Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

H γιαγιά μου, η Αφορμή, του Κωστή Α. Μακρή

Spread the love

Είναι όλα ανακατεμένα στο κεφάλι μου. Ξανά στα χέρια μου αυτό το βιβλιαράκι. Ογδόντα χρόνια μετά την έκδοσή του…

Τη γιαγιά μου δεν την λέγανε Αφορμή. Και έχει περάσει από χρόνια στην άλλη όχθη. Είναι, όμως, η Αφορμή γι’ όλα αυτά που δεν ξέρω πώς να τα γράψω. Ένας αχταρμάς είναι όλα στη σκέψη μου: νοσοκομεία, αγένεια, βερμούδα και σαγιονάρα, τσαμπουκάς, γιατροί… Ακόμα και κείνο το ανεύθυνο και ορφανό “χάιλ”, απ’ όπου κι αν προέρχεται.

Ακόμα και η αποτυχημένη απεργία των καθηγητών. Ακόμα και μερικές διαφημίσεις, που όσο πιο “χειροπράκτης” ―“γρόθος” το λένε στην Κρήτη― ο πρότυπος πελάτης, τόσο μεγαλύτερη η ελπίδα για ανταπόκριση από το κοινό. Κούλου ουάχατ! Κοινώς: κουλουβάχατα. Όλα ένα και εν το παν.

Όλοι νομίζω ―ή εύχομαι να― έχουμε κάποια γιαγιά ή παππού που να είναι η Αφορμή για σκέψη, γέλιο, μνήμη και αγάπη.

Χρειάστηκε να πάω σ’ ένα νοσοκομείο ―μεγάλο, κρατικό― για κάποιο προβλημά μου. Ευτυχώς, όχι σοβαρό. Έτσι θυμήθηκα και τη γιαγιά μου. Έτσι ξαναδιάβασα και το διήγημά της.

Ένα “γιατρουδάκι” σε νοσοκομείο, καλή ώρα, είχε τολμήσει να την αποκαλέσει “γιαγιά”. Πριν από πολλά χρόνια. Ποιαν, παρακαλώ; Εκείνη! Σύζυγο ―το πρώην δεν είχε καμία σημασία― γιατρού και μητέρα γιατρού επίσης. Και δασκάλα, απόφοιτο του Αρσακείου. Και λογία. Και σουφραζέτα. Με ένα διήγημά της να φιγουράρει σ’ ένα βιβλιαράκι, «Νεοελληνική Λογοτεχνία», έκδοση του 1933, δίπλα σ’ ένα διήγημα (εξαιρετικό!) του νεαρού ακόμα (36 ετών) αλλά ήδη έγκριτου, Γιάννη Σκαρίμπα.

Το είχε δημοσιεύσει με ψευδώνυμο: Ρίνα Αθηναία. Εκείνη την εποχή είχε μόλις επιστρέψει από το Κάιρο στην Αθήνα. Με ένα διαζύγιο, δύο παιδιά και ακέραιη την αξιοπρέπειά της. Τον άντρα της, ακόμα και μετά από τους δυο επόμενους γάμους του, τον αποκαλούσαμε παππού μέχρι το τέλος. Και η Ρίνα η Αθηναία, να διατηρεί ακόμα την πρωτοκαθεδρία στις οικογενειακές συγκεντρώσεις. Ακόμα και όταν ήταν παρούσες και οι δύο επόμενες σύζυγοι, Με παρόντα τον παππού, τα δύο παιδιά του μ’ εκείνην και τον γιο του από την δεύτερη γυναίκα του. Επικοινωνιακή και παιδαγωγική κόλαση! Πώς λέμε “Αλεξανδρινό Κουαρτέτο”; Καμία σχέση.

