Απόψεις

Εσένα κι εμένα μισούν (οι φασίστες), του Άρη Μαραγκόπουλου

Spread the love

 

 

 

Το πιο σημαντικό με την αύξηση των εκλογικών ποσοστών της Χρυσής Αυγής είναι ο συμπαγής χαρακτήρας του εκλογικού της σώματος, περισσότερο συμπαγής και από εκείνον του ΚΚΕ. Ενός σώματος, με άλλα λόγια, που δεν πτοείται από ναζισμούς και Χίτλερ, που δεν ακούει καν αυτά τα «μικροπροβληματάκια», που δεν σκοτίζεται για τη βία στους μετανάστες, που αδιαφορεί για όλα αυτά που εμάς, στην άλλη πλευρά, μας κάνουν να φρικιούμε. Ενός σώματος που, είναι φανερό, ζει στο δικό του προφυλαγμένο (από δίκες, φυλακές στελεχών της Χ.Α. κλπ.) σύμπαν, στο δικό του σύμπαν της φαντασιωτικής ασφάλειας και σιγουριάς που του παρέχει η επιθετική αγέλη.

Γιατί τελικά αυτό; Τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί οι νεόκοποι (;) φασίστες εκτός από αμόρφωτοι, απαίδευτοι, απολίτιστοι (με την απόλυτη έννοια του όρου); Πώς μπορούν να μισούν εν σώματι με τόσο πάθος; Τι ακριβώς μισούν ή πιστεύουν ότι μισούν;

Η απάντηση είναι νομίζω καθαρή και μία: μισούν εσένα που ξέρεις περισσότερα από αυτούς, εσένα που καταλαβαίνεις ή κάνεις πώς καταλαβαίνεις τα πάντα, εσένα που μιλάς πολύ και κάνεις λίγα για την κρίση, εσένα αριστερέ (ή, έστω, δημοκράτη) στα λόγια και αδρανή στις πράξεις. Γι’ αυτό και στα θλιβερά, άξεστα μάτια τους όλοι οι άλλοι είναι το ίδιο. Δεν διαφέρουν. Δεν βλέπουν τις διαφορές. Αφού, όλοι μοιάζουν σε ένα πράγμα: συνεχίζουν να μιλάνε πολύ και να αντιδρούν λίγο, συνεχίζουν τη μεταξύ του πολιτικάντικη μάχη δίχως να κάνουν τίποτε γι’ αυτούς. Τίποτε.
Εσένα κι εμένα μισούν. Που συνεχίζεις να ζεις όπως ζεις, που τολμάς να αγαπάς και να διαβάζεις και να κρίνεις, που τολμάς να συζητάς γενικόλογα για πράγματα που δεν καταλαβαίνουν, που τολμάς να αναλύεις αγέρωχα τον κόσμο και δεν κάνεις στην πράξη τίποτε γι’ αυτό. Που πολιτικολογείς και δεν κάνεις τίποτε. Μισούν εσένα κι εμένα που, συνεχίζεις μέσα στο σύστημα χωρίς να εξεγείρεσαι περισσότερο, χωρίς να τα βάζεις μαζί του, να το πολεμάς πιο μαζικά, πιο δυναμικά.

Φαίνεται παράλογο έτσι όπως το διατυπώνω, αλλά είναι η αλήθεια που αφορά μισό εκατομμύριο απελπιστικά αμόρφωτους ανθρώπους (ίσως και περισσότερους) σ’ αυτή τη χώρα. Πεντάρα δεν δίνουν για Τουρκίες, Εβραίους, ναζισμό κλπ. Δεν είναι αυτό που τους καίει. Αυτό απλώς το ακολουθούν. Δεν ψηφίζουν γι’ αυτό. Δεν είναι αγανακτισμένοι και βίαιοι γι’ αυτό. Άλλο τους καίει, για άλλον λόγο ψηφίζουν τυφλά το τυφλό ρατσιστικό/ναζιστικό κόμμα. Και κακώς όσοι αντιδρούν στη Χ.Α. μιλούν μόνο για τον ναζισμό της. Επειδή όλο αυτό είναι η κάλυψη. Τα πονηρά μάτια του Κασιδιάρη και του Μιχαλολιάκου προδίδουν ότι ξέρουν καλά αυτό το γκεμπελικό παιχνίδι.

