Από το μπλογκ του Βαγγέλη

Μια καλή κουβέντα, του Βαγγέλη Παυλίδη – A couple of good words, by Vangelis Pavlidis

BRING-THEM-BACK
Spread the love

Ξέρω τι θα μου πείτε. Πως μέσα στις τόσες σφαλιάρες ψοφάμε εμείς οι Έλληνες ν’ ακούσουμε μια καλή κουβέντα- και δεν εννοώ βέβαια σαν αυτές του Σόυμπλε ή της Λαγκάρντ. Και μόλις, λοιπόν, ακούσουμε την καλή κουβέντα χτυπάμε το στήθος σαν τους γορίλλες και τρέχουμε να το διατυμπανίσουμε δεξιά κι αριστερά και πως ίσως θα έπρεπε να είμαστε πιο φλεγματικοί, πιο συγκρατημένοι στις εκδηλώσεις μας. Ε, ναι λοιπόν, τι να κάνω, έτσι είμαι εγώ καμιά φορά, δεν είμαι φλεγματικός. Προπαντός όταν η καλή κουβέντα είναι βγαλμένη απο την καρδιά. Διαβάστε παρακάτω, αν θέλετε.

 

ΓΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΗΜΟΥΝ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΙΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΛΓΙΝΕΙΩΝ ΜΑΡΜΑΡΩΝ. ΕΚΑΝΑ ΛΑΘΟΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΔΥΟ
Howard Jacobson, THE INDEPENDENT, 3 Ιουνίου 2014

Το ταξείδι χαλαρώνει το μυαλό. Αυτοί που θέλουν να διαφυλάξουν την ισχύ της γνώμης τους σχετικά με ανθρώπους ή τόπους, τους συμβουλεύω να μείνουν σπίτι. Για απόδειξη πάρ’τε το τι μου συνέβει πρόσφατα. Ύστερα απο δέκα μέρες στην Αθήνα και την Κρήτη -και στις δυο για πρώτη φορά- έχω επιστρέψει με τις πεποιθήσεις μου σε πλήρη ανακατοσούρα, με ελάχιστα απο αυτά που πίστευα πριν ανέπαφα.

Ο θεός ξέρει τι θα είχα πάθει αν έμενα εκεί έναν χρόνο. Λοιπόν, ξέρω τι θα είχα πάθει: θα είχα μάθει την γλώσσα (κάτι που ποτέ δεν προσπάθησα να κάνω), θα ήμουν στρουμπουλός και χαρούμενος τρώγοντας αρνί με γιαούρτι και θα είχα καταλήξει να χορεύω συρτάκι σε κάποια παραλία, αγκαλιά με τον Άντονυ Κουίν.

Στην αρχή ήταν ο Ζορμπάς που με είχε κρατήσει μακρυά απο την Ελλάδα. Το εννοώ με την πιο ήπια μορφή. Δεν ήταν θέμα προκατάληψης, ήταν πιο πολύ κάποια δυσπιστία απέναντι σ’ όλη αυτήν την αρσενική ζωτικότητα. Όπως ο Άλαν Μπέητς, την δεκατία του ’60 φορούσα κι εγώ άσπρο κοστούμι και υπέφερα απο συγγραφική δυστοκία -αν έτσι λέγεταιι το να μην ξέρεις πώς να ξεκινήσεις να γράφεις- μα δεν θα επέτρεπα ποτέ σ’ έναν πολυλογά χωριάτη με το σαντούρι του να μου πει εμένα πως ήμουν κάποιος συντηρητικός μπουρζουάς.

Γεννήθηκα στο Μαντσεστερ και το Μαντσεστερ είχε την δικιά του μουσική ζωή. Είχε τους Hollies ή τον Freddie and the Dreamers. Κι ας μην ξεχνάμε τους Herman’s Hermits και τους Dakotas. Μπορεί το Μάντσεστερ να μην ήταν το Αιγαίο μα είχαμε το Κανάλι των Πλοίων.

Κάποιοι φίλοι που την εποχή εκείνη έκαναν διακοπές στα πιο απόμακρα ελληνικά νησιά -εκείνα που μόνο με καράβι μπορούσες να πας και, ακόμα κι έτσι, έπρεπε να κολυμπήσεις τα τελευταία πεντακόσια μέτρα κρατώντας το σακκίδιο με τό ένα χέρι πάνω απο το νερό- αυτοί λοιπόν οι φίλοι μού φαίνεται πως το έκαναν γιατί δεν είχαν τα δικά μου επίγεια πλεονεκτήματα, επειδή στην πραγματικότητα ήταν συντηρητικοί μπουρζουάδες κι επειδή το να πάρουν το κλειδί της καλύβας που θα έμεναν απο τον Σταύρο -που φυσικά δεν βρισκόταν πουθενά- αποτελούσε τα δικά τους λογοτεχνικά πιστοποιητικά. Μέχρι την περασμένη εβδομάδα ήμουν ο μόνος Άγγλος συγγραφέας που δεν είχε πάει ποτέ στην Ελλάδα.

