Κοινωνία - Ελλάδα - Οικονομία

Χαράμι…, του Κωστή Α. Μακρή

Spread the love

 

«Πολιτική είναι να προσπαθείς να σώσεις περισσότερα απ’ όσα θα ‘θελες να στείλεις στο διάολο και τρομοκρατία είναι να στέλνεις στο διάολο περισσότερα απ’ όσα μπορείς να σώσεις», Κ.Α.Μ.

 

Δεν πεινάω. Δεν διψάω. Δεν κρυώνω. Δεν «μου πλάκωσαν οι συμφορές στο σπίτι διπλές» κι ας έχω χάσει και τον κύρη μου και τη μάνα μου, αλλά όχι από μνηστήρες τρανούς. Δεν νιώθω να με πλησιάζει η καυτερή ανάσα κανενός κύκλωπα, λαιστρυγόνα ή δράκου.

Πονάω μόνο. Όχι πολύ… Λίγο. Και καθώς «ακάτεχος είμαι στην τέχνη του πολέμου», γράφω.

Αλλά πριν γράψω σκέφτομαι. Ή μάλλον, γράφοντας σκέφτομαι. Και δεν σκέφτομαι την πείνα, τη δίψα, το κρύο ή τα άλλα μικροπροβλήματά μου.

Σκέφτομαι ότι δεν μπορώ να υποκριθώ ότι πονάω υπερβολικά.

Σκέφτομαι ότι δεν μπορώ να βρεθώ στη θέση ενός ανθρώπου που επειδή το κορίτσι του μαθαίνει για τον Οδυσσέα του Ομήρου, για τον Πλάτωνα, για τον Αριστοτέλη (που και οι Άραβες θησαύριζαν τη σοφία του), για τον Σωκράτη, για τον Δημόκριτο, τον Ηράκλειτο, τον Κομφούκιο, τον Αβικένα, τον Νεύτωνα, τον Σέξπιρ, τον Θερβάντες, τον Αϊνστάιν και τόσους ―αμέτρητους― άλλους, ξαναλέω λοιπόν ότι δεν μπορώ να βρεθώ στη θέση ενός ανθρώπου που του αρπάξανε το παιδί του, το κορίτσι του, και το πουλάνε επειδή μαθαίνει για τη «δυτική» κουλτούρα ή διδάσκεται για τα κοινά πετάγματα της σκέψης του ανθρώπινου είδους. Δυτικά και ανατολικά.

Δεν θυμώνω υπερβολικά. Τουλάχιστον όχι τόσο όσο χρειάζεται να μαζέψω όσα μαχαίρια, μπαλτάδες, πριόνια και άλλα φονικά όργανα έχω στο σπίτι μου και να ορμήξω στη Νιγηρία, να βρω αυτόν τον αδιάβαστο εκπρόσωπο του Μπόκο Χαράμ (Boko Haram), να του αλλάξω ―σαν άλλος Οδυσσέας― τα φώτα και να λευτερώσω τα κορίτσια, και να τα πάω στους γονείς τους μαζί με μια βιβλιοθήκη τίγκα στους σοφούς, δώρο της πατρίδας μου.

Δεν μπορώ να πετάξω μέχρι το Πακιστάν και να μπαουλιάσω εκείνους που πυροβόλησαν την Μαλάλα Γιουσαφζάι (Malala Yousafzai).

Όχι, δεν μπορώ. Δεν μπορώ να εκδικηθώ κάθε έγκλημα που γίνεται στον κόσμο. Γιατί έτσι, με τη λέξη “έγκλημα” θα μεταφράσω εδώ τη λέξη “χαράμι” κι ας έχει περισσότερες σημασίες.

Κάτι τέτοια μαγικά και ηρωικά τα γράφω και τα ζω στα παραμύθια μου. Όπως έχω διαβάσει κι εγώ άλλα αντίστοιχα δηλαδή σε άλλα παραμύθια και ιστορίες.

