Επίκαιρα και Ανεπίκαιρα

Η μεταρρύθμιση, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Spread the love

Γιάννης Καραχισαρίδης

Ο νόμος του Μέρφυ. Κάποιοι εξακολουθούν να διατηρούν την ελπίδα. Σε κάποιους άλλους έχει ήδη ξεθωριάσει. Κι αρκετοί ήταν εκείνοι που δεν την αισθάνθηκαν σε καμιά στιγμή στα πέντε χρόνια που μόλις πέρασαν. Σε σκοτεινά μονοπάτια βαδίζουμε, νύχτα χωρίς φεγγάρι. Και κανείς δε μπορεί να πει με βεβαιότητα προς τα πού οδεύουμε. Αλλά και κανείς δε μπορεί να αρθρώσει πειστικό λόγο και να μας πει τι να κάνουμε. Φωνές ακούγονται ανάκατες. Προφήτες και μπροστάρηδες μιλούν ακατάπαυστα και υποτίθεται πως χαράζουν το αύριο. Όμως αυτό το αύριο ποτέ δεν έρχεται. Το κάθε αύριο μοιάζει με το χθες. Μίζερο, δειλό και απογοητευμένο. Κάθε μέρα που ξημερώνει, όλοι, χαμένοι στη μετάφραση, ρωτούν τους διπλανούς τους τι θα συμβεί. Θα φτιάξουν τα πράγματα; Θα βρεθεί κάποια λύση τέλος πάντων; Και λαβαίνουν τις ίδιες αόριστες απαντήσεις. Τι άλλο να περιμένουν όταν η ασάφεια κυβερνάει στις μέρες μας. Ο νόμος του Μέρφυ λέει ότι όταν κάτι πάει άσχημα είναι βέβαιο ότι θα πάει χειρότερα. Υπάρχουν κι άλλες σχετικές ρήσεις. Ένα ατέλειωτο σκοτεινό τούνελ, που στο μακρινό βάθος ενδεχομένως να υπάρχει κάποιο φως. Ή ένα βαρέλι χωρίς πάτο, αλλά κάτω απ’ το βαρέλι όλο και κάτι θα υπάρχει για να μας συγκρατήσει. Ναι, αλλά πώς, πότε; Η Ευρώπη έκανε στροφή. Απομακρύνεται από τη λιτότητα, σχεδιάζει αναπτυξιακά μέτρα, αποχαιρετάει τη κρίση του 2008. Η Αμερική το έκανε ήδη προ πολλού. Μόνο εδώ στη νότια Βαλκανική υπάρχει μια χώρα με το βλέμμα εσώκλειστο, που αυτοτραυματίζεται διαρκώς και επιμένει να βγάλει αληθινό το νόμο του Μέρφυ. Παρ’ όλα αυτά τίποτα δε πάει χαμένο. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, το φως πάντα επιστρέφει. Και τα πράγματα αν δεν αλλάζουν με εκρηκτικό τρόπο, αλλάζουν ανεπαισθήτως.

