Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Η γιαγιά Δήμητρα, της Ωραιοζήλης Τζίνας Δαβιλά

Spread the love

Ωραιοζήλη Τζίνα Δαβιλά

  

Η γιαγιά Δήμητρα δεν ζει πια. Δηλαδή έχει «φύγει» περισσότερο από μια δεκαετία. Ήταν έξυπνη γυναίκα που είχε ζόρικη ζωή. Πέντε παιδιά μόνη της μεγάλωσε, χωρίς άντρα. Τα χρόνια εκείνα. Αρχές δεκαετίας 50. Μετά τον πόλεμο στα αρβανιτοχώρια. Τα βόλευε με τα ζωντανά, με τα ζαρζαβατικά που είχε στα χωράφια, πουλούσε και κάτι χορταρικά αν θυμάμαι καλά, και έθρεφε τα παιδιά. Αυτά ξέρω. Όχι περισσότερα. Α, και ότι το πρώτο με το τελευταίο παιδί είχαν διαφορά 11 χρόνια. Τα έκανε με τον παππού το ένα σχεδόν πάνω στο άλλο, που εκείνος «έφυγε» νωρίς. Τον χτύπησε ένα πούλμαν στο δρόμο. Αυτά γνωρίζω, όχι άλλα. Ή και να γνωρίζω δεν έχει σημασία πια.

PANE DI CAPO ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ

Λίγες φορές μίλησα με τη γιαγιά. Δεν το έφεραν οι συγκυρίες, δεν το επιδίωξα; Τι αξία έχουν οι λεπτομέρειες όταν δεν πρέπει να ειπωθούν; Θυμάμαι πάντως ότι εκτιμούσα το έξυπνο μυαλό της. Και το τσαγανό της να μεγαλώσει πέντε παιδιά μόνη της, να προικίσει τις κόρες της και τους γιούς-  κάτι χωράφια, κάτι αγελάδες, κάτι κατσίκες, άντε και ρευστά στους γαμπρούς μαζί με δυο δωμάτια στην καθεμιά σε ένα χωράφι, που αργότερα έγινε οικόπεδο και που απέκτησε αξία. Α, μαζί με όλα τ’ άλλα αντιμετώπισε και το θράσος των γαμπρών της με την απαίτηση της προίκας: «Θέλω τόσα», της είπαν. Και η κόρη: «Μάνα, πήγα μαζί του, δεν μπορώ να πάρω άλλον. Δώσε ό,τι σου γυρεύει». Προίκα! Μιλάμε για τη δεκαετία του 60. Ίσως την πιο αντιφατική δεκαετία του περασμένου αιώνα. Πολλών ταχυτήτων οι κοινωνίες. Από φεμινιστικές και ψευτοφεμινιστικές, μέχρι επαναστατικές και βαθιά  εξελιγμένες μέσα τους. Κάποιοι άνθρωποι ήταν πολύ προχωρημένοι στη σκέψη. Πολύ ανατρεπτικοί και ρηξικέλευθοι. Κάποιοι άλλοι απλώς ακολουθούσαν ή βημάτιζαν οποισθοδρομικά έως χλιαρά. Και κάποιοι κατάπιαν αμάσητο τον χόρτο της χούντας.  

Έδωσε η γιαγιά-Δήμητρα ό,τι μπορούσε στους γαμπρούς, πάντρεψε τις τρεις κόρες, πάντρεψε και τους δυο γιούς. Έκαναν τα παιδιά της παιδιά, τα παιδιά τους άλλα παιδιά και η γιαγιά-Δήμητρα απέκτησε και δισέγγονα. Πάντα, όμως, μόνη της σε ένα σπίτι, καλοφτιαγμένο και νοικοκυρεμένο. Σχεδόν ποτέ με τα παιδιά και τα εγγόνια. Εννοείται και τα δισέγγονα. Μια φορά, τη θυμάμαι, ήμουν παρούσα όταν επισκέφθηκε το καινούριο σπίτι της μεσαίας κόρης. Ήταν σφιγμένη, περπατούσε πάνω στη μαγκούρα της με τα βαριά της πόδια. Βγήκε στο μπαλκόνι. «Κορίτσι μου, είναι λίγο στενό το μπαλκόνι σου» είπε στην κόρη. «Άμα σ’αρέσει, άμα δε σ’αρέσει στο σπίτι σου» της απάντησε η κόρη μπροστά σε όλους. Γύρισε την πλάτη η γιαγιά και μπήκε στο σπίτι αργά και βαριά με σκυμμένο το κεφάλι. 

