Επίκαιρα και Ανεπίκαιρα

Οι Πειρατές της Καραϊβικής, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Spread the love

Γιάννης Καραχισαρίδης

Η παγίδα. Η ταινία «Οι πειρατές της Καραϊβικής – η κατάρα του μαύρου μαργαριταριού» προβάλλεται συχνά στη τηλεόραση. Ένας έγκριτος κριτικός του κινηματογράφου σχολίασε στη στήλη του, ότι είναι μια πολύ καλή ταινία και ο ίδιος, αν ήταν οκτώ χρονών, θα την έβλεπε με ευχαρίστηση και θα την απολάμβανε. Δηλαδή ο έγκριτος θέλει να πει στους αναγνώστες του ότι είναι πάρα πολύ σοβαρός και εμβριθής για να καταδεχθεί να ασχοληθεί με μια ταινία παραγωγής της Disney. Παραδέχεται ότι είναι καλογυρισμένη, αλλά σίγουρα δεν είναι για το επίπεδο του. Γι’ αυτό και προορίζεται για να διασκεδάζει παιδάκια προεφηβικής ηλικίας. Έχει ασμένως καταλήξει – όπως και πολλοί άλλοι σοβαροί συμπολίτες μας – ότι τέτοιες ταινίες δεν προσφέρουν πνευματική τροφή. Κι έτσι, με ευκολία, τσουβαλιάζει τις λεγόμενες «ψυχαγωγικές» και δη αμερικάνικες ταινίες και άκριτα ο «κριτικός» ξεμπερδεύει στα γρήγορα μαζί τους. Πιστεύοντας ότι έτσι διατηρεί το κύρος και την αξιοπιστία του. Προτιμάει να ακολουθεί τη πεπατημένη. Να περιπλανιέται δηλαδή σε δυσνόητες και απαιτητικές «ποιοτικές» ταινίες, με την απόλυτη βεβαιότητα ότι αυτές υπηρετούν την αληθινή τέχνη. Μια βεβαιότητα που δεν του επιτρέπει να επινοήσει ένα απλό ερώτημα : Μήπως η ψυχαγωγική τέχνη είναι δυνατό, σε ορισμένες περιπτώσεις – και όχι πάντα – να ταυτίζεται με την αληθινή ποιότητα και να μας προσφέρει ουσιαστική πνευματική τροφή; Δυστυχώς όμως όταν κάποιος αποφεύγει να αμφισβητεί τις γνώσεις του με νέα ερωτήματα, χάνει το προνόμιο να εξελίσσει τη σκέψη του.

Η αλήθεια πίσω από τη βιομηχανία. Όλοι ξέρουμε ότι ο αμερικανικός κινηματογράφος είναι μια μεγάλη βιομηχανία. Εκατομμύρια ταινίες έχουν γυριστεί. Και μέσα από αυτή την επίμονη και καθημερινή παραγωγικότητα, εξελίχθηκαν όλα τα εργαλεία που συνιστούν αυτή τη τέχνη. Το σενάριο, η υποκριτική, η τεχνολογία. Αυτά είναι γνωστά και κανείς δεν τα αμφισβητεί. Εκείνο όμως που αμφισβητούν οι σοφοί της τέχνης είναι το περιεχόμενο που προβάλλεται μέσα απ’ αυτές τις ταινίες. Αυτή η a priori απόρριψη οφείλεται στο γεγονός ότι – γι’ αυτούς – η αφήγηση μιας ιστορίας με αρχή, μέση και τέλος είναι μια απλοϊκή μορφή τέχνης. Από την εποχή της σημειολογίας, επέλεξαν – ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός – το δρόμο του φορμαλιστικού συμβολισμού. Την αναζήτηση δηλαδή μιας φόρμας ικανής να συμβολίσει δεδομένες πεποιθήσεις και ιδεολογίες. Αντίθετα η αμερικανική παράδοση ακολούθησε τα χνάρια του Αριστοτέλη και δεν έπαψε να επεξεργάζεται το υλικό της Ποιητικής του, προσπαθώντας να αφηγηθεί ιστορίες όσο γίνεται πιο διεισδυτικά. Έτσι σιγά-σιγά κατάφερε να εξελίξει τους πρώιμους χάρτινους ήρωες, σε περίπλοκους και αντιφατικούς χαρακτήρες που συναντάμε στον πραγματικό κόσμο. Ξεπέρασε ανεπαισθήτως – χωρίς δηλώσεις κι εξαγγελίες – το διαχωρισμό καλών και κακών, σκάβοντας με προσοχή στις εσώτερες περιοχές του ανθρώπου. Έδωσε την ευκαιρία στον ρεαλισμό να συναντηθεί με τον σουρεαλισμό. Αφηγήθηκε το ίδιο καλά ιστορίες απλές, αλλά και σύνθετες. Διερεύνησε διλήμματα που τα συναντάμε καθημερινά, αμφισβήτησε αλήθειες που πιστεύουμε, συνομίλησε με τη ζωή και το θάνατο, αντίκρισε τις ανεξερεύνητες πλευρές της αγάπης και του μίσους. Δεν απέρριψε, δεν πρότεινε, δεν δίδαξε. Μόνο εξερεύνησε. Την αναζήτηση της δόξας και το πάθος για υστεροφημία, την αντοχή και την καρτερικότητα, τα όρια των νόμων και των κανόνων, ανασκάλεψε τη ψυχή αυτών που πρόδωσαν, καταπιάστηκε το ίδιο με τους σπουδαίους, όσο και με τους καταφρονεμένους.

