Βλέπω συχνά στη γειτονιά
ένα ελεύθερο σκυλί.
Δεν έχει αφέντη, ούτε λουρί,
το χρώμα του είναι κανελί.
* * *
Το βλέμμα πάντα ζωηρό
και μου κουνάει την ουρά
κι όταν κοντά του θα βρεθώ
το χάδι δεν θα τ’ αρνηθώ.
* * *
Είναι περήφανο σκυλί,
αγάπη θέλει μόνο,
αλλ’ αν του δώσω και φαΐ
όχι ποτέ δεν θα μου πει.
* * *
Με χάδια γνωριστήκαμε,
και φίλοι σχεδόν γίναμε.
Κι όποτε συναντιόμαστε
όμορφα χαιρετιόμαστε.
* * *
* * *
Μια μέρα, θέλησα όνομα
να δώσω στον σκυλάκο.
Όνομα ασυνήθιστο,
σπάνιο και μεγάλο.
* * *
Συσκέφτηκα με τον εαυτό
κι έβγαλα τ’ όνομα αυτό:
Νάχακο Καλάκι
Γιαναμάσου Λάο!
* * *
Μ’ αυτό τ’ ωραίο όνομα
συνέχεια τον φωνάζω.
Εκείνος έρχεται κοντά
κι εγώ αναγαλλιάζω.
* * *
Είν’ όμως κάτι γείτονες
που λέν με ύφος βλοσυρό:
«Μα είναι όνομα αυτό,
για έναν σκύλο, σοβαρό;»
Κι εγώ που με τους γείτονες
δεν θέλω προστριβές
το όνομα το σπάνιο
το ρίχνω μες στο μπάνιο.
* * *
Μαζεύει μέσα στο νερό
το όνομα το μακρουλό
και από κει που ήτανε
ωραίο μακρυνάρι
κουτσουρεμένο έμεινε
και μίζερο, λειψό.
* * *
Σκυλάκι μου καλόβολο,
σκύλε, του δρόμου αφέντη,
απ’ τ’ όνομα που σου ’δωσα,
το τελευταίο κρατώ.
* * *
Σαν που ‘σαι συ αδέσποτος,
κι εγώ δεσποτεμένος,
θα σε καλώ Λαό στο εξής
και να ’σαι φχαριστημένος.
Εικόνα:
Ο Νάχακο Καλάκι Γιαναμάσου Λάο, Κωστής Α. Μακρής , © 01 Μαρτίου 2014