Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

«Μη ζητάς και μεγαλεία…»! , του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Παρά τα 83 του έτη ο παππούς, παρά το ότι δεν τον έκαμψαν κακουχίες, εμφύλιος και φτώχεια, εξακολουθούσε μέχρι και πριν λίγο καιρό που ήπιαμε τον καφέ μας και στρίψαμε τα τσιγάρα μας να έχει το μυαλό «ξουράφι». Πρώτος στα γλέντια του χωριού και στα τραγούδια της τάβλας. Σκέτο αηδόνι!, τραγουδούσε κι αναστέναζαν τα γύρω βουνά, μέχρι κι ο καλλίφωνος ψάλτης του Αγίου Πέτρου  λειτουργία δεν άρχιζε εάν ο παππούς Τάσος δεν έπαιρνε τη θέση του στο αριστερό ψαλτήρι. Αν και αυτοδίδακτος περί την Βυζαντινή μουσική, αγαλλίαζε η ψυχή σου να τον ακούς από τα μεγάφωνα της εκκλησίας, καθότι μικρό το εκκλησάκι κι ο περισσότερος κόσμος συγκεντρωνόταν στον προαύλιο χώρο του. 

Χθες το απόγευμα, κι ενώ σεργιάνιζε στην πλακόστρωτη αυλή του  σφυρίζοντας και με το κλωνάρι βασιλικού στο αυτί του, αισθάνθηκε μια ζάλη με αποτέλεσμα να σωριαστεί κατάχαμα στραμπουλώντας το πόδι του. Αγέρωχος ως ήταν, δεν έδωσε και μεγάλη σημασία: «Εγώ τα κατσάβραχα με τους συντρόφους μου γυρόφερνα, ένα πέσιμο θα λογαριάσω; Θα πάει το πόδι στη θέση του, κι αν δεν τα καταφέρει μόνο του ο ίδιος θα το επαναφέρω, ηρεμήστε παρακαλώ» είπε σε όσους προσέτρεξαν να τον σηκώσουν και να τον βάλουν στην καρέκλα να καθίσει προκειμένου να ηρεμήσει. Έλα όμως, που μετά από καμιά ώρα άρχισαν οι πόνοι να τον ζώνουν. Σηκωτό με την καρέκλα τον τοποθέτησαν στο κρεβάτι του. Ένας πρακτικός «γιατρός» συγχωριανός του – ο οποίος ειδικευόταν σε αντίστοιχα περιστατικά – ανέλαβε να τον περιποιηθεί. «Παππού Τάσο, υπομονή, αλλά από ό, τι βλέπω το ένα σου πόδι είναι κοντύτερο από το άλλο, υποψιάζομαι πως έχει σπάσει το ισχίο, θα πρέπει να καλέσουμε γιατρό». 

Τηλεφωνούν στην κόρη του που είναι παντρεμένη σε διπλανό χωριό και της αναγγέλλουν το συμβάν. Σε λιγότερο από μισή ώρα κατέφθασε συνοδεία γιατρού. «Όντως, ο παππούς ή έχει σπασμένο το ισχίο του, μπορεί όμως να είναι κι ένα μικρό ράγισμα, οπότε θα έλεγα να παρέμενε κλινήρης για μερικές ώρες ακόμα κι αν δεν καταλαγιάσουν οι πόνοι σωστό θα ήταν να καλέσετε ασθενοφόρο για νοσοκομείο» συμβούλευσε ο γιατρός. Ανέλαβε η κόρη του και καλεί το 166. Το Κέντρο Άμεσης Βοήθειας ανταποκρίνεται στην πρώτη της κλήση: «Δώστε μου σας παρακαλώ όνομα χωριού, όνομα ασθενούς, ηλικία και περιγραφή συμβάντος, αλλά από τώρα να ξέρετε ότι και για τα δυο νοσοκομεία Καλαμάτας και Κυπαρισσίας διαθέσιμο υπάρχει ένα ασθενοφόρο το οποίο αυτή τη στιγμή έχει μεταβεί για περιστατικό στον Πύργο Τριφυλίας. Για την καλύτερή σας εξυπηρέτηση, δώστε μου όμως κι ένα τηλέφωνο να το μεταβιβάσω στα παιδιά του ασθενοφόρου για καλύτερο εντοπισμό σας». Έχουν παρέλθει περίπου τρείς ώρες από την πρώτη κλήση κι ασθενοφόρο δεν φάνηκε ακόμα. Εν τω μεταξύ ο παππούς έχει αρχίσει να σφαδάζει από τους πόνους και ν’ απειλεί ότι θα βγει στα κανάλια όταν γίνει καλά και θα καταγγείλει το «Σύστημα Υγείας», επικαλούμενος συνέχεια τον Θεό ν’ απαλύνει τους πόνους του, καθότι πολύ θρησκευόμενος. 