Τι σημαίνει διαπραγμάτευση. Ας επιστρέψουμε όμως στην απτή πραγματικότητα. Δυο χρόνια μετά το ξεκίνημα της παγκόσμιας κρίσης χρεοκοπήσαμε. Πολίτες και πολιτικό σύστημα αιφνιδιάστηκαν. Για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς δεν το περίμενε, κανείς δεν το προέβλεψε. Ας επιστρέψει ο καθένας μας στο 2009. Κι ας θυμηθεί τις πολιτικές συζητήσεις, αλλά και την αισιοδοξία των πολιτών. Όλοι έκαναν σχέδια ερήμην της χρεοκοπίας που κατέφθανε με γοργά βήματα. Πολλοί σήμερα μιλούν για απερισκεψία. Αλλά μάντης κακών κανείς δε γίνεται με ευκολία. Κι αν κάποιος το τολμήσει, δύσκολα γίνεται πιστευτός. Γιατί είναι στη φύση των ανθρώπων να ξορκίζουν το κακό, με την ελπίδα να μη τους βρει. Η χρεοκοπία όμως ήρθε κι αμέσως άρχισαν οι περίφημες «σκληρές διαπραγματεύσεις». Που συνεχίζονται ακούραστα μέχρι σήμερα. Από την αρχή όμως δεν ξεκαθαρίσαμε το βασικό πυρήνα κάθε διαπραγμάτευσης. Αν ήταν δηλαδή μεταξύ φίλων ή μεταξύ εχθρών. Αυτό ήταν κάτι που ποτέ δεν μας απασχόλησε επί της ουσίας. Γι’ αυτό και πότε γέρναμε στη μια εκδοχή και πότε στην άλλη. Με βάση την εύπλαστη επικαιρότητα και τις εξελίξεις. Παγιδευμένοι σε μια διαρκή σύγχυση. Αν όμως οι συνομιλητές μας είναι εχθρικοί, τότε δε χωράει συζήτηση. Σπάμε τους δεσμούς και στρεφόμαστε σε άλλους συνεταίρους, σε άλλους συμμάχους. Αν όμως είναι φίλοι, τότε τα πήγαμε πολύ άσχημα. Αφήσαμε τη καχυποψία να μπει ανάμεσα μας. Κι όταν αυτό συμβεί – το ξέρουμε κι από προσωπικές εμπειρίες – τότε η φιλία δοκιμάζεται. Και κάτι ακόμα. Ποτέ δεν αποφασίσαμε για ποιο πράγμα ακριβώς διαπραγματευόμαστε. Παρεξηγήσαμε αυτή τη διαδικασία. Και πάντα βρισκόμαστε σε άμυνα, σε κάποια μορφή παράδοξης αντίστασης. Και στο τέλος, τα αποτελέσματα αυτής της διαπραγμάτευσης συνοψίζονται σε μέτρα και μεταρρυθμίσεις. Ένα δίδυμο που καταφέραμε, με τη πολυλογία και την αμετροέπεια μας, να γίνει σκέτος εφιάλτης. Να ακούμε για μέτρα και μεταρρυθμίσεις και να μας πιάνει τεταρταίος πυρετός. Όχι άδικα όμως.

