Editorial

Η ζωή μου μια ρόδα, της Τζίνας Δαβιλά

Spread the love

Τζίνα Δαβιλά

Θεατρικό  έργο για  μαθητές  κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας

 Σημείωση:

 Το παρόν κείμενο μεταφέρθηκε σε θεατρικό δρώμενο από τους μαθητές των Εκπαιδευτηρίων “Ροδίων Παιδεία” σε ημερίδα που πραγματοποίησε το σχολείο στις 6 Απριλίου 2013 με τίτλο “Στοπ, μην φύγεις κι εσύ” και σε σκηνοθετική επιμέλεια της εκπαιδευτικού Θεάτρου Μυρσίνης Λενούδια.  

(Πρώτος μαθητής. Καθισμένος πάνω σε μια ρόδα. Αφηγείται. Μουσική υπόκρουση απαλή. Και φωτισμός μόνο στον ίδιο). 

Όταν γεννήθηκα όλοι έλεγαν να είναι τυχερός και υγιής. Η τύχη, τότε και τώρα, πίστευαν πως έρχεται από τους έξω, από τις ευχές και τα δώρα. Από τις μοίρες, τις μανάδες και τους πατεράδες, τις γιαγιάδες τους παππούδες και τους συγγενείς. Δεν μου είπαν μεγαλώνοντας, πως η τύχη μου είναι το μυαλό μου, η ωριμότητα της σκέψης μου, ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι εγώ ο ίδιος την ζωή.

Μεγαλώνοντας άκουγα να λένε «η ζωή είναι τροχός», «ρόδα είναι και γυρίζει», «μου κάνε την ζωή πατίνι». Αυτά που χαράχτηκαν στο μυαλό μου είχαν όλα ή σχεδόν όλα μια ρόδα ως πρωταγωνίστρια. Όχι τον εαυτό μου, αλλά μια ρόδα. Ή για να το πω πιο σωστά, ήμουν εγω και η ρόδα της ζωής μου. Που πάντα ήταν πάνω σε μια ρόδα.

Πιτσιρικάς είχα ένα καταπληκτικό ποδήλατο. Έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα και έλεγα περήφανος στην μάνα μου:

«Έχω το πιο γρήγορο ποδήλατο, μαμά».

Εκείνη έκανε ένα νεύμα απορίας και πάντα ακολουθούσε η φράση της:

«Μην τρέχεις!».

Ο πατέρας ήταν πιο γενναιόδωρος στις αντιδράσεις του:

«Μπράβο παιδί μου, θα σε κάνω ραλίστα!».

Έτσι μου ‘λεγε και κορδωνόμουν σαν το παγόνι. Με την κάσκα μου, με την στολάρα μου, με την κατακόκκινη αυτοκινητάρα μου. Έτσι με φανταζόμουν. Θεός! Κάποτε άκουσα για τον Άϊτον Σένα. Σκοτώθηκε πάνω στον αγώνα, έγραφαν. Ευτυχισμένος, συνέχιζε η σκέψη μου. Ήταν ευτυχισμένος.

Στα 17 καβάλησα μηχανάκι. Το δικό μου μηχανάκι. Πριν έκανα βόλτες με των φίλων μου. Κόντρες, σούζες, ό,τι βλακεία θές, τότε την έκανα. Η μάνα μου πήρε δώρο ένα κράνος.

«Μα σκάω από την ζέστη, της έλεγα.
«Θα το φοράς πάντα, σκας δεν σκας για να μην σου σκάσω καμιά ξανάστροφη», μου έλεγε ψιλοθυμωμένη.

Όχι με μένα, με τον πατέρα είχε θυμώσει. Τον είχα καταφέρει να υπογράψει για να αγοράσω μηχανάκι. Καυγάδες στο σπίτι. Ομηρικοί!

«Είναι ολόκληρος άντρας», της έλεγε.
«Είναι παιδί», του απαντούσε.
«Δεν είναι βλάκας, ξέρει να προστατεύσει τον εαυτό του», της απαντούσε.
«Ούτε τον εαυτό του, ούτε και τους άλλους δεν ξέρει να προστατεύσει», απαντούσε η μάνα.