Ο ναζισμός είναι η στάχτη στα μάτια σου. Εσύ μιλάς κόντρα στον ναζισμό και ο πολύς κοσμάκης, αυτός που χέστηκε για τον ναζισμό, πάει με το μέρος τους για όλα τα άλλα. Για όλα τα άλλα. Όχι για τον ναζισμό. Στα παλιά τους τα παπούτσια ο ναζισμός και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Αν ήταν αυτό το θέμα τους θα έμεναν στο κόμμα που διαθέτει μπόλικες τέτοιες παλιατσαρίες: από βοριδικό φασισμό έως αρχαίους Αδώνιδες. Δεν πάνε μαζί τους γι’ αυτό. Δεν είναι, δεν γίνεται να είναι αυτή η φθαρμένη παλιατζούρα η φαντασίωσή τους, η αιτία του πεισματικού τους μίσους που έκφρασε και η κάλπη. Και δεν είναι, δεν είναι.

Ο αμόρφωτος άνθρωπος δεν παίρνει από λόγια. Καταλαβαίνει μόνο από πράξεις. Κι επειδή ο αμόρφωτος άνθρωπος αισθάνεται αυτή την εποχή περισσότερο από ποτέ μόνος του κι αβοήθητος, μόνος του και πεταμένος στη γωνία, κιόλας από την παχυλή εποχή του χρηματιστηριακού life style, στην αγέλη των φασιστικών λύκων βρίσκει αυτό που φαντασιώνει ως λύτρωση: τη συλλογική μάχη, τη σύγκρουση, τη φωνή, την κραυγή, τη βρισιά, τη χειροδικία, τη λύση εδώ και τώρα, με όποιον τρόπο του επιτρέπεται, τους επιτρέπεται. Την κραυγή, την επίθεση. Εδώ και τώρα. Είναι κι αυτή μια λύτρωση στην απελπισία. Καταλαβαίνεται.

Επειδή, μην το ξεχνάμε αυτό, ο αμόρφωτος άνθρωπος είναι πρώτα απ’ όλα, ένας φοβισμένος, απίστευτα φοβισμένος, σκιαγμένος άνθρωπος (ο ίδιος αυτός που, λίγο μετά τη μεταπολίτευση, φώναζε κιόλας μες στην άναρχη απογοήτευσή του για τους τότε πολιτικούς «Ένα Παπαδόπουλο χρειάζονται», κι αργότερα, μετά τα πρώτα άθλα της 17ης Νοέμβρη, αναρωτιόταν εν θερμώ μες στην εύκολη αγανάκτησή του για τα κακώς κείμενα «Δεν θα βρεθεί και γι’ αυτούς μια 17η Νοέμβρη;»).

 

Τι εννοώ ως προς αυτόν τον φόβο: παραθέτω ένα απόσπασμα από μια συνέντευξη που έδωσα στο TVXS λίγο μετά την έκδοση του Χαστουκόδεντρου (16.10.12, η συνέντευξη στην Κρυσταλία Πατούλη). Είναι ένα θέμα στο οποίο επανέρχομαι και στο Πεδία Μάχης Αφύλακτα. Πάνω σ’ αυτόν τον φόβο θεμελιώνεται το τυφλό μίσος εναντίον σου κι εναντίον μου. Πάνω σ’ αυτόν τον τυφλό φόβο.

 

——————————-

TVXS: Είπατε ότι «Σήμερα ο εμφύλιος θυμός παίρνει πια μορφές άγριες, είναι περισσότερο εμφύλιος και λιγότερο θυμός» πώς το εννοείτε;

 

Ά.Μ.: Όταν στη ζωή σου κυριαρχεί ο διαρκής, παρατεταμένος Φόβος για την απώλεια (όχι μόνον της οικονομικής σου αντοχής αλλά και) των ελάχιστων ψηγμάτων αξιοπρέπειας και ατομικών δικαιωμάτων· όταν στη ζωή σου τα πάντα επαναπροσδιορίζονται, όχι από σένα, αλλά από δυνάμεις που δεν κατανοείς, που δεν ελέγχεις, που ούτε να καταγράψεις σε μια ιεραρχική σειρά δεν μπορείς· όταν, ακόμα, ο Φόβος για το μέλλον συρρικνώνεται στον χρόνο ενός εικοσιτετραώρου, τότε τις ψυχικές σου αντοχές καταλαμβάνει η Απόγνωση, η Απελπισία, το Σκότος.

