Πόρτα στην Ιστορία

Αγριότητες στην Πόλη τον 19ο αιώνα, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

Spread the love

…γραμμένες από Γερμανό αυτόπτη μάρτυρα.

 

Βρισκόμαστε στην Κωνσταντινούπολη, τις μέρες που μόλις έφτασε η είδηση της εισβολής του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες(1815). Ένας νεαρός Γερμανός τεχνίτης, ο Γιόχαν Βίλχελμ Άουγκουστ Στράϊτ, εργάζεται στη Βασιλεύουσα και θα εξακολουθήσει να μένει εκεί για αρκετούς μήνες, βιώνοντας όλη την αγριότητα των επιθέσεων των Τούρκων κατά των Ελλήνων και κινδυνεύοντας ακόμη και ο ίδιος να γίνει θύμα. Όταν, αργότερα, γύρισε στη Λειψία, έγραψε ένα χρονικό, που στην πραγματικότητα είναι μια συγκλονιστική και αποτρόπαιη περιγραφή της τραγωδίας του Ελληνισμού της Πόλης. Συγχρόνως αποτελεί μια μοναδική πηγή, αφού είναι το μόνο γραπτό για τα συγκεκριμένα γεγονότα από ξένον.

 

Την πρώτη μέρα της είδησης έγιναν διακόσιες συλλήψεις κορυφαίων Ελλήνων. Πολλοί από αυτούς κακοποιήθηκαν άγρια από το πλήθος, την ώρα που τους μετέφεραν στις φυλακές Κατροσάν. Οι γενίτσαροι κατόρθωσαν να κρατήσουν την τάξη, στήνοντας δώδεκα κανόνια μπροστά στις φυλακές και διπλασιάζοντας τις φρουρές.

Την επομένη το πρωί τελάληδες φώναζαν στους δρόμους, σε έξι γλώσσες, την κυβερνητική διαταγή που απαγόρευε τη συγκέντρωση παραπάνω από δύο άτομα. Παραβίαση της διαταγής σήμαινε επιτόπου εκτέλεση.

«Ο Οθωμανικός όχλος, σε φοβερή έξαψη», γράφει ο Στράϊτ, «ρίχτηκε στα σπίτια των Ελλήνων αρχόντων και άρχισε τη λεηλασία. Βασάνιζαν τους ενοίκους με θηριωδία, έκοβαν μύτες και αφτιά και μετά τους γκρέμιζαν από τα παράθυρα στο δρόμο».

Εκείνη τη μέρα, χιλιάδες Τούρκοι εργάτες που δούλευαν στο αγγλικό εργοστάσιο εριουργίας, ξεχύθηκαν, «σα να είχε δοθεί σύνθημα», στους δρόμους και αφόπλισαν μεγάλο αριθμό γενιτσάρων. «Μέσα σε μια ώρα η απέραντη Κωνσταντινούπολη έγινε θέατρο αιματηρών και φρικαλέων σκηνών. Το πλήθος κατέλαβε τις φυλακές του Κατροσάν και άρπαξε 186 Έλληνες. Οι Τούρκοι σκότωσαν πολλούς επιτόπου, ενώ άλλους «τους έδεσαν με σκοινιά και τους έσερναν στα καλντερίμια, ώσπου οι σάρκες αποκολλήθηκαν από τα οστά και οι δύστυχοι βρήκαν πικρό θάνατο. Άλλοι, έδεναν τα χέρια και τα πόδια των Ελλήνων με σκοινιά και τα τραβούσαν από όλες τις μεριές διαμελίζοντάς τα. Έκοβαν τα κεφάλια, τα κάρφωναν στις αιχμές των σπαθιών και τα γύριζαν στους δρόμους θριαμβευτικά».
Ο Στράϊτ μας πληροφορεί επίσης ότι εκείνο το βράδυ έπιασε φωτιά σε μια ακραία συνοικία, αλλά κανείς δεν έδωσε την παραμικρή σημασία. Αντίθετα, άναβαν φωτιές σε όλους τους δρόμους για να βασανίσουν ακόμη περισσότερο τους Έλληνες. «Πύρωναν στη φλόγα τα μεταλλικά τμήματα των όπλων και τα έμπηγαν στα ξεγυμνωμένα κορμιά. Τους έψηναν στα κάρβουνα σιγά-σιγά, πρώτα τα πόδια, ύστερα τα χέρια και ολόκληρο το κορμί, ώσπου να ξεψυχήσουν. Περνούσαν πυρακτωμένα σύρματα στη μύτη, έκαιγαν τα βλέφαρα των θυμάτων με πυρωμένα σίδερα».