Οι προκαταλήψεις. Οι ταινίες του Αγγελόπουλου διαθέτουν υψηλή αισθητική. Αλλά θα ξεχαστούν πιο εύκολα από τον πολίτη Καίην ή το Νονό ή τη διάσωση του στρατιώτη Ράιαν ή τον μονομάχο ή το σινεμά ο παράδεισος. Ο Ευρωπαϊκός κινηματογράφος κουρασμένος από τις φορμαλιστικές αναζητήσεις, άρχισε και πάλι να αφηγείται ιστορίες. Αυτό που οι σοφοί το θεωρούν απλοϊκό είναι τελικά και το πιο δύσκολο. Η γένεση μιας ιστορίας με ενδιαφέροντες και αποκαλυπτικούς χαρακτήρες απαιτεί μεγάλο κόπο και φαιά ουσία. Αντίθετα, είναι πολύ πιο εύκολο να συμβολίσουμε τις αμετακίνητες και παγιοποιημένες ιδεολογικές εμμονές μας. Για να ξεκινήσεις μια ιστορία πρέπει να αναζητήσεις το υλικό σου στη πραγματική ζωή, να βρεις αναλογίες, να διεισδύσεις στη πολυπλοκότητα των ανθρώπων, να παρατηρήσεις. Γιατί η αρχή μιας ιστορίας είναι πάντα ένα άγραφο χαρτί. Αντίθετα το να μεταλαμπαδεύσεις τις πεποιθήσεις σου δεν είναι καν απλό, είναι απλοϊκό. Εδώ οι σελίδες είναι γεμάτες από τα πριν.

Οι πειρατές. Έτσι λοιπόν και η «κατάρα του μαύρου μαργαριταριού» δεν είναι απλά μια ταινία για να εντυπωσιάζονται τα παιδάκια και να κρυφοκοιτάζουν οι μεγάλοι τρώγοντας ποπκόρν. Όποιος σνομπάρει, απλά χάνει. Χάνει την ευκαιρία να ξετρυπώσει αληθινούς στοχασμούς για τη ζωή, που διαμορφώνονται παράλληλα με την ευχαρίστηση της ψυχαγωγίας. Η ταινία, μπορεί να είναι μια χορταστική περιπέτεια, στοχάζεται όμως και πάνω σε σημαντικά θέματα, όπως η σημασία των κανόνων στη ζωή μας, η αναζήτηση της κατάλληλης στιγμής για να πετύχουμε κάτι, ο αναπάντεχος τρόπος που η ζωή μπορεί να αναποδογυρίσει τα πιστεύω μας χωρίς να το καταλάβουμε. Και πολλά άλλα. Στο τέλος αυτού του κειμένου και για όσους έχουν δει τη ταινία, γίνεται μια απόπειρα να ανοίξει η συζήτηση.

Επίλογος. Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στην αλλαγή της τύχης του ήρωα μέσα σ’ ένα μύθο. Ο Μπρεχτ επιμένει στη προτροπή του «κάτω από το οικείο ανακαλύψτε το παράδοξο, κάτω απ’ το καθημερινό ξεσκεπάστε το ανεξήγητο», ο Σαίξπηρ πίστευε ότι το θέατρο είναι ο καθρέφτης της ζωής. Ο Αριστοτελικός μύθος, δηλαδή η αφήγηση μιας ιστορίας, έχει πανάρχαιες ρίζες. Η ανθεκτικότητα του οφείλεται σε ένα και μόνο λόγο. Είναι ενσωματωμένος στην ανθρώπινη φύση. Είναι ο αναπόφευκτος τρόπος για να καταλαβαίνουμε τον κόσμο γύρω μας. Όσο κι αν οι σοφοί επιμένουν να βροντοφωνάζουν ότι η τέχνη οφείλει να έχει περισπούδαστες απόψεις, τόσο η άλλη τέχνη, η υποτιμημένη, με τις ταπεινές της ιστορίες, θα επιμένει να αναρωτιέται γύρω από τα θαύματα της ζωής…

Και για όσους έχουν δει τη ταινία

• Ο Μπαρμπόζα (Τζεφρεϋ Ρας) σχολιάζει όταν τον κατηγορούν ότι δεν τήρησε το κώδικα : «Οι κανόνες είναι γενικές οδηγίες για τη ζωή». Στη συνέχεια η ταινία, μέχρι το τέλος της, διερευνά αυτή τη σκέψη. Γιατί τελικά πάντα οι άνθρωποι αποφασίζουν. Κανένας κώδικας, κανένας νόμος δε μπορεί να χωρέσει τη πολυπλοκότητα των σχέσεων που αναπτύσσουν μεταξύ τους, τα εσωτερικά τους διλήμματα και τις συγκυρίες που διαμορφώνουν τη βούληση και τις πράξεις τους.