Της είχα θυμώσει. Με ακύρωνε η μάνα μου;

Στάθηκα τυχερός. Δεν έπεσα ούτε μία φορά με το μηχανάκι. Σπούδασα στην αρχιτεκτονική. Πήρα το μηχανάκι μαζί μου. Κάθε βράδυ η μάνα μου τηλεφωνούσε:

«Έφτασες καλά στο σπίτι;»
«Όλα καλά, βρε κοπέλα μου, τι ανησυχείς;»
«Ε, δεν ακούς τι γίνεται;»
«Και επειδή γίνεται πρέπει να το πάθουμε εμείς;», απαντούσα.

Σιωπή από την άλλη γραμμή.

Η γιορτή μου ήταν προχθές. Πήρα και το πτυχίο μου, με 8,7 παρακαλώ. Όχι αστεία. Βαθμάρα για αρχιτεκτονική. «Τι θέλεις να σου δωρίσουμε;» Ρωτούσαν οι γονείς μου. «Θέλει ρώτημα; Εάν μικρό αυτοκινητάκι, για να γλιτώσω από κρύο. Ό,τι να’ναι, αρκεί να ΄χει καλοριφέρ. Και μεταχειρισμένο δεκτό, αρκεί να ζεσταίνει.»

Γελούσαν. Το αυτοκίνητο του πατέρα ήταν για απόσυρση. Το έδωσαν και μου πήραν ένα καινούργιο 1,400 άρι. Η μάνα είχε το δικό της ο πατέρας θα έμενε με το μηχανάκι μου. Κόκκινο σαν τον Ήφαιστο. Φωτιά και λάβρα το χρώμα του. Αν ήμουν πιτσιρικάς θα κατουριόμουνα από την χαρά μου. Τώρα το κράτησα.

«Πάμε μια βόλτα, μάνα μου;»
«Πάμε παλικάρι μου για τα καλορίζικα. Πάμε κι από την εκκλησία για να στο αγιάσει ο παπάς».
« Ό,τι θέλει η μάνα μου».

Αγιασμοί, προσευχές και ευχές, όλα κομπλέ. Και βόλτα. Οι τέσσερις δικοί μου τροχοί, στα 25 μου παρακαλώ και όλη η ζωή μπροστά μου. Στο 1.82 μπόι, άντρας κανονικός, με πτυχιάρα και με δικό μου αυτοκίνητο. Ήμουν σχεδόν σαν ναρκωμένος από την χαρά. Μεθυσμένος από την καλοτυχία μου. Δεν θυμάμαι να έτρεχα. Απλώς λίγο μεθυσμένος από την χαρά μου. Η μάνα δίπλα. Κραυγή.

«ΜΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗ». Δεν κατάλαβα τι πετάχτηκε στον αέρα, τι έσκασε 50 μέτρα πιο κάτω, τι χτύπησε επάνω στο αυτοκίνητο. Μια σάκα προσγειώθηκε στο καπό του αυτοκινήτου και ένα καπελάκι με καθυστέρηση. Η μάνα τραβούσε τα μαλλιά της. Πετάχτηκε έξω και έτρεξε προς το παλικάρι. Δεν πλησίαζε κοντά κανείς. Σειρήνες ακούστηκαν μετά. Δεν ήξερα για ποιον ήταν για εκείνον, για μένα, για την μάνα μου…

Ένας μαθητής που πήγαινε φροντιστήριο, ήταν ο απολογισμός του δυστυχήματος. Φορτωμένος με την τσάντα του στην πλάτη, το καπελάκι του και τα ακουστικά του στα αυτιά, πάνω στο ποδήλατο. Έτσι τον φαντάστηκα να πλησιάζει. Δεν τον είδα ποτέ στο πρόσωπο. Ούτε και μετά. Μου αρκούσε η εικόνα του καπέλου στο παρμπρίζ του  κόκκινου αυτοκινήτου μου. 17 χρόνων. Αθλητής και με διακρίσεις. Και πολύ καλό παιδί, έμαθα εκ των υστέρων.