Μέτρα και μεταρρυθμίσεις. Πρόκειται για δύο εκ διαμέτρου αντίθετες έννοιες. Εμείς όμως τις βάλαμε να βράζουν στο ίδιο καζάνι, μέχρι που έγιναν μια έννοια, ενιαία και αδιαίρετη. Τα μέτρα αναφέρονται αποκλειστικά το ταμείο. Όποιος χρεοκοπεί θα πρέπει αυτόματα να μειώσει τα έξοδα και να αυξήσει τα έσοδα. Άλλη λύση δεν υπάρχει. Όσο κι αν στύψεις το κεφάλι σου, όση φαντασία και να έχεις, όσες διαπραγματεύσεις κι αν κάνεις, με τον εαυτό σου ή με άλλους. Η παγκόσμια κρίση εμφανίστηκε το 2007, η Lehman Brothers χρεοκόπησε το 2008. Στο διάστημα 2007-2009 στη χώρα μας οργανώθηκε το μεγαλύτερο πάρτι. Δε χρειάζεται παρά να κοιτάξουμε τους αριθμούς. Το κράτος αύξησε τα έξοδα και μείωσε τα έσοδα ξεπερνώντας κάθε λογική. Δεν έφτανε μόνο ο δανεισμός από τις αγορές, αλλά υποχρέωνε τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία να του δανείζουν τεράστια ποσά με αντάλλαγμα κρατικά ομόλογα. Που σύντομα θα έχαναν κάθε αξία. Κι όσοι ψάχνουν για ευθύνες, δε χρειάζεται να πάνε μακριά. Αρκεί αυτή η διετία. Η οποία αποκλειστικά και μόνο μας οδήγησε στη χρεοκοπία. Και μετά ήρθαν τα μέτρα. Τα έξοδα περιορίστηκαν πράγματι. Με επιλεκτικές οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων. Δηλαδή με τον πλέον άδικο τρόπο. Τα έσοδα αυξήθηκαν πράγματι. Με φόρους στο κεφάλι εκείνων που δεν μπορούσαν να κρύψουν τίποτα. Δηλαδή πάλι με τον πλέον άδικο τρόπο. Έτσι τα μέτρα έγιναν ο εφιάλτης μιας μεγάλης μερίδας των πολιτών. Το κράτος μπορεί να έγινε πιο συνετό στα έξοδα του, αλλά παρέμεινε υδροκέφαλο και ανέγγιχτο, εις βάρος του ιδιωτικού τομέα. Και εις βάρος κυρίως όσων διαβίωναν με εξηρτημένη εργασία. Ταυτόχρονα η φοροδιαφυγή και η διαφθορά συνεχίζουν να κρατούν ψηλά τη σημαία. Με άλλα λόγια η αντίδραση στη μεγάλη κρίση ήταν και συνεχίζει να είναι βαθιά συντηρητική και απολύτως αναποτελεσματική. Κάθε δημοσιονομικό μέτρο ήταν και συνεχίζει να είναι μια αποτυχία. Γι’ αυτό η ύφεση και η ανεργία ξεπέρασε κάθε προσδοκία, εκπλήσσοντας εχθρούς και φίλους. Αποδείχθηκε πως ήμασταν άφρονες στο άκουσμα της κρίσης (2007-09). Άφρονες όμως και στην αντιμετώπιση της (2010-15). Για τις μεταρρυθμίσεις – ένα άλλο πονεμένο κεφάλαιο – πάντα μιλούσαμε στον πληθυντικό. Ενώ θα έπρεπε να μιλάμε στον ενικό. Γιατί αυτή η χώρα χρειάζεται μία και μόνη μεταρρύθμιση.

Ο κοινωνικός ιστός. Τη μεταρρύθμιση του κράτους. Από εκεί πηγάζουν όλα τα δεινά. Η διαφθορά και η σπατάλη. Η φοροδιαφυγή και οι πελατειακές σχέσεις. Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας και τα προνόμια σε κλειστές ομάδες. Η χωρίς τέλος γραφειοκρατία και η αιτία όλων των ανισοτήτων. Η πηγή κάθε αδικίας και η αιτία της ύφεσης και της ανεργίας. Ασυζητητί το κράτος είναι απαραίτητο σε κάθε σύγχρονη κοινωνία. Αλλά όχι αυτό που κτίσαμε αργόσυρτα μέσα στο χρόνο, με ατελείωτα νομοσχέδια και διατάξεις. Και το χειρότερο ήταν ότι μαζί με το κράτος διαμορφώσαμε κι ένα κοινωνικό ιστό άριστα προσαρμοσμένο στις στρεβλώσεις του. Κι εδώ φτάνουμε στη μεγάλη αντίφαση. Όλοι συμφωνούμε ότι το κράτος είναι δυσλειτουργικό και αντιπαραγωγικό, βουτηγμένο σε μια δίχως όρια γραφειοκρατία. Αλλά η συντριπτική πλειοψηφία αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα βελτίωσης. Γιατί, πώς να συναινέσουν όλοι εκείνοι, που η ζωή τους εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα από το δημόσιο και η οποιαδήποτε αλλαγή θα επηρεάσει δυσμενώς τη ζωή τους. Πώς να σχεδιάσεις μια μεταρρύθμιση, τη στιγμή που αυτό θα έχει σοβαρότατες επιπτώσεις σε τόσους πολλούς. Η λύση δεν είναι εύκολη. Αλλά αν δεν διατυπώσεις το πρόβλημα, τότε θα προκύψει, ότι όλα αυτά τα χρόνια μας συμβαίνει. Με το μανδύα της μεταρρύθμισης έρχονται στη Βουλή δεκάδες μπαλώματα, που όχι δε λύνουν τίποτα, αλλά προεκτείνουν τον λαβύρινθο του δημοσίου. Γιατί όσο θα μας λείπει η μεγάλη εικόνα, τόσο θα μας διαφεύγει κι αυτό που πρέπει να κάνουμε. Η μεταρρύθμιση του κράτους μόνο ριζική και συνολική μπορεί να είναι. Αλλά ταυτόχρονα να παίρνει υπ’ όψη της και όλους εκείνους, των οποίων η ζωή θα επηρεαστεί. Δεν γίνεται αλλιώς. Αν φυσικά αποφασίσεις να κατεδαφίσεις ένα υπάρχοντα κοινωνικό ιστό για να τον αντικαταστήσεις με έναν άλλο.