Πολλά ανεχόταν η Ρίνα η Αθηναία. Σε δύο όμως ήταν ανυποχώρητη: Πίστη και ευγένεια. Σ’ αυτά τα δύο δεν “διεννοείτο” ―την μιμούμαι, κιόλας!― να κάνει σκόντο. Και όταν λέω πίστη δεν εννοώ την θρησκευτική.

Στο “γιαγιά”, λοιπόν, του “γιατρουδακίου” ―ήτο πολύ νεαρός ο δόκτωρ!― τον κοίταξε καλά καλά και τον ρώτησε με υποκριτική αφέλεια: «Μπα; Είχα κι άλλο εγγόνι και τόσα χρόνια δεν το ήξερα; Ποιανού παιδιού μου γιος, αν επιτρέπετε; ‘Η μήπως ήταν του συζύγου μου το κατόρθωμα και δεν το ξέρω;»

Τα υπόλοιπα έχουν γίνει οικογενειακό ανέκδοτο.

Αφορμή λοιπόν η Ρίνα η Αθηναία. Κρατάω το ψευδώνυμό της.

Που μπορεί κάποτε να την βάλω και σε κανένα μυθιστόρημα γιατί η ζωή της ήταν πραγματικά μυθιστορηματική. Πρώτος διορισμός της ως δασκάλα σ’ ένα σχεδόν αλβανόφωνο χωριό της Θήβας, ενάντια στη θέληση του εύπορου, βασιλόφρονα και φιλογερμανού πατέρα της. Όταν ζήτησε σκάφη για να πλένεται, σάρωσε αμέσως το χωριό η φήμη πως «η δασκάλα που μας στείλανε είναι παστρικιά». Γάμος, πηγαιμός στο Κάιρο με τον άντρα της, δύο παιδιά, διαζύγιο, επιστροφή στην Αθήνα το 1933. Με συμμετοχή στο Ε.Α.Μ. στην κατοχή, συμμετοχή στην οργάνωση συσσιτίων, κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο, δασκάλα στο Μπαρουτάδικο, πριν και μετά τον εμφύλιο, με τουλάχιστον εκατό πεινασμένα παιδάκια στην τάξη της. Και κουρεμένα ―τα πιο πολλά― γουλί, “εν χρω”. Για να μην κάνουνε παντού σουλάτσο οι ψείρες.

Και πολλά άλλα.

Η Αφορμή όμως είναι για τους καλούς τρόπους, για την ευγένεια λόγου και συμπεριφοράς, γι’ αυτό που το ονόμαζε “σαβουάρ βιβρ” και “σαβουάρ φερ”. Το είχε διδάξει και στη μαμά μας και μετά το πάλευε και με μας. Χωρίς όμως το εμβόλιό της να έχει πιάσει γερά από την αρχή. Περάσαμε εποχές με ισχυρή αντίσταση στον “αστικό” καθωσπρεπισμό. Ίσως επειδή και η ίδια, η γιαγιά “Ρίνα η Αθηναία”, δεν ήταν και τόσο της υπερβολικής “ετικέτας” και του πρωτοκόλλου. Περισσότερο την ενδιέφερε η παιδεία και η γνώση αυτών που αποκτώνται στα «πέντε πρώτα χρόνια της ζωής μας», όπως έλεγε. Αυτό το κάτι δηλαδή, που σε προστατεύει από το να φανείς γελοίος απέναντι σε γνώστες και μετόχους της συνολικής πολιτισμικής πορείας της ανθρωπότητας. Αυτό το πολύτιμο κάτι που σου επιτρέπει να γνωρίσεις πολλών ανθρώπων άστεα και νόες, διαθέτοντας τις απαραίτητες γι’ αυτό προσλαμβάνουσες. Που σου δίνει το εφαλτήριο να αναζητάς το αυθεντικό και να αντιστέκεσαι στα υποκατάστατα. Όπως, ας πούμε, δεν μπορεί να κάνει ο τύπος στη διαφήμιση που ξεχνάει τον πόνο του για την πρώην του, μ’ ένα “πακέτο”. Και δίχως τύψεις, χωρίς καθόλου να στοχαστεί πάνω στο τι πήγε στραβά και τον έτζασε η καλή του, επιδίδεται σε “χειροπρακτικές” τεχνικές επικοινωνίας από τις οποίες ο έρωτας είναι εκκωφαντικά απών.

