Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Πηνελόπη ή Κλυταιμνήστρα;, του Αλέξανδρου Μπέμπη

Spread the love

 

 

Αλέξανδρος Μπέμπης 

 

Πηνελόπη ή Κλυταιμνήστρα;

   

Πρέπει να δοθεί ένα τέλος. Έπρεπε να είχε δοθεί.

 

Είχε κουραστεί από το συνεχιζόμενο αδιέξοδο. Ήταν και εκείνη η ατάκα που στροβιλιζόταν ασταμάτητα στο μυαλό του, που τον τρέλαινε.

 

Δεν άντεχε άλλο όλη αυτή την ατμόσφαιρα που του μύριζε μπαγιατίλα. Η καρτερικότητα που εισέπραττε επιστρέφοντας από τα επαγγελματικά ταξίδια,

 

η φροντίδα που του πρόσφερε αγόγγυστα, η εικόνα του καθαρού περιποιημένου σπιτιού, του φρεσκομαγειρεμένου φαγητού

 

και τα λιγοστά συγκαταβατικά λόγια της, φάνταζαν στα μάτια του σαν δουλικότητα που τον εξόργιζε.

 

Ένιωθε πνιγηρή αυτή την αντιδιαμετρική αντιμετώπιση. Αποζητούσε ανταπόδοση. Ένταση στην ένταση, πίεση στην πίεση, προσβολή, απαξίωση

 

και απόρριψη, στην προσβολή, απαξίωση και απόρριψη. Βία στη βία της αδίστακτης αγοραίας καθημερινότητας.

 

Έκανε ένα δοκιμαστικό, ακριβώς όπως το είχε σχεδιάσει, εκείνο το πρωί μια ώρα πριν φύγει για ταξίδι.

 

Δεν είχε κοιμηθεί όλη νύχτα, με την ατάκα της γραμματέας του πελάτη του καρφωμένη στο μυαλό,

 

που όταν είχε καθίσει δίπλα του στο προηγούμενο επαγγελματικό δείπνο, του είχε ψιθυρίσει:

 

”Θέλω τον άντρα δημοκράτη σε όλα τα υπόλοιπα, αλλά φασίστα στο κρεβάτι” και μετά γέλασε.

 

Με εκείνο το γέλιο και το ύφος που του θύμισε έντονα Ιταλίδα βαμπ της δεκαετίας του ’60.Τραντάχτηκε από την μετάλλαξη.

 

Ακριβώς όπως το φαντασιωνόταν. Το πρωί στη δουλειά στεγνή επαγγελματίας και μόλις κατέβαζε διακόπτες κάτι άλλο.

 

Αυτό το κάτι άλλο που έλειπε από τη ζωή του.

 

”Φασίστας στο κρεβάτι”. Την ξύπνησε, την σήκωσε στα χέρια και πριν προλάβει αιφνιδιασμένη να αρχίσει τις αντιρρήσεις,

 

χώθηκαν στην τακτοποιημένη ντουλάπα. Δεν έβλεπε, δεν άκουγε τίποτε. Μαλλιά κουβάρια με τα ρούχα, Ντουλάπα σε κατάσταση αποσύνθεσης.

 

Κορμιά, φορέματα, πουκάμισα, κρεμαστάρια, μπλούζες, όλα ένα. Ολοκλήρωσε, ντύθηκε και έφυγε πριν προλάβει να υποκύψει στο πρέπει για βοήθεια.

 

Τον εαυτό του φοβόταν. Δεν έπρεπε να βοηθήσει στο συμμάζεμα της ντουλάπας.

 

Έτσι το είχε σχεδιάσει. Να περάσει μόνη της όλο το σοκ του πρωτόγνωρου ερωτικού παιχνιδιού. Είχε μπροστά της και πέντε μέρες για να το σκεφτεί.

