Ανοιχτή πόρτα

Στα χιόνια, όπως όταν ήμασταν παιδιά…, της Ματίνας Ράπτη-Μιλήλη

11805980_1612074449065268_1929602863_n.jpg
Spread the love

11805980_1612074449065268_1929602863_n.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* Η Ματίνα Ράπτη-Μιλήλη είναι αναγνώστρια της Πόρτας. 

 

 

 

16242356017_469c38386e_k.jpg

 

 

 

Στα χιόνια , όπως όταν ανετοίμαστα παιδιά…Θυμάστε;


Λίγο πριν φύγει αυτός ο χειμώνας που έφερε μπόλικο χιόνι, που είχαμε καιρό να δούμε στην πόλη…έβγαλε από τις ναφθαλίνες και τις λεβάντες τα κασκόλ και τα χοντρά πουλόβερ της γιαγιάς, θέλω να σας θυμίσω κάτι που μάλλον ήθελα να θυμηθώ και γω μαζί σας.

 

Αλήθεια, σαν πιτσιρίκια ξενυχτήσατε και σεις όπως κι εγώ περιμένοντας να βγουν αληθινές οι προβλέψεις της ΕΜΥ για τα χιόνια που θα έφταναν, λέει, ως τους πρόποδες της Πάρνηθας;
Μία τέτοια αναγγελία τον παλιό εκείνον τον καιρό σήμαινε ένα και μόνο πράγμα… ή μάλλον τρία…ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙ και …ΠΑΙΧΝΙΔΙ!

 

Εκείνο το παγωμένο βράδυ, έβαλα ό,τι πάπλωμα και μαξιλάρι είχα, ακριβώς μπροστά από την μπαλκονόπορτα του δωματίου μου, που ευτυχώς ήταν σοφά τοποθετημένη ακριβώς δίπλα από το καλοριφέρ! Έφτιαξα κάτι σαν «φωλιά», σαν «το λημέρι του ορειβάτη», σαν τον «οντά του σουλτάνου», ξάπλωσα, και κει έστησα καραούλι κοιτώντας έξω.

 

Το «έξω» για μένα ήταν μια αυλή με κληματαριά, μιά βρύση με την μαρμάρινη γούρνα της, το γέρικο νυχτολούλουδο στο σπίτι της γιαγιάς, δίπλα στο δικό μας. Ήταν το άχτιστο οικόπεδο ακριβώς απέναντι, αυτό που πριν μεταμορφωθεί σε ένα επταόροφο «βουνό» απληστίας και οχλοβοής, μου χάριζε την ωραιότερη ανατολή που πρόβαλε πίσω από μια Πεντέλη απλωμένη απ΄άκρη σε άκρη νωχελικά μπρος στα μάτια μου και ατελείωτες ώρες εξερεύνησης μέσα στα αγριόχορτα του και στα μισογκρεμισμένα πεζούλια του.Α! να μην ξεχάσω και ένα επικίνδυνο πηγάδι που παραμόνευε να με καταπιεί με το πρώτο απρόσεκτο βήμα που ευτυχώς δεν έκανα ποτέ! Προς μεγάλη έκπληξη της γειτονιάς που με έβλεπε να χοροπηδάω σαν το κατσίκι μέσα στα χαλάσματα…

 

Χάσαμε ένα σωρό μπάλες στην μαύρη τρύπα αυτού του οικοπέδου…Και πολλές φορές γυρίζαμε στα σπίτια μας κατακόκκινοι από τις τσουκνίδες που μας είχαν σημαδέψει και τρίβαμε με μολόχες τις κοκκινίλες χωρίς να γκρινιάζουμε γιατί θα τα ακούγαμε κι από πάνω. Γεμάτοι γρατσουνιές από τα σκαρφαλώματα και με λάφυρα μυστήρια σκουριασμένα αντικείμενα που πάντα κατέληγαν στα σκουπίδια λίγο πριν καταχωρηθούν στην λίστα των χαμένων θησαυρών!

 

Βασικά το «έξω» μου, είχε πλάκα και …άπλα. Μεγάλη άπλα, για να τρέξεις, να παίξεις, να κρυφτείς, να «εξαφανιστείς» σε πλυσταριά, υπόγεια, πάνω στην μεγάλη καρυδιά-που την έκλαψα όταν την κόψανε λες και έχασα άνθρωπο-, σε κάτι μαγικά απίστευτα μικρούτσικα καμαράκια στις ταράτσες των μονοκατοικιών της δεκαετίας εκείνης… και γενικά άπλα για να αλωνίσεις τον κόσμο που σου είχαν έντεχνα οριοθετήσει μαμάδες και μπαμπάδες και να γεμίσεις τσιρότα τα γόνατα και τους αγκώνες σου.. να ‘χεις να διηγείσαι και όλοι να σου λένε «Πάλι την ίδια ιστορία ρε μαμά!Την έχεις πει χίλιες φορές!Έλεος!» .

