Κοινωνία - Ελλάδα - Οικονομία

Πολιορκία, του Κωστή Α. Μακρή

Spread the love

Πρώτη φορά σαν έφτασα κοντά σχεδόν στην πύλη την ολόχρυση ―άνοιξη θα ήταν ή καλοκαίρι― μέγας με πήρε θαυμασμός και φόβος.

 

Πολλά τα όσα μου’ χαν πει για τις γιγάντιες διαστάσεις της και τους αρμούς της τους αχάλαστους καθώς και για το δύσκολο το πέρασμα απ’ αυτήν.
Ήταν μυριάδες οι απρόσωποι και άγρυπνοι φρουροί της.

Και τώρα το έβλεπα και μόνος.

Πανύψηλη.

Με ανοξείδωτη λαμπρή θωράκιση και μπάρες ισχυρές.

Και γύρω γύρω μια ακαταλαβίστικη διακόσμηση αποκαρδιωτική. Με επιγραφές σε πεθαμένες γλώσσες και σύμβολα για τολμηρές απόπειρες που ζωές αμέτρητες στοιχίσαν στους ανέτοιμους.

Και έτσι, από πείσμα ή εφηβική αποκοτιά, στόχο της ζωής μου έκανα το πάρσιμο της Πύλης.

Με ήρεμο υπομονετικό θυμό, που συντηρούσε την ορμή μου δίχως σε έργα οργής μικρά να την ξοδεύει, κατάλυμμα έστησα εκεί κοντά.
Και βάλθηκα σχέδια να κάνω.

Το πώς, το πότε και με ποιους θα έκανα το ρεσάλτο.

Με κάθε λεπτομέρεια της πόρτας τη θωράκιση αποτύπωνα σε χάρτινα ημερολόγια.

Τις πλάκες τις ολόχρυσες, τις βαριοσκαλισμένες. Τα καρφιά τ’ ατσάλινα που δένανε δοκάρια δέντρινα θεόρατα κι ό,τι απ’ έξω για τις κλειδαριές τις μέσα υποπτευόμουν.

Και κράταγε μήνες η δουλειά.

Τύχαινε κάποτε, όταν αέρας έπνεε από κει, ν’ ακούω ήχους από μέσα, θορύβους και σουρσίματα, κλαγγές, κραυγές και βογγητά αλλά και γέλια και τσουγκρίσματα ποτηριών και βούισμα γλεντιού και εμβατήρια με τύμπανα και σάλπιγγες και τραγούδια αλλόκοτα, μαυλιστικά.

Και κράταγε μήνες η δουλειά.

Χρόνο το χρόνο, με των εποχών τις αλλαγές, ένιωθα τα σχέδιά μου ν’ αλλάζουν.

Διέκρινα τώρα καθαρά ανάμεσα από τις πλάκες εκείνο το γκρίζο, του σάπιου ξύλου τη μαρτυρία.

Μα πάντα συντηρούσε την ορμή μου ο μύθος για της Πύλης το λαμπρό το πέρασμα και για τη δόξα που περίμενε τον κουρσευτή της.

Και κράταγε μήνες η δουλειά.

Και συμπαγής ο πανικός με γέμιζε σαν έβλεπα τις πλάκες να μαδάνε.

Σαν πεθαμένου παγωνιού φτερά σωριάζονταν μπροστά μου αλλά και τότε ακόμα έκρυβα προσεκτικά από τον εαυτό μου κάθε συμπέρασμα από το θέαμα αυτό.

Ήρθε όμως εποχή ―χειμώνας δυνατός θα ήταν― που η σαπίλα δείχτηκε ολοφάνερη της Πύλης.

Οι μεντεσέδες χάσκανε και μέσα από τις τρύπες είδα να με ειρωνεύεται το ανούσιο τοπίο που ούτε ο άνεμος πια δεν το σεβόταν και σαν με γέλιο περνούσε από τα ρημαγμένα του απομεινάρια.

Με θλίψη, σαν ξυράφι αιχμηρή, ―δεν ήμουν πια και νέος― μάζεψα σχέδια και νοικοκυριό και μέσα από τοπία μολυβιά ―σκοτεινά τα σύννεφα στον ουρανό―, τράβηξα για άλλη Πύλη.

 

(Λίγες μέρες πριν από την 14η Ιουλίου. Πολλά χρόνια μετά το 1789.)

 

 

 

Κωστής Α. Μακρής

SHARE
RELATED POSTS
Μόρια: συλλογική ντροπή, του Μάνου Στεφανίδη
Υπομονή, there is no alternative, του Άρη Μαραγκόπουλου
Σας αρέσει ο Ευκλείδης;, του Γιώργου Αρκουλή
1 Comment
  • Γεροτάσος
    8 Ιουλίου 2014 at 05:59

    Ὑποκλίνομαι στή γραφή, στή σύνταξη, στό πνεῦμα!

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.