 

Ξεκλείδωσε. Όλα στη θέση τους. Εκείνη τον υποδέχθηκε όπως πάντα με τρυφερό φιλί, οι παντόφλες εκεί στην ίδια γωνία, καθαρή πετσέτα χεριών,

 

”έλα τώρα, κάτσε να φας με την ησυχία σου τα φασολάκια που σ’ αρέσουν και την αγαπημένη σου ντοματοσαλάτα. Θα τα πούμε μετά”.

 

Όλα κανονικά, χωρίς εμφανές σημάδι τσατίλας για όσα είχαν γίνει το πρωινό της Δευτέρας. Από την τηλεόραση ακουγόταν εκπομπή μαγειρικής.

 

Όπως πάντα. Όπως πάντα. Αυτό ήταν. Ποτέ ξανά.

 

Παράτησε τα φασολάκια και τη σαλάτα, πήγε στο σαλόνι, έπεσε επάνω της και άρχισε να την ξεντύνει.

 

”Έλα τώρα. Μέχρι να πάρεις το μπάνιο σου, θα συμμαζέψω την κουζίνα και μετά έχουμε ώρες”,

 

Όχι ώρες, ούτε λεπτό για χάσιμο. Ή τώρα ή ποτέ. Ξεντύθηκε. Δεν έβλεπε, δεν άκουγε τίποτε. Ούτε μιλιά όταν κυλίστηκαν γυμνοί στο πάτωμα.

 

Ένα υποτονικό ”πρόσεχε” ακόμη και όταν ανέτρεψε το τραπεζάκι με το κεντημένο σεμεδάκι και τις φωτογραφίες του γάμου τους.

 

Την σήκωσε στα χέρια. Πού; Στα όρθια στη τζαμαρία τυλιγμένοι με την κουρτίνα; Στο μπάνιο; Στο σεκρετέρ; Πού; Ο οίστρος και η αδρεναλίνη στο κόκκινο.

 

Θόλωσε από την αποδοχή. Μήπως έκρυβε κάτι η άνευ όρων παράδοση;

 

”Πάμε στη κουζίνα”, του ψιθύρισε στο αυτί. Τρελάθηκε, όπως δύο εβδομάδες πριν με την βαμπ.

 

Την πήγε. Σαν αστραπή του πέρασε η σκέψη και με την άκρη του ματιού αναζητούσε κρυμμένα κουζινομάχαιρα. ”Πώς της ήρθε η κουζίνα;”

 

Ήταν πλέον πολύ αργά για άλλες σκέψεις. Δίνει μια και πετάει στο πάτωμα όλα τα πιατικά από το τραπέζι. Την αφήνει επάνω και γίνονται ένα με τα σουπλά.

 

Έσπρωχνε με μανία αδιαφορώντας για ψίχουλα, πιρούνια, αλατιέρες. Η δική του πλάτη δεινοπαθούσε;

 

Ολοκλήρωσε και όπως την εγκατέλειπε πάλι-όπως ακριβώς το είχε σχεδιάσει-ρίχνει λοξή ματιά πάνω απ’ τον ώμο του.

 

Επί τέλους. Ζωγραφισμένη στο βλέμμα της η λύσσα για εκδίκηση. Η ρεβάνς.

 

Άνοιξε την τηλεόραση και με σώμα και πατούσες σχεδόν λασπωμένα από σκόνη και ιδρώτα, πέφτει εξουθενωμένος στο υπέρδιπλο.

 

Ένα δροσερό χάδι ένιωσε στη πλάτη. Ήταν το καινούργιο, φρεσκοκολαρισμένο καλοκαιρινό κουβερλί.

 

Αποκοιμήθηκε με μετέωρη την βεβαιότητα αν θα ξυπνήσει.       

SHARE
RELATED POSTS
Μια περίεργη (αν όχι και ύποπτη) τακτική, του Γιώργου Αρκουλή
I am sharing ‘Αφού όλα έσβησαν’ with you, της Δέσποινας Γρηγοριάδου
Ασίγαστα πάθη κάποτε αλλά και μόνιμοι, κοινωνικοί στιγματισμοί, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.