Και δεν αναφέρομαι μόνο στον έρωτα ανάμεσα σε πρόσωπα. Αναφέρομαι στους πληθυντικούς έρωτες της ζωής μας, τη λογοτεχνία, το θέατρο, την ποίηση, τις τέχνες γενικά και μέσα σ’ αυτές ―ίσως πρώτη― και την τέχνη του ουσιώδους “ευ ζην”, που πλουτίζει την καθημερινότητά μας ακόμα και μ’ ένα πιάτο φακές και λίγο ψωμί, με φίλους, με καλή κουβέντα και φτηνό χύμα κρασί.

Όλα αυτά που σήμερα μοιάζουν σχεδόν περιττά για εκείνους που νομίζουν ότι πολιτισμός είναι αυτό που θα έρθει όταν φύγει η φτώχεια. Λες και είναι το ουίσκι που έρχεται όταν φεύγει η μέρα. Και ξεχνάνε πώς, αν δεν φροντίσουμε γι’ αυτό από τώρα, όταν θα έχει φύγει η φτώχεια, κάποιοι ―και πάλι― θα ονομάζουν πολιτισμό τα σκυλάδικα και τις λουλουδούδες.

Όπως ήδη είπα, το «σαβουαρ-βιβρικό» εμβόλιο της γιαγιάς δεν μ’ έπιασε αμέσως. Ίσως να ήταν και κείνες οι μεταπολιτευτικές εποχές, που τα επαναστατικά μπινελίκια και μια συμπεριφορά και γλώσσα λίγο αλανιάρικη μας έδινε κάποια αμφιβόλου γνησιότητας διαπιστευτήρια αντικομφορμισμού και ριζοσπαστικότητας.

Και σήμερα, μεσήλιξ ων (και βάλε…), είδα στο νοσοκομείο πολύ ευγενέστερους γιατρούς από ασθενείς και τη θυμήθηκα. Ευγενέστερο το προσωπικό από την “πελατεία”, παρ’ όλο που η δουλειά όλων στα νοσοκομεία ―λόγω κρίσης― έχει γίνει πολύ πιο δύσκολη. Είδα και πολλούς ασθενείς και συνοδούς με βερμούδα, τι-σερτ και σαγιονάρα. Λες και τους είχε πάει εκεί ασθενοφόρο κατευθείαν από την παραλία, πράγμα αναληθές καθόσον είχαν πάει εκεί αυτοβούλως και με δικά τους μέσα. Αλλά εδώ δεν είναι η κρίση που τους επέβαλλε αυτόν τον ενδυματολογικό κώδικα. Και ούτε θεωρώ, σώνει και καλά, αγενές να φοράς βερμούδα και σαγιονάρα. Αλλά πού; Στην πλαζ, στο ουζάδικο της παραλίας, στο βραχάκι με το ηλιοβασίλεμα, την ώρα που μαστορεύεις, την ώρα που αράζεις στο μπαλκόνι. Πιστεύω ακράδαντα ότι οι ενδυματολογικοί κώδικες είναι κι αυτοί μέσα στην παιδεία ενός λαού. Και όποιος το αγνοεί είναι αμόρφωτος. Περισσότερο όμως πιστεύω ότι υποκρίνεται ή είναι ψεύτης. Αλλιώς θα πήγαινε και στο γάμο του κολλητού του ή σε βαφτίσια με τις σαγιονάρες του και τη βερμούδα.