Επανέρχεται η κόρη του με δεύτερο τηλεφώνημα στο ΕΚΑΒ. «Κυρία μου, και βέβαια το έχουμε καταγράψει το συμβάν, αλλά το 166 να γνωρίζετε ότι μεταβαίνει στην Μεθώνη για να παραλάβει νεαρό θύμα τροχαίου, όπου μετά την διακομιδή του στο νοσοκομείο, θα κατευθυνθεί προς εσάς, να είναι έτοιμος ο ασθενής για την παραλαβή του. Ελπίζω σε μια ώρα το αργότερο θα είναι εκεί». Η κόρη του εν τω μεταξύ έχει ετοιμάσει τον μπαμπά με τις πυτζάμες του διπλές αλλά και τις εικόνες του τις οποίες ποτέ δεν αποχωρίζεται προκειμένου να τις τοποθετήσει στο προσκεφάλι του στο νοσοκομειακό του κρεβάτι. Δεν έχει παρέλθει ώρα και το ασθενοφόρο με τον φάρο του αναμμένο –έχει ήδη αρχίσει να σουρουπώνει – και την σειρήνα του στην διαπασών καταφθάνει στο χωριό. Δυο νεαρά παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι κατεβάζουν το φορείο και τσουλώντας το φθάνουν στην αυλή του παππού για την παραλαβή του. Κάποια γειτόνισσα ερωτά τους τραυματιοφορείς: «Πώς τα βλέπετε τα πράματα παλικάρια μου, σπασμένο ισχίο κατά πάσα πιθανότητα μας είπε ο γιατρός που ήρθε πριν τέσσερις περίπου ώρες και τον εξέτασε ότι έχει ο παππούς, θα ξανά περπατήσει;». «Εξαρτάται. Αν δοθεί η δέουσα προσοχή και από τις δυο πλευρές, μπορεί και ναι. Ιδιωτική ασφάλεια έχει ο παππούς; Εάν ναι, να το γνωστοποιήσετε στην Ασφαλιστική του, εδώ ο κόσμος χάνεται, μη ζητάτε και μεγαλεία τώρα. Υπερβαίνουμε εαυτούς όπως βλέπετε». 

Πάνε δυο μέρες τώρα και ο παππούς βρίσκεται στοιβαγμένος σε έναν διάδρομο με το ράντζο του, τα ρούχα του και τα εικονίσματά του κρεμασμένα από αυτό. Ευτυχώς που του έχει τοποθετηθεί και κάποιος ορός με αναλγητικό που του καταπραϋνει τον πόνο. Στο δωμάτιο ασθενών δίπλα, μια ενοικιασμένη τηλεόραση δείχνει ειδήσεις. Ο πρωθυπουργός ομιλεί σε συγκέντρωση οπαδών του κάπου στην Ξάνθη: «Η χώρα βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης και κάποιοι από την αντιπολίτευση μας κατηγορούν για τα θέματα υγείας, έναν ευαίσθητο χώρο στον οποίον συντελείται μια επανάσταση σήμερα που μιλάμε, επανάσταση επίσης συντελείται και στον χώρο της Παιδείας με το αυριανό «Ψηφιακό Σχολείο», το «Ψηφιακό Φροντιστήριο». Άραγε για ποιον λόγο τάχα παριστάνουν μερικοί (όνομα και μη χωριό) τους αγνώμονες και τους αχάριστους;». Σε ένα άλλο δωμάτιο άλλη τηλεόραση δείχνει έναν υπουργό να κορδώνεται για τα απογευματινά χειρουργεία και την κάθετη μείωση της λίστας αυτών που αναμένουν να χειρουργηθούν. Κάποιος αλλάζει κανάλι και τώρα δείχνει νέα από την Γάζα με γκρεμισμένα νοσοκομεία, ρουκέτες και οβίδες να έχουν σκάψει την γη, παιδιά να ουρλιάζουν από τον φόβο τους, μάνες να μαλλιοτραβιούνται για το φονικό που τις βρήκε. Μια περιοχή όπου μόνο μαύρη σκόνη την σκεπάζει κι αραιά και που ακούγεται και καμιά φωνή ανθρώπινη.

Ο παππούς, για τρίτη ημέρα σήμερα που ξημέρωσε εξακολουθεί να παραμένει στον χώρο του με άλλους καμιά τριανταριά αποθηκευμένους στα ράντζα τους, μόνο που από τα ξημερώματα έχει πέσει σε λήθαργο και φαίνεται πως δεν αναπνέει κιόλας. «Σωστά το επισημάνατε», λέει η νοσοκόμα στην κόρη του «αλλά και ο σφυγμός του δεν ανιχνεύεται πλέον, έχει καρφωμένα τα μάτια του στο ταβάνι χωρίς να τα παίζει καν. Εδώ που τα λέμε μάλλον κάηκε το λάδι στο καντήλι του, μηδενίστηκε και το κοντέρ του κορίτσι μου, καιρός του ήταν, παρά τις φιλότιμες εκ μέρους μας προσπάθειες που καταβάλαμε ως προσωπικό…». 

 – «Σωστά τα λέτε Αδελφή, με την προσθήκη  όμως ότι ο Θεός φάνηκε φιλεύσπλαχνος απέναντί του και τον πήρε μαζί του διότι είχε τόση περηφάνια όπου δεν θα άντεχε μεγαλύτερη κόλαση από αυτήν που επικρατεί εδώ μέσα, για την οποία δεν είναι υπεύθυνο το ιατρικό και διοικητικό προσωπικό του νοσοκομείου αλλά κάποιοι άλλοι θα πρέπει να ντρέπονται για την κατάσταση στην οποία το οδήγησαν». 

SHARE
RELATED POSTS
Το καλοκαίρι που πέρασε, του Στάθη Παναγιωτόπουλου
Πουλιά, βατράχια και ερπετά, του Χρήστου Χωμενίδη
Τη γλίτωσε εφέτος ο Ιούδας…, του Γιώργου Αρκουλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.