Ήταν μια πρόοδος ότι είχε επισκεφθεί την κόρη στο σπίτι της. Τα προηγούμενα χρόνια πήγαινε στα κλεφτά για να δει τα εγγόνια που γεννιούνταν, τα δικά της εγγόνια, όχι τα δισέγγονα. “Φύγε γρήγορα, μάνα, μην έρθει. Θα σου κόψει τα πόδια αν σε δει εδώ”, της έλεγε η κόρη της για τον γαμπρό. Θα της κόψει τα πόδια! Ποιός; Αυτός που ζητούσε προίκες και σπίτια και έμεινε στο σπίτι που πήρε προίκα από την γιαγιά! Ύβρις! Μεγίστη. Ποιός του είπε για την Νέμεση; Πότε έρχεται η νέμεσις;

Αργότερα, πολύ αργότερα αρκετά προτού αρρωστήσει την ξεμονάχιασα. «Περνάς καλά, γιαγιά;», τη ρώτησα. «Μια χαρά, δεν έχω παράπονο, όλες οι μέρες κουτσά-στραβά περνάνε και ξεχνιέμαι. Λίγο τηλεόραση, λίγο καμμιά δουλειά, λίγο η κοπέλα που έρχεται και με βοηθάει και λέω καμμιά κουβέντα. Αυτές οι γιορτές, όμως, να πάνε και να μην έρθουν. Δεν περνάνε οι ρημάδες. Είμαι μόνη μου. Πέντε παιδιά και κανένα δε με παίρνει στο σπίτι του». 

Όταν πέθανε η γιαγιά Δήμητρα η κόρη ήταν απαρηγόρητη. Είχε χάσει περί τα τριανταπέντε χρόνια με τη μάνα της. Οι σχέσεις με τους γονείς όταν είναι κακές είναι τρύπες στην ψυχή. Τα άλλα παιδιά δεν ήταν έτσι. Και οι κόρες και οι γιοι και οι γαμπροί και οι νύφες. Την επισκέπτονταν στο σπίτι, κάπου κάπου την έφερναν και στα δικά τους, η μία νύφη κυρίως που ήταν καλόκαρδη.

Δεν μπορώ να ξέρω γιατί η γιαγιά -Δήμητρα, για ποιο λογικό ή παράλογο λόγο, ήταν μόνη της. Εκείνο που ξέρω είναι πως, όταν πέθανε, η πρώτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό, ήταν αυτή: «Αυτές οι γιορτές να πάνε και να μην έρθουν. Δεν περνούν».

Πολλά χρόνια μετά η ιστορία επαναλήφθηκε. Μια νεώτερη κόρη, η εγγονή της προηγούμενης, διαπράττει ύβρη στο πλευρό ενός μπακαλογιατρού. Διαγενεαλογικό τραύμα το λέει η ψυχοθεραπεία, καθώς το νοσηρό μοτίβο μιας συμπεριφοράς επαναλαμβάνεται από γενιά σε γενιά σαν να είναι καταχωρημένο στον γονιδιακό κώδικα. Ένας ξένος, απρεπής, αγράμματος, κακός, συμπλεγματικός, θρασύς, αυταρχικός, χειριστικός εισβολέας στην οικογένεια μετατρέπει σε κούτσουρο μια νέα γυναίκα και την κατευθύνει όπως και όπου θέλει. Στην νεώτερη εκδοχή της ίδιας ιστορίας οι γονείς που αρρώστησαν δις αλλά είναι νέοι άνθρωποι και ζουν, έχουν μείνει άναυδοι από τη συμπεριφορά της κόρης του. Ο μπακαλογιατρός είναι ξένος, η κόρη είναι το επίκεντρο. 

“Πώς έγινε έτσι …;” αναρωτιέται ο πατέρας.

“Μην πάς μακρυά, δες την ιστορία της μαμάς σου και της γιαγιάς σου, η ιστορία επαναλαμβάνεται, για να επιβεβαιωθεί η επιστήμη. Διαγενεαλογικό τραύμα το λένε και θα συνεχίσει να υπάρχει αφού καμία από τις κόρες δεν έχει το θάρρος να το θεραπεύσει”, απαντά η μητέρα. 

Διαγενεαλογικό τραύμα, αχαριστία, λεηλασία του οικογενειακού ασύλου, πίκρα, θυμός, αγανάκτηση, τιμωρία. Η ύβρις είναι εδώ. Η νέμεσις σχεδόν πάντα αργεί, αλλά και αυτή είναι εδώ. Η ζωή όταν χτίζεται πάνω σε ψυχικές τρύπες είναι άβυσσος. Σαν την καιόμενη βάτο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή του Ντοστογιέφσκι. Βουλιάζει ο υβριστής καθημερινά στη φωτιά και τον έχει ξεχασμένο και ο ίδιος ο Θεός.

SHARE
RELATED POSTS
Δύο παιδιά δύο διαφορετικών κόσμων, του Δημήτρη Κατσούλα
Κάποιοι γιόρταζαν και στην Κατοχή…, του Νίκου Βασιλειάδη
Ψυχούλες ευαίσθητες, του Αλέξανδρου Κανταρτζή (Μπέμπης)

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.