Θυμήθηκα και τον Άλεκ Γκίνες να ξυρίζεται κάθε μέρα ―αιχμάλωτος πολέμου στη “Γέφυρα του ποταμού Κβάι”― για να κρατήσει την αξιοπρέπειά του

Βερμούδα και σαγιονάρα. Πώς το έλεγε ο Χάρυ Κλυν; «Με το νυχάκι στο βγάλσιμο». Είναι η άνεση του ελληνο-λεβέντη μάγκα. Που πάει με τη σαγιονάρα στην τράπεζα, στο σούπερ μάρκετ, στο φαρμακείο, στο φούρνο. Βλέπεις τη σαγιονάρα να ξεπροβάλλει από την “μπέμπα” ή το “σαράβαλο” και μετά ακολουθεί η τριχωτή ―ή και μαδημένη, ανάλογα με την ηλικία― γαμπίτσα αφράτη και ροζέ και μετά η φλούο ή χακί ή γαλανόλευκη βερμούδα. Χάρμα οφθαλμών! Ντύσου πρόχειρα, που λένε. Ή το άλλο ―το πιο χριστιανικό― «έλα όπως είσαι».

Είναι κι αυτό κοντά στον άνετο, εύκολο και αγενή ενικό τού «Πού πας, ρε ηλίθιε; Δεν βλέπεις που έχω βγάλει φλας να στρίψω;»

Που δεν έχει τίποτα από τη γλύκα τού “Καλή σου μέρα! Είντα κάνεις;” της Ανωγειανής.

Είναι το εύκολο και ατιμώρητο “σκάστε” και “γίδια” στη βουλή, το εύκολο “άντε, γαμ….σου, παλιομα…κα” της καλοχτενισμένης πίσω από το τιμόνι, το “άντε χέ… μας, μωρέ κακομοίρη!” του άγνωστου που παραβιάζει το κόκκινο στη διάβαση, και που έρχεται σαν απάντηση στο πανικόβλητο νεύμα που μόλις προλαβαίνεις να του στείλεις καθώς σε έχει αναγκάσει να φρενάρεις ο πεζός, με το τακούνι σου να στριγκλίζει στην άσφαλτο και την καρδιά σου να παίρνει μαθήματα εμφράγματος άνευ διδασκάλου. Είναι το παρκάρισμα στις ράμπες για ΑΜΕΑ και το διπλοπαρκάρισμα που σε εγκλωβίζει.

Είναι το νεοδημοτικό νησιώτικο των εθνικών οδών: «Είμαι μερακλής και νοικοκύρης οδηγός κι αδειάζω το τασάκι μου στο δρόμο κι άμα φυσάει και πολύ σ’το ρίχνω και στη μούρη».

Ύφος, μαγκιά, τσαμπουκάλεμα, οργή, μίσος ταξικό, διαταξικό, αταξικό. Μίσος αδιευκρίνιστου παραλήπτη, ρατσισμός άστοχος και πολύστοχος, μισαλλοδοξία χωρίς δόξα. Με στόχο τον κάθε διαφορετικό από την μεγαλειότητά μου. Παντού. Σε υπηρεσίες, καφενεία, πλαζ, γήπεδα, μέσα μαζικής μεταφορά. Από πληθώρα ηλικιών. Νέοι, γέροι και παιδιά! Όλοι εναντίον όλων. Έχω υποπέσει κι εγώ στο αμάρτημα και ξέρω.