Σαν τον μπαμπά Οδυσσέα, που γυρίζει στο σπίτι και αλαλιάζει με το τόξο του τους μνηστήρες, επειδή του πειράζανε τη γυναίκα και τον γιο του. Χωρίς μά και ξεμά ούτε σούπα μούπες και «Μα πώς μιλάτε έτσι» και «τι τρόποι είναι αυτοί» και βρισιές και τέτοια και να σου πει ο παππάς στ’ αυτί κι ο διάκος στο κεφάλι.

«Ήθελες να μου φας το βιος, τη γυναίκα και τον γιόκα μου; Θα σου φάω τ’ άντερα και πίσω χαμούρες!» Πολιτισμένα πράγματα. Σε δύση και ανατολή.

Τέτοια φαίνεται μαθαίνανε τα κορίτσια και πήρε ανάποδες ο αδερφός μου ο ανεπρόκοπος ο Αρχι-Μπόκο-Χαράμης, που να τον πάρει και να τον σηκώσει.

«Θα μας χαλάσετε εσείς το μαγαζί; Ο θιος να μην το κάμει, που θα μαθαίνουνε και οι τσούπρες γράμματα, να μας βγάζουνε γλώσσα… Δεν σας πουλάω καλύτερα σα γκαμήλες, να ‘χω και το διάφορο…» που θα ‘λεγε κι ένας παλιός έμπορας με αχτάρικο στην επαρχία.

Δεν θέλει πολύ να σαλτάρει ο άνθρωπος. Του είπε κι ο θεός του δυο κουβέντες πρόσβαρες και το αποφάσισε. Και βγήκε σαν τελάλης να το μάθει ο κόσμος
«Θα τα πουλήσω τα κορίτσια κι όποιος θέλει να προλάβει, να βγει να καπαρώσει τα καλά κομμάτια!»

Αν ήταν η Βέμπο, κάτι θα του τραγούδαγε για το χαράμι με τον τρόπο της.

Βγήκε όμως η Αντζελίνα η Τζολή, που τα έχει πάρει στο κρανίο από πολλές μεριές κι αιτίες, και του μίλησε αυστηρά και είπε ότι όσο μένουν ατιμώρητοι κάτι τέτοιοι τύποι, ξεθαρρεύουν και άλλα κακά τέρατα και μας κάνουνε τον κόσμο ένα μπάχαλο, να μην μπορείς να πας για ψώνια στην Αφρική, για κρουαζιέρα στη Συρία ή στην Κριμαία για το χαβιάρι το καλό. Άσε που και στην Αθήνα είναι πήχτρα οι άστεγοι και οι μαστουρωμένοι και στην Τουρκία πέφτει ξύλο αμανετζίδικο. Γι’ αυτό είπε και ο Μπάρακ ότι «θα σας κάνουμε ντα, γιατί καλοί καλοί αλλά βαράμε κι εμείς• καθώς ακάτεχοι δεν είμαστε στην τέχνη του πολέμου, ρίξε μια ματιά γύρω σου».

Και μέσα σ’ όλα, να σου ‘ρχονται και οι εκλογές και μια φίνα μπόχα, σαν το ρέψιμο του καλοχορτασμένου, να σου ερεθίζει τα ρουθούνια. Και να πρέπει να κοιτάξεις και το μέλλον των παιδιών σου, και το βιος σου, και το περιβόλι σου, και τα δάση σου, και τα περιγιάλια σου τα κρυφά κι άσπρα σαν περιστέρια, που θέλουν μερικοί να τα κάνουνε πιτσούνια στη σχάρα, και κάτι τέτοια, που σε κάνουν να λες:

«Πολιτική είναι να προσπαθείς να σώσεις περισσότερα απ’ όσα θα ‘θελες να στείλεις στο διάολο και τρομοκρατία είναι να στέλνεις στο διάολο περισσότερα απ’ όσα μπορείς να σώσεις».