 

Εμπρός σ’ αυτή την κατάσταση ο καθένας έχει να επιλέξει ανάμεσα σε δυο δρόμους:

 

1. Όσο του επιτίθεται ο Φόβος τόσο εκείνος του αντιστέκεται, τόσο απείθαρχος στέκεται απέναντί του, με όσα εφόδια κατέχει, με όσους αισθάνεται αλληλέγγυος, με όση αγάπη για τον άλλο, τον εξίσου ή τον περισσότερο αδύναμο απ’ αυτόν μπορεί να δείξει κ.λπ.

 

2. Είναι έτοιμος να παραδώσει τα πάντα στον Φόβο. Του ανοίγει το σπίτι, τον βάζει, να φάει μαζί του, να κοιμηθεί μαζί του, τον καθιστά συστατικό κομμάτι της φριχτής του ζωής ελπίζοντας ενδόμυχα ότι ο Φόβος δεν θα κάτσει για πολύ, θα κάνει τη δουλειά του, θα δει ότι του είναι πιστός υπήκοος και θα φύγει.

 

Αλλά ο Φόβος του ζητάει κάτι τελευταίο πριν φύγει: να μεταδώσει τον Φόβο στους άλλους, σ’ όποιον μπορεί. Να γίνει σύμμαχός του. Να γίνει δωσίλογος του Φόβου.Η ανάπηρη παιδεία, η καλλιέργεια του νεόπλουτου λάιφ στάιλ στη θέση της αυθεντικής ζωής στην Ελλάδα τις τρεις τελευταίες δεκαετίες και η όλη διαφθορά της κοινωνικής ζωής διαμόρφωσε έναν εσμό ρευστών συνειδήσεων που, εμπρός στο φάσμα του Φόβου (φόβου που καλλιεργούν τα ΜΜΕ με κάθε ευκαιρία) υποκλίνεται αμέσως στη δεύτερη επιλογή.

 

Αποτέλεσμα: τον δικό τους φόβο αυτοί οι άνθρωποι τον εξορκίζουν μισώντας τον καθένα που δεν στέκεται από τη δική τους πλευρά, τον καθένα που δεν «φοβάται» όπως αυτοί, τον καθένα που έχει ό,τι δεν έχουν αυτοί, τον καθένα που μπορεί ό,τι δεν μπορούν αυτοί, τον καθένα που βρίσκεται σε διαφορετική θέση απ’ αυτούς.

 

Πρόκειται για ένα εμφύλιο φόβο που εκφράζεται με παιγνιώδη «θυμό» για διάφορα ιερά και όσια, στην ουσία όμως κρύβει μια άβυσσο ανάμεσα στη λογική και στο παράλογο, ανάμεσα στη δημοκρατία και στον φασισμό.

 

Είναι αυτός ο εμφύλιος φόβος που δημιουργεί κοινωνικά εκτρώματα, όπως πχ. της Χρυσής Αυγής.

——————————————–

 

Υ.Γ. Ταπεινή μου γνώμη: η Αριστερά πρέπει να σκεφτεί ΚΑΙ προς αυτή την κατεύθυνση για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Δηλαδή, να το χωνέψει στην ουσία του και όχι απλώς στην πολεμική του. Αλλά για να γίνει αυτό τα νεαρά κυρίως στελέχη και οι οπαδοί της θα πρέπει να πλησιάσουν στις γειτονιές τύπου Αγίου Παντελεήμονα στην Αθήνα και στην επαρχία και να συζητήσουν επί της ουσίας, πέρα από εκλογές κλπ. με τον πολύ κόσμο. Έτσι και μόνον έτσι η πολιτική αντιμετώπιση του φασισμού μπορεί να έχει ουσιαστικό νόημα κι όχι απλώς με διαδηλώσεις. Επί της ουσίας, δηλ. σώμα με σώμα, μυαλό με μυαλό κερδίζονται αυτές οι μάχες. Οι παλιοί αριστεροί το γνωρίζουν.

 

 

 

Άρης Μαραγκόπουλος

SHARE
RELATED POSTS
Βουτώντας στο ποτάμι, του Γιάννη Πεταυράκη
Η χώρα της τσόντας, της Τζίνας Δαβιλά
Κάνε μου λιγάκι μμμμμμμμμ, της Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.