Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Σε ένα σταυροδρόμι η ζωή ξοδεύεται, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

 

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Όντως η Μόντσα (Monza στα Ιταλικά), είναι όχι απλώς μια σουλουπωμένη πόλη των 125.000 περίπου κατοίκων, είναι μια πολύ όμορφη πόλη – ιδανική εάν έλεγα για να ζουν άνθρωποι, δεν θα υπερέβαλα – πέρα από το ότι πληροί όλους εκείνους τους κανόνες για να καθιστά τις ζωές των ανθρώπων της χαρούμενες, κεφάτες και απαλλαγμένες, όσον το δυνατόν, από τις πικρίες της καθημερινότητας. Εδώ η ζωή κυλά όμορφα, ακόμα και με μια βόλτα έως τον παραπόταμο του Πάδου. Είναι η πόλη εκείνη όπου κατά τακτά χρονικά διαστήματα οργανώνει αγώνες ταχύτητας στην ξακουστή πίστα της ή δοκιμών αυτοκινήτων πριν αυτά εξέλθουν στην κυκλοφορία για πρώτη φορά. Κι αν πεις πως βαρέθηκες με αυτά, μια βόλτα έως το ιστορικό κέντρο της πόλης για έναν καφέ, ένα παγωτό, μια σοκολατίνα ή ακόμα και χωρίς αυτά, το περπάτημα στην πλατεία του καθεδρικού ναού Αγίου Ιωάννη, είναι ικανή να σε αναζωογονήσει. Τα βαρέθηκες κι αυτά; Στα 15 περίπου χιλιόμετρα ‘πετάγεσαι’ ως το Μιλάνο και ζεις ό, τι η ψυχούλα σου ποθήσει!

Αυτά ίσχυαν, και θα συνεχίσουν φυσικά να ισχύουν δηλώνοντας την παρουσία τους και να σου παρέχουν τις διευκολύνσεις εκείνες όσο απαιτητικός και αν είσαι, εάν μέχρι την Πέμπτη 9/2/2023 το απόγευμα, δεν μου συνέβαινε κάτι, παρόμοιο σχεδόν, με αυτό που είχα αντιμετωπίσει τον Ιανουάριο του 2021 στο κέντρο της Καλαμάτας, εμπρός από το παλαιό δημαρχείο το οποίο ‘βλέπει’ προς τις καφετέριες της πλατείας 25ης  Μαρτίου. Τότε, ένας άστεγος ξαπλωμένος σε ένα παγκάκι, με το καρότσι του σούπερ μάρκετ δίπλα κουβαλώντας όλα την περιουσία σε αυτό και κοντομάνικο πουκάμισο, πλησιάζοντάς τον με την φωτογραφική μηχανή στο χέρι – κι ενώ δεν είχα πρόθεση να τον φωτογραφίσω – άρχισε, σχεδόν, να με ικετεύει: ‘Όχι άλλες φωτογραφίες, αδερφέ…’. Σοκαρίστηκα, κι έκανα ώρα να το ξεπεράσω, πίνοντας μέτριο φραπέ (καθότι είμαι του γλυκού) σε μια από τις καφετέριες της κεντρικής πλατείας Καλαμάτας. Την Πέμπτη (9/2/2023) οδηγώντας από Μιλάνο προς Μόντσα (Monza) σε ένα σημείο στο οποίο συναντώνται τέσσερις δρόμοι – αντίστοιχα και τα φανάρια – το σοκ της Καλαμάτας μπροστά σε αυτό που αντίκρισα, έμοιαζε μπορώ να πω…  σύνηθες. Ένας κύριος, περί τα τριάντα πέντε έτη πάνω κάτω, έχοντας τυλίξει τα χέρια του με πλαστικές μαύρες σακούλες και με κρεμασμένο από τον λαιμό του έναν ξύλινο ταβά, πουλάει panforte (ένα παραδοσιακό γλύκισμα αντίστοιχο του κέικ με πολλών ειδών  αμυγδαλωτά και μέλι). Ο ταβάς του σκεπασμένος με ειδικό καπάκι αφενός μεν για προστασία, αφετέρου δε κατασκευασμένο με επιμέλεια τέτοια για να ανοίγει και να κλείνει εύκολα. Σε μια γωνία του ταβά ένα πακέτο με υγρά μαντηλάκια για σκούπισμα των χεριών. Παρά το κρύο που κάνει και το χιονόνερο όπου όπως φαίνεται απειλητικό σε λίγο θα πέσει και με έναν μελανιασμένο καιρό, κινείται ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα χωρίς ένα σκουφί έστω στο κεφάλι για να προφυλάσσει τα αυτιά του αλλά και δίχως μπουφάν, ένα πουλόβερ διαφημιστικό μόνο, χωρίς μανίκια (κάτι σαν καζάκα). Μέχρι να ανοίξουν τα φανάρια διαδοχικά, μεσολαβεί κάποιος χρόνος. Από όσο παρατηρώ, μερικοί ανταποκρίνονται στο προϊόν του.