Ακόμα και σε νοσοκομεία. Ακόμα και στον πόνο. Κι αυτό είναι το χειρότερο. Γιατί ―υποτίθεται― ο πόνος μάς διδάσκει δρόμους για το ξεπέρασμά του με αξιοπρέπεια, αυτογνωσία, υπομονή, στοχασμό, αλληλεγγύη. Σαν την κρίση, ένα πράγμα. Η κρίση αφαίρεσε λεφτά από τα πορτοφόλια πολλών από εμάς. Πριν απ’ αυτό όμως, είχε ήδη αφαιρεθεί μεγάλο κομμάτι από την αισθητική, την αυτοεκτίμηση, την ευγένεια και το ήθος από πολλούς. Μη μου ζητήσετε να ορίσω τη λέξη “ήθος”. Όποιος έχει δεχτεί την ανυστερόβουλη καλημέρα ή το φίλιον κέρασμα από αγρότη, κτηνοτρόφο ή περιβολάρη και ψαρά, το χαμόγελο από τη φουρνάρισσα ή τον μανάβη της Αθήνας, από καφετζή στο Μοναστηράκι, ένα «στο καλό να πάτε» από ευγενή ταμία σε σούπερ-μάρκετ ή βιβλιοπωλείο ―που ακόμα διατηρούν ζωντανά κάποια αρχαία ψήγματα του πολιτισμού μας― το ξέρει. Κι ας μην το καταλαβαίνει με την πρώτη.

Και με όλα αυτά, τρέμω. Τρέμω το ξεπέρασμα της κρίσης με αυτή την πρώτη ύλη στη χώρα μου.

Τρέμω μήπως η κρίση φύγει και μας αφήσει ανεκπαίδευτους, μας αφήσει χωρίς να έχουμε διδαχτεί τίποτα απ’ αυτά που την γέννησαν και την έθρεψαν. Τρέμω το πρώτο λίγδωμα του άντερου όλων αυτών που σήμερα δεν έχουν τα φράγκα για το πανωσήκωμα του αυθαίρετου, για το τρίτο, τέταρτο πανωσήκωμα της αλαζονικής και βαθιά αντιδημοκρατικής αυθαιρεσίας τους.

Τρέμω που η παιδεία, η έρευνα και το βιβλίο γίνονται προσάναμμα στο βωμό του λαϊκίστικου “εδώ δεν έχουμε να φάμε, ραπανάκια για την όρεξη”.

Τρέμω που τόσος κόσμος που πονάει, καταφεύγει σε ρατσιστικά πτώματα και δεν το ρίχνει στην παιδεία, στην έρευνα, στο διάβασμα (με βιβλία δανεικά ή αγορασμένα και με ένα ευρώ ακόμα, υπάρχουν και τέτοια!) και στο κοίταγμα στον καθρέφτη. Και μάλιστα με τη βοήθεια και δεύτερου καθρέφτη για να φαίνεται καλύτερα η καμπούρα, το κάψιμο από τον ήλιο ή τα σπυριά στην πλάτη. Ομιλώ εκ πείρας.

Αν κάτι εμποδίζει αυτό το τρέμουλο να μου γίνει μόνιμο ντελίριουμ τρέμενς ή πανικός, είναι οι πολλοί ψύχραιμοι, κάποιοι σχετικά φωτισμένοι και αρκετοί ερωτόπληκτοι που ο λόγος τους ακόμα εκπέμπεται και από κάποιους ακούγεται. Ακόμα και σαν ψίθυρος, σε σύγκριση με τον ορυμαγδό της ξερόλικης, ανέραστης και αγενούς αμετροέπειας.

Ελπίζω ότι υπάρχει ακόμα καλή μαγιά για τη ζύμη μας. Κι ας είναι αθόρυβη.

Αλλά, θα μου πείτε, η αληθινή σοφία και η αγάπη ποτέ τους δεν εκφράστηκαν με ουρλιαχτά και άναρθρες ιαχές.

 
20 Μαΐου 2013
Σημ.: Στην φωτογραφία: Η 81η σελίδα από το Τεύχος 464 της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Έκδοσις ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ, Απελλού 2, Αθήναι, 1933

 

 

 

 

 

 

 

 

 

SHARE
RELATED POSTS
“Περί άμμου”, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
Το ημερολόγιο της επαναπατριζόμενης , Μέρος 1ο., της Αλεξάνδρας Καρακοπούλου
Αβάσταχτη επαρχιακή μονοτονία, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.