Κι εδώ, επειδή εξακολουθώ να πιστεύω στην πολιτική και στη δημοκρατία κι όχι στην τρομοκρατία, είναι που αρχίζω να νιώθω την απόγνωση του πεινασμένου και του κρυωμένου και του άστεγου και του αδικημένου στο πετσί μου.

Γιατί ακούω τα μεσοδόκια της οροφής της δημοκρατίας να τρίζουν, ροκανισμένα απ’ όλα τα σαράκια του κόσμου, απ’ όλους τούς δράκους στο γυαλί.
Βλέπω το σπίτι μου το μεγάλο να καταρρέει σαν τα δάση του Αμαζονίου.

Γιατί μπορεί να μην πεινάω, να μη διψάω και να μην κρυώνω τώρα.

Αλλά δεν μπορώ να είμαι και ανέμελος.

Δεν μου πάει να χαίρομαι, μαζί με τους λουλουδεμπόρους και τους σοκολατέμπορες, τη γιορτή της μητέρας, όταν η μεγάλη μας μάνα είναι βαριά άρρωστη.

Δεν μπορώ…

Όταν στα διπλανά διαμερίσματα του μεγάλου μας σπιτιού έχουνε πένθος, εγώ να γλεντάω, ρε παιδιά; Δε γίνεται.

Δεν μπορώ να φτιάχνω σοκολατοκαρδούλες και χορτολουλουδόφιογκους όταν στη Νιγηρία, δυο βήματα από μας, εκεί, παραδίπλα στην Αφρική, τις κόρες μου, τις αδερφές μου, τις γυναίκες των παιδιών μου και τις μανάδες των εγγονιών μου, τις πάνε για πούλημα σε λαϊκές αγορές, από κείνες που δεν έχουνε πάρει με κλήρωση τον πάγκο οι ανθρωποκρεατέμπορες αλλά τον έχουν αγοράσει με μισαλλοδοξία, βλακεία και αίμα. Δεν μπορώ, ρε παιδιά.

Και τελικά, γι’ αυτό γράφω.

Γιατί τώρα πονάω πολύ. Και πιο πολύ με πονάει η ανημπόρια μου.

Που το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να γράφω, αντί να βγαίνω στους δρόμους ουρλιάζοντας προς άντρες και γυναίκες: «Σηκωθείτε, ρε! Ξεσηκωθείτε! Πουλάνε τις κόρες σας, ρε! Πουλάνε τις αδερφές σας!»

Όχι. Δεν ουρλιάζω εγώ. Είμαι καθωσπρέπει άνθρωπος εγώ…

Μόνο γράφω.

 

* Σημείωση Κ.Α.Μ.: Το απόσπασμα στην εικόνα είναι από την Οδύσσεια του Ομήρου.
Ραψωδία β, στίχοι 45 έως 79, Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι. Κακριδή, 1938

 

 

Κωστής Α. Μακρής

SHARE
RELATED POSTS
131 χρόνια πριν, ο Νίκος Καζαντζάκης είδε το πρώτο φως!
newego_LARGE_t_1101_54276264.JPG
Τι είναι το “σύμφωνο συμβίωσης” ομόφυλων ζευγαριών
Διατηρήστε τον Εθνικό Μύθο. Συγκολλά, του Μάνου Στεφανίδη
2 Σχόλια
  • Κατερίνα Παπαδημητρίου
    16 Ιουνίου 2014 at 15:21

    Καταπληκτικές σκέψεις -και στοχασμοί υπέροχα γραμμένοι.

    Μπράβο, βρε Κωστή!

    Ταυτίζομαι απόλυτα και σε ζηλεύω που βρίσκεις τα λόγια και το χρόνο να τα διατυπώσεις γραπτώς (και με μεγάλη μαεστρία).

  • Β.Π.
    11 Μαΐου 2014 at 07:25

    Καλά και ωραία ειπωμένα, Κώστα, μιλάς εκ μέρους πολλών εξ ημών
    ο Θα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.