• Ο Γουίλ Τέρνερ (Ορλάντο Μπλουμ) αναζητάει σ’ όλη τη διάρκεια του έργου τη κατάλληλη στιγμή να εξομολογηθεί τον έρωτα του στην Ελίζαμπεθ (Κίρα Νάιτλι). Ο Τζακ Σπάροου (Τζόνι Ντεπ) πάντα του υπενθυμίζει ότι μόλις προσπέρασε μια ακόμα κατάλληλη στιγμή. Ο Γουίλ μόνιμα διστάζει. Και τελικά εκδηλώνεται στην πιο ακατάλληλη στιγμή στο τέλος του έργου. Μήπως όμως η κοινή λογική δεν έχει πάντα δίκιο; Μήπως τελικά η πιο ακατάλληλη στιγμή μπορεί να μετατραπεί στη πιο κατάλληλη, αν η εσωτερική μας ορμή το επιβάλλει;

• Ο Γουίλ, στην αρχή του έργου, πιστεύει χωρίς δεύτερη κουβέντα ότι οι πειρατές είναι μίασμα της κοινωνίας και το μόνο που τους αξίζει είναι η καταδίκη, η φυλακή ή ο θάνατος. Στη συνέχεια όμως, προσπαθώντας να σώσει τη γυναίκα που αγαπάει, παραβιάζει κάθε νόμο και κάθε κανόνα. Και χωρίς να το καταλάβει – με κίνητρο την ανθρωπιά του – έγινε κι ο ίδιος ένα είδος πειρατή. Οι νόμοι που χωρίς δεύτερη κουβέντα υπερασπιζόταν στην αρχή, τώρα τον έχουν πάρει στο κατόπι. Βρέθηκε εκτός νόμου, με πυξίδα την αθωότητα του.

• Ο Τζακ Σπάροου οδηγεί το μαύρο μαργαριτάρι (το πειρατικό καράβι του) με μια χαλασμένη πυξίδα. Μοιάζει παράλογο, αλλά ταυτόχρονα είναι κι αστείο. Γι’ αυτό και δε δίνουμε τη σημασία που του αξίζει. Ταξιδεύει για το πουθενά, χωρίς πυξίδα, χωρίς προσχεδιασμένο προορισμό. Ταξιδεύει χωρίς βεβαιότητες, έτοιμος να αυτοσχεδιάσει όταν το άγνωστο και το απρόβλεπτο θα κάνουν την εμφάνιση τους. Πόσοι είναι έτοιμοι αλήθεια να βρουν λιμάνια και προορισμούς χωρίς πυξίδα;

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
Τετράδιο σημειώσεων και μελέτης 2η σελίδα – Ιούλιος 2016, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Αποχωρώντας από τις επάλξεις, του Γιάννη Καραχισαρίδη
t_shirt-1585x335.jpg
Σε τι διαφέρει το Ποτάμι, του Γιάννη Καραχισαρίδη
1 Comment
  • Λευτέρη Ελευθεριάδη
    3 Οκτωβρίου 2014 at 06:00

    Αγαπητέ Γιάννη Καραχισαρίδη, διαβάζοντας τα κείμενά σου, ιδιαίτερα το σημερινό, “Οι Πειρατές της Καραϊβικής” ιδωμένο με ματιά στοχαστή, ένιωσα ασυναίσθητα κείμενο και απόδοση με τη δική σου φωνή. Το γνωστό χαρισματικό τρόπο της αφήγησής σου. Ο ήρεμος, ο ζεστός, παράλληλα όμως και πειστικός λόγος σου πάνε γάντι – κοντά στο τέλειο. Αν μπορούσε να πραγματοποιηθεί ο συνδυασμός αυτός θα ήτανε χάρμα… απόλαυση. Εδώ στον τόπο μας έχουμε και εμείς τους δικούς μας “εραστές του θεάτρου”. Εσύ τους ξέρεις καλά. Αυτοί που γευτήκανε τις γνώσεις και τις σκέψεις σου σε σκηνοθεσίες έργων που εσύ τους ανέλυες. Προσφορά χωρίς αμοιβή. Δεν ησυχάζεις μόνο στα καθήκοντα του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης που ασκείς. Τα τοπικά θεατρικά σχήματα το γνωρίζουν καλύτερα, ελπίζοντας ότι αυτό θα έχει τη δημιουργική του συνέχεια.

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.