Το μετέωρο βήμα. Όλες οι κυβερνήσεις εξήγγειλαν βαθιές μεταρρυθμίσεις. Και η παρούσα το ίδιο. Κι όπως πάντα οι εξαγγελίες είναι η τεχνική της απραξίας ή στην καλύτερη περίπτωση της προχειρότητας. Έτσι γυρνάμε γύρω από ένα μαγγανοπήγαδο, νομίζοντας ότι προχωράμε προς τα εμπρός. Η μεταρρύθμιση οφείλει να σταθεί πιο πάνω και πιο πέρα απ’ τις βαρετές και φτηνές σκιαμαχίες. Εκείνων που επιμένουν στις απολύσεις και στο μικρότερο κράτος, χωρίς καν να γνωρίζουν την έκταση του. Κι εκείνων που προσδοκούν να καταπολεμήσουν την ανεργία με προσλήψεις, νομίζοντας πως έτσι επιτελούν ανθρωπιστικό έργο. Αν θέλουμε να μιλάμε για μεταρρύθμιση του κράτους, θα πρέπει η συζήτηση να ξεκινήσει από την αρχή και από άλλη αφετηρία. Δε χρειάζεται να βιαστούμε. Το πρωτεύον είναι να το αποφασίσουμε. Και να ξέρουμε τι αποφασίσαμε. Αν το είχαμε κάνει το 2010, τώρα θα ήμασταν μια άλλη χώρα. Έστω τώρα, έστω με καθυστέρηση, ας συμφωνήσουμε ότι ήρθε πια ο καιρός να κάνουμε το βήμα. Ένα βήμα που παραμένει μετέωρο πολύ καιρό. Μα πάρα πολύ καιρό.

 Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. 

iPorta.gr 

SHARE
RELATED POSTS
Ανεπίκαιρα (7o άρθρο): Πώς η παγκοσμιοποίηση νίκησε τη μοναξιά, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Τετράδιο σημειώσεων και μελέτης 8η σελίδα – Ιανουάριος 2017, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Το χαλιφάτο, του Γιάννη Καραχισαρίδη
1 Comment
  • Ευγένιο
    14 Απριλίου 2015 at 09:34

    Η αναφορά στο άρθρο σας για την αναμενόμενη μεταρρύθμιση που δεν πραγματοποιείται, για την περιθωριοποίηση των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και οι επισημάνσεις σας ότι «ο νόμος του Μέρφυ λέει ότι όταν κάτι πάει άσχημα είναι βέβαιο ότι θα πάει χειρότερα», ναι έτσι φαίνεται πως είναι.
    Ωριμότερες σκέψεις και αποφάσεις από το κοινοβούλιό μας επιβάλλονται.
    Οι εσωτερικές διαμάχες ένθεν και εκείθεν, τούτες τις ώρες, είναι ίσως πολυτέλεια.

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.