Δεν μπόρεσα να ξαναμπώ στο αυτοκίνητο. Το άφησα στην άκρη. “Φώλιασαν” μέσα του όλες μου οι λαχτάρες για όμορφη ζωή. Είχα σκοτώσει έναν άνθρωπο. Και δεν έφταιγε. Το στοπ το παραβίασα εγώ. Αλλά και να μην έφταιγα, πάλι οι τύψεις είχαν φωλιάσει στο μυαλό μου. Η ρόδα της ζωής μου, μού έπαιξε άνισο παιχνίδι. Γύρισε και σχεδόν έκλεισε. Σαν τον κύκλο. Έκλεισε για τη μελλοντική χαρά μου δια παντός. Γιατί πώς μπορείς να έχεις χαρά, όταν έχεις σκοτώσει έναν άνθρωπο;

                                                                                           ***
(Δεύτερος μαθητής, καθισμένος πάνω σε μια ρόδα και γύρω υπέροχα λουλούδια πολλά λουλούδια, ένα κερί λευκό και ένα στεφάνι στα μαλλιά. Φως πάλι στο σκηνικό.)

«Μαμά, μην λυπάσαι. Και μην ξεχάσεις να συγχωρέσεις εκείνο τον νεαρό. Η ζωή μας είναι μια ρόδα. Γυρίζει όσο αναπνέουμε. Όταν κλείσει ο κύκλος γυρίζουμε εκεί απ’όπου ήρθαμε στην γη. Δεν θέλω να κλαίς για μένα. Εδώ η ζωή είναι καλή. Δεν αγχωνόμαστε, δεν λυπόμαστε, δεν χρειάζεται να προσέχουμε στους δρόμους. Βασικά δεν υπάρχουν δρόμοι. Ούτε και αυτοκίνητα, ούτε και ρόδες. Εδώ δεν είναι ρόδα η ζωή. Είμαστε ήρεμα και κουβεντιάζουμε με τα μάτια. Δεν έχουμε κακίες, ούτε και προστριβές. Μόνο…. μόνο που θέλω να κάνεις κάτι…

Μην κλαίς, πάνω από το πέτρινο σπιτάκι που μου έφτιαξες. Δεν έχει νόημα. Βγες έξω και μίλησε για την ιστορία μου. Πήγαινε στα σχολεία και προσπάθησε να εξηγήσεις στους μαθητές και τους δασκάλους, πώς πρέπει να προετοιμάζουν τα παιδιά τους, προτού βγουν στους δρόμους και ως οδηγοί και ως πεζοί. Πες τους πως η ζωή αλλάζει στο δευτερόλεπτο. Είτε ζήσεις, είτε σκοτωθείς. Αξία έχει να κάνουμε τον πόνο δημιουργία. Αφού δεν έχεις εμένα πια να φροντίζεις, φρόντιζε τα άλλα παιδιά που κινδυνεύουν από τους οδηγούς που τρέχουν, από τους γονείς που τα πετάνε σαν τσουβάλια στο αυτοκίνητο, από τους οδηγούς που πίνουν και μεθούν.

Πες τους πως ήθελα να γίνω δάσκαλος. Και πως το πρώτο μάθημα που θα έκανα στα παιδιά θα ήταν το Μάθημα της Οδικής Ασφάλειας. Αυτό που δεν υπάρχει σήμερα στα σχολεία. Αν τα κάνεις όλα αυτά για μένα, να είσαι σίγουρη πως θα ησυχάσει και η ψυχή μου. Γιατί δεν πρόφτασα να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα, να μάθω στους ανθρώπους πως ο δρόμος δεν είναι επίδειξη δεξιοτήτων, ούτε μηχανημάτων, ούτε και χώρος εκτόνωσης του εκνευρισμού. Ο δρόμος, οι τροχοί, οι ρόδες είναι για να κυλούν κρατώντας πάντα ψηλά την ζωή. Διατηρώντας τον σεβασμό σε κάθε μορφή ζωής. Όχι να την εξεφτελίζουμε και να την τελειώνουμε πάνω στην άσφαλτο.

Και μην ξεχνάς πως από δω που είμαι θα σου δίνω και την δύναμη που χρειάζεσαι. Από δω βλέπω πως αξία στη ζωή έχει να βάζεις στόχους που βοηθούν τους ανθρώπους. Ο δικός σου ήρθε με βιαιότητα, αλλά πρέπει να προσπαθήσεις. Είναι το τελευταίο που σου ζητώ».

Καλό Μάϊο, εκλεκτές και εκλεκτοί αναγνώστες. 

2 Μαΐου 2020

SHARE
RELATED POSTS
Έτσι ορίζω τη ζωή, της Τζίνας Δαβιλά
“Η αγάπη αδυνατίζει στη σιωπή και χάνεται στη θλίψη”*, της Τζίνας Δαβιλά
Οι Άγγελοί μας, της Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.