Ανοιχτή πόρτα

Υστεροφημίες, του Χρήστου Χωμενίδη

11049464_10153794481499523_4185608025578033362_n.jpg
Spread the love

11049464_10153794481499523_4185608025578033362_n.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 * Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας 

 

 

 

 

7515405708_bf35ca65aa_k.jpg

 


Κατά τη διάρκεια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας -όπως επιστημονικά καλείται η Μεταπολίτευση- παρήλασαν από τα έδρανα του κοινοβουλίου μας χιλιάδες εκλεγμένοι αντιπρόσωποι “του λαού και του έθνους”. Εναλλάχθηκαν στα υπουργικά γραφεία εκατοντάδες στελέχη τής εκάστοτε κυβερνώσας παράταξης.

 

Πόσοι άφησαν το ίχνος τους στη ζωή του τόπου; Πόσοι αξιώθηκαν κάποιας υστεροφημίας – πόσων τα ονόματα θυμόμαστε, μία ή δύο δεκαετίες αφότου αφυπηρέτησαν; Ελάχιστων. Μετρημένων στα δάχτυλα. Και δικαίως.

 

Το πολιτικό προσωπικό αποτελείται στη μεγάλη του πλειονότητα, διαχρονικά και διεθνώς, από ανθρώπους που πρώτιστο μέλημά τους έχουν την εκλογή και την επανεκλογή τους. Οι οποίοι μπαίνουν στα κοινά από τα πρώτα νιάτα τους ως φοιτητοπατέρες, εργατοπατέρες είτε απλώς ως γόνοι ενός “τζακιού”, συνδέουν την καρριέρα τους με ένα ή με περισσότερα κόμματα, συλλέγουν ψήφους κοκορομαχώντας σε αίθουσες συνεδριάσεων και σε τηλεοπτικά πλατώ -κυρίως δε κάνοντας ρουσφέτια-, εξυπηρετούν παντοειδή συμφέροντα, στραγγίζουν το μερίδιο εξουσίας που τους αναλογεί, ρυτιδιάζουν, κακοφορμίζουν και περνούν στη λήθη…

 

Αν εξαιρέσουμε τους διατελέσαντες πρωθυπουργούς και Προέδρους Δημοκρατίας -που εκ των πραγμάτων σημάδεψαν την εποχή τους- σε ποιους άλλους από τους μακαρίτες πολιτικούς μας θα σταθεί η Ιστορία; Στον Ηλία Ηλίου -φρονώ- ως αριστερό ηγέτη πολύ μπροστά από την εποχή του και στον Λεωνίδα Κύρκο για τον ίδιο λόγο, συν το ρητορικό του χάρισμα. Στον Αναστάση Πεπονή για το ΑΣΕΠ. Στον Γιώργο Γεννηματά για το ΕΣΥ και για τον συνδυασμό συναινετικού προφίλ και ευρύτατης λαϊκής αποδοχής. Στον Αντώνη Τρίτση για την οραματική του ιδιοσυγκρασία. Στη Μελίνα Μερκούρη για την μοναδική της λάμψη. Πιθανότατα και στον αδικοχαμένο Γιάννο Κρανιδιώτη. Στον Παναγή Παπαληγούρα για την απαστράπτουσα ευφυία, την μόρφωση και την ταπεινότητά του. Στον Αθανάσιο Κανελλόπουλο για το πνευματικό του διαμέτρημα. Στον Ευάγγελο Αβέρωφ για τη μυθιστορηματική του προσωπικότητα, την καίρια συμβολή του στο ξήλωμα της χούντας και την έμπρακτη αγάπη προς την ιδιαίτερη πατρίδα του…

 

Υπάρχει εντούτοις και μια άλλη κατηγορία πολιτικών. Εκείνοι που μένουν στη μνήμη μας όχι χάρη στην προσφορά τους αλλά εξαιτίας των ευτράπελων λόγων και έργων τους.
Ο λαϊκός δανδής Γιώργος Κατσιφάρας στάθηκε η ελαφρότερη τέτοια περίπτωση. Η αλησμόνητη φράση του “χωρίς τον Ανδρέα δεν θα μάς ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας μας” μπορεί να είχε κάτι το έντονα επιθεωρησιακό, δεν απείχε εντούτοις πόρρω της αληθείας. Τι να πει κανείς για τον άλλον -ο οποίος περνιόταν και για δημογέρων της Δημοκρατικής Παράταξης- και αφού ανακήρυξε τα σκυλάδικα “πολιτιστικά κέντρα”, φωτογραφήθηκε με ένα σουτιέν θαυμάστριάς του στο κεφάλι; Για τον υπουργό εργασίας που στη δεκαετία του 1970 κατήργησε την πάλη των τάξεων; Για τον βουλευτή ο οποίος άρπαξε την κάλπη κατά την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και την κουβάλησε έξω απ’την αίθουσα συνεδριάσεων;

 

Το να περάσεις στην Ιστορία σαν ανέκδοτο έχει κι αυτό τις απαιτήσεις του.
Προϋποθέτει υπέρβαση της αίσθησης του γελοίου ώστε να κλαψουρίζεις μεν, να ψηφίζεις δε τα μνημόνια ή να δηλώνεις ότι ντρέπεσαι όσο τότε που είχες κατουρηθεί επάνω σου στο Δημοτικό.

 

Χρειάζεται απόλυτη έλλειψη αυτογνωσίας το να ομνύεις στην “Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου” -“… κοίτα οι άλλοι έχουν κινήσει, έχει η πλάση κοκκινίσει…”- όταν ο μόνος στίχος του Κώστα Βάρναλη που σε χαρακτηρίζει είναι το “φρόνιμα και τακτικά πάω με εκείνον που νικά”.
Σημαίνει παραλήρημα μεγαλείου το να φουσκώνεις σαν τον διάνο μέσα σε στρατιωτικές στολές ή να απευθύνεσαι κάθε τόσο οργίλος στη δικαιοσύνη για να σε προστατεύσει από δημοσιογράφους και από σκιτσογράφους, όταν εσύ ο ίδιος έχεις επανειλημμένως καταδικαστεί για συκοφαντική δυσφήμιση. (Ο μέγας Φωκίων Δημητριάδης σχεδίαζε -ειρήσθω εν παρόδω- μονίμως τον Κωνσταντίνο Τσάτσο συνοδευόμενο από μια κότα, ως υπενθύμιση της ατυχούς απόπειρας τού τελευταίου να λογοκρίνει τους “Όρνιθες” του Κουν. Ουδέποτε διανοήθηκε ο Τσάτσος να τον μηνύσει…)

 

Θέλει προσπάθεια και κάποιας λογής ταλέντο ακόμα και η αυτογελοιοποίηση. Τα ανέκδοτα ωστόσο έχουν ένα εγγενές μειονέκτημα: Όσο ξεκαρδιστικά κι αν είναι όταν τα ακούς πρώτη φορά, τόσο γρήγορα μπαγιατεύουν.-

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.   

  The article expresses the views of the author  

   iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
Πόσες φορές μπορεί να καεί η καμένη γη;, του Πάνου Μπιτσαξή 
ΕΥΘΥΤΑ: 22 Μαρτίου, Ευρωπαϊκή Ημέρα Ευγένειας στους δρόμους
Δεν κατεβαίνει στις εκλογές το ΠΟΤΑΜΙ-Παραχώρηση προεδρίας στο Γ.Μαυρώτα από τον Σ.Θεοδωράκη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.