 

Βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα. Σας βάζω στο κλίμα. Χειμώνας καιρός. Που πάει να πει κρύο πολύ. Ήταν εκείνες οι εποχές που φορούσαμε τα ρούχα της κάθε εποχής με εμμονική ευλάβεια έτσι ώστε να είμαστε ζεστά τον χειμώνα, δροσερά το καλοκαίρι και έτοιμοι για παν ενδεχόμενο στα μεσοδιαστήματα.

 

Η σεζόν λοιπόν επέβαλε κάλτσες χοντρές, γάντια, σκούφους, πουλόβερ χοντροπλεγμένα από τις μαμάδες και τις γιαγιάδες και πυζαμάκια χειμωνιάτικα…Κανείς δεν κοιμόταν με μακό μπλουζάκια και δεν κυκλοφορούσε με φορμίτσες χαλαρές και σχεδόν ξυπόλυτος μέσα στο σπίτι χειμώνα καιρό! Γιατί απλά ήταν «χειμώνας καιρός παιδί μου» !

 

Βολεύτηκα λοιπόν όμορφα όμορφα μέσα στα σκεπάσματα μου τα αφράτα και κάρφωσα το βλέμμα μου στην κολόνα της ΔΕΗ απέναντι στη γωνία. Εκεί, στο φως της λάμπας του δρόμου, σίγουρα θα φαινόταν και η μικρότερη νιφάδα με το που θα έσκαγε μύτη και την οποία δεν ήθελα να χάσω με καμία κυβέρνηση, που λέει και ο μπαμπάς όταν είναι αποφασισμένος!
Εκεί, βολεμένη στην αυτοσχέδια στρωματσάδα μου παρακαλούσα να μην κάνει η μαμά καμιά έφοδο και με στείλει στο κρεβάτι μου με υπόκρουση την κλασική κατσάδα περί αναστάτωσης και σαχλαμάρας, που μου έρχεται συνήθως βραδιάτικα…

 

Η αλήθεια ήταν πως είχα μεγάλο ιστορικό αναστατώσεων και σαχλαμάρας …από φάρσες τύπου Α΄ {μπούυυυυυυ-Αααααα}, φάρσες τύπου Β΄{ ίου…αηδία} και φάρσες ελαφρά γκραντ γκινιόλ, μέχρι ριψοκίνδυνα «νούμερα» πάνω σε κεραμοσκεπές, μέσα σε σκονισμένα υπόγεια, πάνω σε πατίνια, πάνω σε σίδερα τέντας για να κάμω την Κομανέτσι τρομάρα μου! Από θαύμα ζω, σας βεβαιώ! Και το κλού η «καταβάση» στα 3 μέτρα στις γραμμές του τρένου για να ανακαλύψω, άκουσον άκουσον, τί νιαουρίζει μέσα στην νύχτα! Δεν σκέφτηκα φυσικά τί θα γινόταν αν εκείνη την στιγμή περνούσε ένα τρένο(τί άλλο!) και μ΄έκανε κιμά, αφού δεν θα προλάβαινα να ξανανέβω στον δρόμο! Εκείνο το βράδυ, αν και έσωσα μια σακούλα νεογέννητα γατάκια, το θεάρεστο έργο μου δεν εκτιμήθηκε δεόντως από την μαμά που έγινε έξαλλη με την επιπολαιότητα μου και μου απαγόρευσε να ξανασκαρφαλώσω στο …οπουδήποτε!

 

Κι επειδή οι «περιπέτειές» μου δεν χωράνε σε ένα κείμενο αφιερωμένο στην ομορφιά του χιονιού και πάντα με βγάζουν εκτός θέματος κι επειδή διάβαζα μεν Πολυάννα, αλλά την θεωρούσα και λιγουλάκι ξενέρωτη (με το μπαρδόν Πολυάννα μου αλλά πώς να το κάνουμε, ήσουν ολίγον νερόβραστη πουλάκι μου και χωρίς παρεξήγηση) κι επειδή εμένα ο αγαπημένος μου ήρωας ήταν ο Τομ Σώγιερ…συνεχίζω από εκεί που το άφησα. Λοιιιιιπόν…

 

Έξω η ατμόσφαιρα ήταν αυτό που λένε «ηλεκτρισμένη»… Ο αέρας είχε πέσει εντελώς και είχε μια παράξενη ησυχία. Ο πατέρας μου έλεγε πως το χιόνι το μυρίζεις στον αέρα, αν και θα ορκιζόμουν πως εγώ δεν μύριζα απολύτως τίποτα!