Το ξημέρωμα βρήκε πολλούς Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, κρεμασμένους ανάποδα από τα παράθυρά τους. «Τα θύματα σπαρταρούσαν και ούρλιαζαν. Στα οπίσθια πολλών είχαν καρφώσει μαχαίρια και σπαθιά. Κάθε τόσο έκοβαν κι ένα κομμάτι σάρκα». Οι γενίτσαροι «προσπαθούσαν να διασκορπίσουν ή να θανατώσουν τις συμμορίες αυτών των βαρβάρων».

Αυτό το κυνηγητό των γενιτσάρων, είχε σαν αποτέλεσμα να εξαγριωθεί ο όχλος ακόμη περισσότερο και να ορμήσει στο σεράι του Σουλτάνου, αδιαφορώντας για τις βολές των πυροβολαρχιών. Στο μεταξύ, ελευθερώθηκαν από τις φυλακές όλοι οι εγκληματίες και ξεχύθηκαν στους δρόμους «ουρλιάζοντας από άγρια χαρά».

Το σεράι σώθηκε χάρη στη διαταγή να σταματήσουν οι γενίτσαροι να παρενοχλούν τον όχλο…

Ο Στράϊτ παρακολουθούσε τη φοβερή σφαγή από το εργαστήριο του αφεντικού του, στην πλατεία του Μουφτή. «Μόνο σ’ αυτή την πλατεία μέτρησα 300 πτώματα. Βραβεία ορίζονταν για την επινόηση των πιο φρικτών βασανιστηρίων», σημειώνει.

 

Κάποιοι Τούρκοι είδαν τον Στράϊτ και άλλους δύο παραγιούς που κοιτούσαν από το παράθυρο. Τους κάλεσαν να πάρουν κι αυτοί μέρος, μπαίνοντας μέσα στο εργαστήριο, δίνοντάς τους όπλα και εντάσσοντάς τους με τη βία σε μια συμμορία.

Μπήκαν στο σπίτι ενός πλούσιου Έλληνα κοσμηματοπώλη. Το μαγαζί του στο ισόγειο είχε ήδη καταστραφεί. Αφού λεηλάτησαν το σπίτι, ανακάλυψαν την οικογένεια στο ανώγειο: γονείς, γιός, δύο κόρες και μια υπηρέτρια.

«Η μία κόρη, ένα λεπτό και όμορφο κορίτσι, όταν ένας Τούρκος θέλησε να της επιτεθεί, πήδηξε από το παράθυρο στο κενό. Κατέβασαν την υπόλοιπη οικογένεια στην πλατεία. Εκεί, ξεγύμνωσαν την άλλη κόρη και την υπηρέτρια και έκοψαν πρώτα τους μαστούς και τις μύτες τους. Ο γιος, χίμηξε τότε πάνω στον Τούρκο, τον γρονθοκόπησε στον κρόταφο, άρπαξε το ματωμένο γιαταγάνι από το χέρι του και με ένα χτύπημα από πάνω προς τα κάτω, τού έκοψε τη μύτη. Μέσα στο επόμενο λεπτό, τον είχαν κιόλας κατακομματιάσει εκατό σπαθιά».

 

Η καταγραφή συνεχίζεται, αλλά εγώ δεν έχω άλλο κουράγιο. Σταματώ εδώ κι ερωτώ, γνωρίζοντας την απάντηση, όπως, άλλωστε, κι εσείς: αν οι Τούρκοι γνώριζαν ότι ο νεαρός Γερμανός θα κατέγραφε αηδιασμένος τις πράξεις τους, τι θα είχε απογίνει;

 

Δήμητρα Παπαναστασοπούλου

SHARE
RELATED POSTS
Το ιστορικό πλαίσιο της παράδοσης της Δωδεκανήσου από την Μ.Βρετανία, του Φώτη Χατζηδιάκου [Δήμαρχος Ρόδου]
«Η επέτειος του «ΟΧΙ», το μήνυμα να είμαστε ενωμένοι, του Χαράλαμπου Κόκκινου [Χ.Αντιπεριφερειάρχης Δωδ/σου]
Το Ολοκαύτωμα, του Πάνου Μπιτσαξή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.