Πλησιάζει προς το δικό μου αυτοκίνητο. Κατεβάζω το τζάμι, βλέπω το καρτελάκι που έχει στην πρόσοψή του ταβά του που γράφει: €1. Τον ευχαριστώ ότι δεν θα πάρω, και του ρίχνω στο σακουλάκι που έχει κρεμασμένο από τον ώμο του2ευρώ. Με το δεξί του χέρι χτυπάει την καρδιά του κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές και μου συστήνεται: ‘Μπιλάλ λένε μένα, παιντιά (παιδιά) Πακιστάν, ντρία(τρία) έχω. Ένα σκόλειο(σχολείο), ντύο(δύο) σπίντι(σπίτι), γκυναίκα  πέντανε(γυναίκα πέθανε= έφυγε από το σπίτι). Έχει γυρίσει πολλές ευρωπαϊκές πόλεις ο Μπιλάλ, αλλά εδώ φαίνεται να κατασταλάζει. Μου μιλάει για τη φτώχεια που επικρατεί παντού, για τους άστεγους που κοιμούνται στα υπόγεια του μετρό στην Γαλλία, για το Λος Άντζελες και την Καλιφόρνια όπως μιλάει με φίλους και συντοπίτες του που έχουν πάρει άλλους δρόμους για μια μπουκιά ψωμί, για τις συνθήκες διαβίωσής τους εκεί στην Αμερική όπου τα ακάθαρτα νερά των  καταυλισμών αντί να οδηγούνται σε υπονόμους που δεν υπάρχουν επειδή το αποχετευτικό δίκτυο είναι ανύπαρκτο, τρέχουν επιφανειακά  με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε έξαρση μολυσματικές ασθένειες όπως η ηπατίτιδα και η ελονοσία. Θυμάται την Ελλάδα στην οποία επί αρκετά χρόνια δούλευε είτε ως χαμάλης στα μεταφορικά γραφεία της οδού Ορφέως στην Αθήνα είτε εξυπηρετούσε οικογένειες στις μικροανάγκες τους. Όταν έπαψαν κι αυτές οι δουλειές να έχουν ζήτηση, επέλεξε τα φανάρια των δρόμων πουλώντας άλλοτε γκαζόζες και πορτοκαλάδες συνάμα δε να καθαρίζει και τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, αλλά …γιοκ δουλειά.

Κι ενώ κουβεντιάζαμε και το φανάρι θα άνοιγε σε λίγο, ένας κύριος ξακρίζει με το αυτοκίνητό του και τον φωνάζει κοντά του. Ανοίγει το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του και βγάζει από μέσα ένα σκούφο και δυο μπουφάν: το ένα πλαστικό – υποθέτω για τα ανεμοβρόχια – και το άλλο υφασμάτινο, μάλιστα μάλλινο από όσο είμαι σε θέση να διακρίνω. Με αποχαιρετά ο Μπιλάλ ‘γκεια σου, φκαριστώ (γεια σου, ευχαριστώ)  και κατευθύνεται στην άκρη του δρόμου που έχει πρόχειρα παρκάρει ο κύριος περιμένοντάς τον. Πατώ το γκάζι και εξαφανίζομαι με ανάμεικτα συναισθήματα. Κατεβάζω ταχύτητα, πιάνω δεξιά λωρίδα και αργά-αργά κυλώντας το αυτοκίνητο, σκέφτομαι ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι έτοιμοι να σκεπάσουν ένα κεφάλι όπου από το κρύο τα αυτιά του έχουν γίνει μελανά, πρόθυμοι να ζεστάνουν ένα κορμί το οποίο εδώ και πάνω από δέκα εννέα χρόνια ζει μέσα στην απόγνωση, την αδιαφορία και την ερημιά του.

Ναι, τώρα είμαι σίγουρος ότι κι εγώ σήμερα κρυώνω πολύ λιγότερο, αν και οι πρώτες νιφάδες του χιονιού πέφτουν στο παρμπρίζ και σε λίγο όλα γύρω θα είναι κατάλευκα. Τώρα κλείνω και τον κλιματισμό του αυτοκινήτου που μου έδινε ο ψεύτης την αίσθηση ότι είναι εκεί για να ζεσταίνει την αφεντιά μου.

SHARE
RELATED POSTS
Ένα παράξενο όνειρο, του Κωστή Α.Μακρή
Μια λίστα γεμάτη εκπλήξεις…, του Γιώργου Αρκουλή
Να μη ξεχάσουμε πώς φιλούν, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.