιζαν νεροπίστολα και καταβρέχονταν. Ένα μαυριδερό κοριτσάκι λούστηκε κανονικότατα κι άρχισε να χοροπηδάει από τον ενθουσιασμό του.

 

Κι εκεί που ήμουν έτοιμος να ορμήσω καταπάνω στο άγαλμα, ξαφνικά δίστασα. Πώς θα άφηνα μεσ’στο κατακαλόκαιρο τόσα παιδάκια διψασμένα; – συλλογίστηκα. Σιγά μην αντικαθιστούσε σύντομα ο Δήμος το πέος μου! Κάθησα οκλαδόν στο χώμα και τα χάζευα με τις ώρες να παίζουν. Έως ότου με κυρίευσε μια πρωτόγνωρη γαλήνη…

 

«Η χαρά των άλλων σπανίως αποτελεί το πρώτο μας μέλημα» θα σχολίαζε ο αμπελοφιλόσοφος πατέρας μου. «Πάντοτε όμως παραμένει το τελευταίο μας καταφύγιο…».-

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. 

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Φτάνει μία στιγμή, της Αναστασίας Φωκά
Το βλέμμα της Φωφώς, του Γιάννη Στουραΐτη
Για ποιον χτυπά η καμπάνα;, του Χρήστου Χωμενίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.