Βιβλίο

Διαβάσαμε: “Κάποτε θα γράψω ένα βιβλίο” εκδόσεις Ποταμός

Spread the love

Στα 44 μου κοντά, δεν έχει κανένα νόημα να επιχειρήσω να γίνω κάτι άλλο από αυτό που αχνοφαινόταν στην παιδική μου ηλικία, διαφαινόταν στην εφηβεία μου και έβαλε πλώρη εκλιπαρώντας ένα και μόνο τον εαυτό μου να θυμάται: να στέκεσαι στα πόδια σου, να μη βάλεις στα όνειρά σου ταβάνι, να αγοράζεις περισσότερο – να πουλάς λιγότερο, να ακονίζεις όσο θέλεις τα σπαθιά σου, αλλά να μάθεις να ακούς προτού τα βγάλεις, να… να… να…


Τα «να» του πατέρα μου. Το μόνο που δεν μου είπε και το βρήκα μόνη μου ήταν το «μην πεις τίποτε, γίνε αυτό που θέλεις να διδάξεις τους άλλους». Η δύναμη της εικόνας. Αυτό που σε διαπερνά και σε σημαδεύει ανεξίτηλα.


Αχ, μωρέ Ρέα… παλιο-Ρέα, θα σε λέω από και πέρα… Πάντα είχα αδυναμία στα βιωματικά βιβλία, στα συναισθηματικά που σε σκίζουνε με την ωμότητα, την ειλικρίνεια και την εξομολόγηση του γράφοντος. Πάντα γούσταρα τα κείμενά σου που είχαν κομμάτι συναίσθημα περισσότερο από τ’ άλλα, τα κοινωνικο-πολιτικά σου. Έμαθα να αφουγκράζομαι τους ανθρώπους από τις λεπτομέρειες και τις κρυφές ματιές που τους έριχνα ή οι ίδιοι ανυποψίαστοι έριχναν το βλέμμα κάπου. Με πήρες απ’ το χέρι και με πήγες στον κόσμο του δικού μου πατέρα. 


Αυτοδημιούργητος ο μπαρμπα-Χρήστος, όχι της Τογιότα, αλλά της χονδρικής, στο κέντρο. Ίσως με λιγότερες φουρτούνες γι’ αυτό και ξέκλεψε δέκα-έντεκα χρόνια παραπάνω στον κόσμο μου. Λεβέντης, κομψός, με τεράστια μάτια και θλιμμένο βλέμμα – ίσως γιατί διάβαζε τη σκέψη και ακτινογραφούσε τις ψυχές. Με εκείνο το χώρισμα ανάμεσα στα μπροστινά του δόντια και τη βέρα μονίμως στον δεξί του παράμεσο. Με εκείνο το απόλυτα χλωμό και παγωμένο του νεκρού, με τον πόνο στην τελευταία έκφραση των καλοσχηματισμένων φρυδιών που αποτύπωσαν την έκφραση πόνου από εκείνη τη χοντρή βελόνα που προσπάθησε να του δώσει αίμα στην καρδιά. Και εκείνον τον κόσμο από τους πελάτες του στην Ελλάδα να κλαίνε βουβά. Και να σκέφτομαι θλιμμένα «τζάμπα έτρεχες με τις τακούνες μες στη ζέστη στην Πειραιώς κουβαλώντας το ψυγειάκι από αφρολέξ, με δυο φιάλες αίμα». Ανηφόρα, αγωνία, ο χρόνος ήδη μετρούσε ανάποδα χωρίς να θέλω να το παραδεχτώ. Κάποιος γράφει αυθαίρετα την ιστορία των δικών μας, όλων μας.


Αχ, μωρέ Ρέα, παλιο-Ρέα! Ξέρεις τι μου έκανες; Μου σκάλισες την πληγή της ηλικίας. Το αιώνιο και μη αναστρέψιμο παράπονο: να είχα γεννηθεί μια δεκαετία νωρίτερα. Απωθημένο το ΄χω. Για αυτό λέω και ξαναλέω, σχεδόν, με παράπονο: «ευτυχώς το ’69». Ούτε έξι μήνες παρακάτω. Πρόφτασα τουλάχιστον τη δεκαετία. Και έχασα την ευκαιρία να ζήσω από την καλή και την ανάποδη όλα όσα συγκλόνισαν την Ελλάδα εν αγνοία της. Τη μεταπολεμική Ελλάδα, τους μαλλιάδες, τους γεγέδες, τα σούπερ μίνι, τα φασιστόμουτρα, τους εθνάρχες. Θυμάμαι πεντακάθαρα εικόνες της μητέρας μου να σιδερώνει κλαίγοντας τη στολή της επιστράτευσης του πατέρα μου και δυο ψημένα κοτόπουλα για να πάρει μαζί του. Και να κρέμομαι από το μπράτσο του ρωτώντας «πού θα πας; Θα γυρίσω γρήγορα», μου έλεγε κοιτώντας τα στρατιωτικά αεροπλάνα στον ουρανό. Δεν έζησα τίποτα πριν το ’69. Μέγα παράπονο…


Άρχισες να λες για το πλιξ. Πού το θυμήθηκες αυτό; Πόσα από αυτά που περιγράφεις, μου είναι οικείες εικόνες. Σαν να τις έχω ζήσει προτού γεννηθώ. Και παράταιρα για την ηλικία μου θυμάμαι κάθε κουβέντα από εκείνες τις περιγραφές και νιώθω σαν να ήμουν γεννημένη. Τέτοιο απωθημένο. Τέτοιο παράπονο.


Και έρχεσαι τώρα με τις εξομολογήσεις σου πασπαλισμένες με ιστορία, χαρτογραφημένες με σκληρές αλήθειες, να μου επιτείνεις τον πόνο και την απουσία του βιώματος. Και να μου θυμίσεις ό,τι δεν θα ξεχάσω, αλλά με πονά, όταν κάποιος μου βάλει τον καθρέφτη μες τα μούτρα.


Αχ, μωρέ Ρέα… παλιο-Ρέα (σαν το «παλιόπαιδο» της Βέττας στον Κασιδόπουλο). Ταυτίστηκα μαζί σου. Το ζήλεψα το βιβλίο σου. Μου έκλεισες, όμως, και μια πληγή. Μου έγιανες την ανάγκη να γράψω για τους δικούς μου «μοναδικούς». Κάποια πράγματα δεν επαναλαμβάνονται. Όταν γράφονται τόσο άρτια, σαν το δικό σου, γίνονται αξίες. Τελεία και παύλα.

To βιβλίο της Ρέας Βιτάλη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Ποταμός’. 

Πρώτη δημοσίευση στο protagon.gr. 

επικοινωνήστε: [email protected]

Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείουBlogThis!

SHARE
RELATED POSTS
Διαβάζοντας: “Τα κορδόνια”-Ντομένικο Σταρνόνε, του Άγγελου Κουτσούκη
Διήγημα: «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» – Του Άη Γιάννη (κεφάλαιο 16ο), του Νίκου Βασιλειάδη
Διήγημα: «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» – Το κοκκινόσπιτο (κεφάλαιο 9ο), του Νίκου Βασιλειάδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.