Επαναλαμβάνω πως αυτό δεν προερχόταν απο κάποια προκατάληψη ενάντια στον λαό. Όταν πρωτοπήγα εκεί στα ’60 ήταν σε μεγάλο βαθμό η Ελληνική επίδραση αυτή που έκανε το Σίδνεϋ της Αυστραλίας μια τόσο ζωντανή πολιτεία. Σε μια κουλτούρα που ήδη ήταν ρωμαλέα, οι Έλληνες έφεραν μια λάμψη αυθεντικότητας και πρόκλησης. Πολλοί από τους λαμπρότερος μαθητές μου ήταν Έλληνες. Άνδρες ή γυναίκες μπορούσαν να σε ταρακουνήσουν με την ένταση της περιέργειάς τους και να σε κάνουν να αφαιρεθείς με το απαλό τους βλέμμα.

………………………………………………………..

Μα εγώ αντιστεκόμουν ακόμα στην Ελλάδα κι όταν κάποτε ερχόταν στην συζήτηση το θέμα των Ελγίνειων Μαρμάρων είχα πάντα την ακράδαντη πίστη πως τώρα πια μας ανήκουν, πως το πλιάτσικο συμβαίνει παντού και πως, στο κάτω κάτω δεν θα υπήρχαν μουσεία αν δεν υπήρχε το πλιάτσικο. Αλλά, αγαπητέ αναγνώστη, κάτι παράξενο συμβαίνει καθώς τριγυρίζοντας στο θαυμάσιο Μουσείο της Ακρόπολης, στην Αθήνα, διαπιστώνει κανείς μια μοναδική απουσία και ένα ακόμα πιο παράξενο πράγμα συμβαίνει αν τύχει να συμφάς με Έλληνες σε μια ταράτσα εστιατορίου κάτω ακριβώς απο τον ίδιο τον Παρθενώνα.

Ξαφνικά, συνειδητοποιώ πως τα μάρμαρα δεν μου ανήκουν. Με καταλαμβάνει μια τρελλή παρόρμηση. Θα σας τα φέρω πίσω, θέλω να τους πω. Κοιτάζω τα ευγενικά καστανά τους μάτια, όπως θα κοίταζε κι ο Μπάυρον πριν απο μένα, σε μια έκσταση συντροφικότητας. Όχι μόνο θα σας τα φέρω πίσω, προσπαθώ να τους πω, μα θα σας δώσω μαζί και τον Καθεδρικό του Αγ. Παύλου του Λονδίνου.

……………………………………………………………..

Τώρα, αφού επέστρεψα τα Ελγίνεια Μάρμαρα στους δικαιούχους τους, είμαι καθ’ οδόν προς ένα Ελληνικό νησί. Όχι κάποιο απ’ αυτά που πρέπει να πας κολυμπόντας -μια σύντομη πτήση με αεροπλάνο είναι το μόνο που διακινδυνεύω- μα ένα νησί έτσι κι αλλοιώς. Την Κρήτη.

……………………………………………………………..

Θυμάστε εκείνη την λάμψη αυθεντικότητας και πρόκλησης που συνάντησα στους Έλληνες της Αυστραλίας; Είναι πάλι εδώ, πίσω απο την ρεσεπσιόν- τέσσερεις ελληνίδες που το οικείο και βαθύ γέλιο τους θα έκανε τον Οδυσσέα να μείνει μακριά απο την πατρίδα του για πάντα.

Ταξίδευε, αναγνώστη. Χαλαρώνει το μυαλό.

Μετάφραση δικιά μου απο το Αγγλικό

HOWARD JACOBSON

For years I have argued against holidays and giving back the Elgin Marbles. I was wrong about both.

To read the original article in English, go to

 

 

Βαγγέλης Παυλίδης

Επισκεφθείτε την σελίδα του.

 

SHARE
RELATED POSTS
Προοπτική – Perspective, του Βαγγέλη Παυλίδη
Η επόμενη μέρα – The next day, του Βαγγέλη Παυλίδη
Vangelis Pavlidis
Ο φυλακισμένος – The prisoner, του Βαγγέλη Παυλίδη
1 Comment
  • Γιάννης Στουραΐτης
    4 Ιουνίου 2014 at 11:08

    Ν’ αγιάσει η πένα σου, αλλά και το πενάκι σου !!

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.