 

Έκανε βέβαια πολύ κρύο, αλλά ένα κρύο πολύ….πώς να το περιγράψω… «μυστηριώδες»! Ναι, ναι, μυστηριώδες και χωρίς αρώματα! Σαν να είχαν χαθεί όλες οι μυρωδιές και να είχαν σταματήσει να κινούνται τα πάντα. Ησυχίιιιιια στην πλάση!

 

Όταν είσαι παιδί και συμβαίνουν τέτοια πράγματα στον κόσμο σου και αρχίζεις να τον αντιλαμβάνεσαι κάπως αλλιώς και αρχίζεις να αισθάνεσαι πως είσαι κομμάτι του και δεν περιστρέφεται γύρω από σένα ούτε ο ήλιος ούτε το φεγγάρι κι αυτό μπορείς ξαφνικά να το καταλάβεις απόλυτα και αντί να σε στεναχωρεί σε κάνει να αισθάνεσαι υπέροχα, τότε φτιάχνεις κάποιες από αυτές τις μαγικές αναμνήσεις που θα σε συντροφεύουν για όλη σου την ζωή!

 

Ήταν μια τέτοια νύχτα…που στους 38 βαθμούς Κελσίου οι άνθρωποι είναι κρεβατωμένοι και τρώνε κοτόσουπες και στους μηδέν βαθμούς Κελσίου οι σταγόνες της βροχής μεταμορφώνονται σε αφράτες νιφάδες χιονιού και κόβουν ταχύτητα για να προσγειωθούν στην γη!

 

Ήταν μια τέτοια νύχτα που η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία έπεσε διάνα στην πρόβλεψή της και από τα θολά -από την διαφορά θερμοκρασίας- τζάμια του παραθύρου μου, στο φως της λάμπας του δρόμου, άρχισα να βλέπω τις πρώτες νιφάδες να πέφτουν απαλά, σαν μπαμπακάκια, στο στεγνό χώμα, στα κεραμίδια της γιαγιάς και στα μάρμαρα της μικρής βεράντας μου!

 

Αρχισαν να κολλάνε στα κάγκελα και χωρίς να στροβιλίζονται καθόλου, ήσυχα ήσυχα, έγιναν σαν μπαλίτσες από λευκό μαλλί που μαγνήτιζε η μία την άλλη και έφτιαχναν με τάξη και ηρεμία ένα νέο ολόλευκο κόσμο!

 

Ένα μικρό θαύμα συνέβαινε μπρος στα μάτια μου και γω ήθελα να βγω στον διάδρομο του σπιτιού να τους ξυπνήσω όλους φωνάζοντας….ΧΙΟΝΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΖΕΙ ξυπνήστε!

 

Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, δεν υπήρχε κανείς να μοιραστώ την χαρά μου γι ΄αυτό που συνέβαινε! Μιά γάτα ξεπρόβαλε να περπατάει νωχελικά μέσα από το φρέσκο χιόνι, το απάτητο. Άνοιξα το παράθυρο. Μου φάνηκε πως δεν έκανε καθόλου κρύο! Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ησυχία εκείνης της νύχτας! Δεν κυκλοφορούσαν ούτε αυτοκίνητα ούτε άνθρωποι. Το χιόνι έπεφτε εντελώς αθόρυβα! Ήταν σαν κάποιος να είχε κόψει τον ήχο!

 

Λυπήθηκα όλη την γειτονιά που εκείνη την ώρα ροχάλιζε μακαρίως και έχανε αυτή τη μαγεία και σκέφτηκα πόσο τυχερή ήμουν που μπορούσα να δω το χιόνι πριν το σημαδέψουν οι άτσαλες πατημασιές και οι άστοχες χιονόμπαλες.

Ίσως σε κάποιο άλλο παράθυρο, κάποιο άλλο παιδί να έκανε τις ίδιες σκέψεις με μένα κι από μια άλλη οπτική γωνία να έφτιαχνε στο μυαλό του την δική του ανάμνηση ή απλώς να ξενυχτούσε διαβάζοντας και να παρακαλούσε την άλλη μέρα τα σχολεία να είναι κλειστά για να γλιτώσει το διαγώνισμα.

Στην ηλικία που ήμουν δεν έκανα μεγαλύτερες σκέψεις, για παιδιά που δεν θα ήταν πίσω από ένα παράθυρο, ασφαλή μέσα σε ένα ζεστό σπίτι, όπως ήμουν εγώ εκείνη την στιγμή. Ευτυχώς ή δυστυχώς τα παιδιά είναι παιδιά όσο μπορούν να μην το αντιλαμβάνονται …

Οι ώρες περνούσαν και παρ΄όλη την υπερένταση είχα αρχίσει να νυστάζω. Αφού είχα πια βεβαιωθεί πως το χιόνι δεν ήταν ούτε αστείο, ούτε περαστικό και πως συνέχιζε να πέφτει με την ίδια ένταση, άφησα τα μάτια μου τα γλαρωμένα να κλείσουν και παραδόθηκα στον Μορφέα, κουλουριασμένη στο πάτωμα.

Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου είχε ξημερώσει και μαζί με το σπίτι είχε ξυπνήσει και όλη η γειτονιά και γινόταν μια τρελή φασαρία χαράς και γέλιων …Οι μικροί ανακατεύτηκαν με τους μεγάλους και ήταν λες και το χιόνι να είχε σκεπάσει και όλες τις ασχήμιες και όλες τις γκρίνιες και να είχε ανοίξει ένα μικρό κενό στον χρόνο για να τον είχε παγώσει για λίγο…

Μέχρι να λιώσει έχουμε καιρό…Μέχρι να γεμίσουν τα σπίτια και τα χαλιά με λασπωμένες πατημασιές και να κοπεί το ρεύμα, ή να καταλάβουμε πως δεν έχουμε νερό γιατί εν τω μεταξύ είχαν παγώσει οι σωλήνες…έχουμε λίγο καιρό να ντυθούμε όλοι αυτοσχέδια κρεμμύδια και να ριχτούμε στην «μάχη»!

Η μαμά δεν με μάλωσε τελικά και φυσικά η στρωματσάδα έμεινε για να μπούνε και τα αδέρφια μου στο…κόλπο, που κράτησε και το επόμενο βράδυ και το μεθεπόμενο γιατί ο χιονιάς ήταν πολύ γερός τελικά, είπε η εύστοχη κυρία ΕΜΥ και το υπουργείο μας έκλεισε τα σχολεία μας για το διήμερο…κόλλησε και το Σαββατοκύριακο και ζήσαμε μια τοσοδούλα εποχή παγετώνων στην μικρή μας πόλη που όμως κανείς δεν ξέχασε ποτέ.

Η χαρά που έχουν τα παιδιά για να βγούν να παίξουν στα χιόνια συγκρίνεται μόνο με την ανυπομονησία του πρώτου μπάνιου με το κλείσιμο των σχολείων!

Ακολούθησε χιονοπόλεμος επικών διαστάσεων και ιστορικής σημασίας και φυσικά σμίλευμα χιονάνθρωπων-έργων τέχνης που τοποθετήθησαν σε «στρατηγικά» σημεία της γειτονιάς. Σε αυλές και φυσικά στα καπό των αυτοκινήτων που βρίσκονταν παρκαρισμένα στον δρόμο. Ο αναπόφευκτος φόρος που έπρεπε να καταβάλουμε καταμετρώνταν σε σκούφους και κασκώλ που έντυναν τα «γλυπτά» μας …

Κι ενώ όλα τους είχαν το σχήμα που ένας άγραφος νόμος επιβάλει, τρεις ή δύο μπάλες –κεφάλι, σώμα, μύτη καρότο, μάτια κουμπιά, χέρια κλαδιά κτλ , σε μια μικρή βεράντα, είχε στηθεί ένας χιονάνθρωπος αλλιώτικος από τους άλλους.

Αντί για τις τρεις ολοστρόγγυλες μπάλες, εγώ είχα φτιάξει τον…Ε.Τ. χιονάνθρωπο από άλλο πλανήτη.. και με μεγάλη επιτυχία τολμώ να πω! Τον διατήρησε το «πολικόν ψύχος» αρκετές μέρες εκεί πάνω, στην βεραντούλα μου και τον παρακολουθούσα να λιώνει αξιοπρεπώς και με λεβεντιά ενόσω έφτιαχνε ο καιρός. Λυπάμαι αφάνταστα που δεν σκέφτηκα να τον βγάλω μια φωτογραφία για να μην τον έχω μόνο στην μνήμη μου και για να μην νομίζετε πως απλά είδα ένα ωραίο όνειρο μια κρύα νύχτα του χειμώνα …

Φανταστείτε μιαν εποχή χωρίς έξυπνα κινητά και φωτογραφίες με χιλιάδες φίλτρα και βίντεο να καταγράφουν τα χίλια μύρια ασήμαντα ή σημαντικά. Μιαν εποχή που, ευτυχώς, τα πιο σημαντικά θα τρέχουν για πάντα στην καρδιά μας όπως και μεις τρέχαμε λαχανιασμένοι να γλυτώσουμε από μια περιποιημένη χιονόμπαλα…

 

SHARE
RELATED POSTS
Στέλλα φύγε…, της Μαρίας Γεωργαλά
Το κακό συναπάντημα!, του Γιώργου Σαράφογλου
Κυριακάτικες αναλαμπές, του Νίκου Βασιλειάδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.