Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Το ξεχασμένο κασκόλ…, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Spread the love

Ματίνα Ράπτη -Μιληλή

Το ξεχασμένο κασκόλ… Αυτό που έβαζες στον πρώτο χιονάνθρωπο του χειμώνα και το άφηνες εκεί, στα χιόνια…στην Πάρνηθα. Θυμάσαι;

Θυμάσαι εκείνον τον τεράστιο χιονάνθρωπο που έεφτιαξες με τα αδέρφια σου, με όλη την οικογένεια, με φίλους, με κουμπάρους, με ξαδέρφια; Μετά από άγριο χιονοπόλεμο, μέχρι τελικής πτώσης, αυτόν που έκανε τα χρωματιστά σου γαντάκια μούσκεμα και τα δάχτυλα σου ξυλιασμένα , ερχόταν η και η ώρα του χιονάνθρωπου. Η κατασκευή του, ομαδική εργασία πάντα, σήμαινε πως η ώρα του παιχνιδιού σύντομα θα τελείωνε. Με κόκκινη παγωμένη μύτη και χωρίς να αισθάνεσαι καθόλου το κρύο, έπλαθες το αφράτο χιόνι αριστοτεχνικά και κάθε λίγο έκανες ένα βήμα πίσω για να θαυμάσεις το έργο τέχνης.

Ήταν ο ωραιότερος χιονάνθρωπος που υπήρχε. Τέλος. Όταν ήταν έτοιμος, τέλειος, επιβλητικός και αγέρωχος εσύ θα έφευγες κι αυτός θα έμενε εκεί…στο βουνό, μόνος του. Ένα μνημείο χαράς με ημερομηνία λήξης. Φεύγοντας από το ολόλευκο πεδίο της μάχης άφηνες στον λαιμό του το κασκόλ σου. Η υπογραφή του καλλιτέχνη και η θυσία που σε γέμιζε περηφάνεια! Κουκουνάρια για κουμπιά, ξύλα για χέρια… βελανίδια για μάτια και ένα καρότο για μύτη. Αυτό το τελευταίο ερχόταν από το ψυγείο του σπιτιού, εμβόλιμη απαραίτητη λεπτομέρεια, σαν κερασάκι σε τούρτα παγωτό!

Έφευγες εξαντλημένος-η, ξεπαγιασμένος-η και απόλυτα ευτυχισμένος-η! Περήφανος-η! Το σουβενίρ, παράσημο- αποδεικτικό στοιχείο πως ήσουν στα χιόνια ήταν ο μίνι χιονάνθρωπος που στόλιζε το καπώ του οικογενειακού αυτοκινήτου, από την πλευρά του συνοδηγού …αφού ο περιορισμός του οπτικού πεδίο της μαμάς- συνοδηγού δεν την απασχολούσε καθόλου μιας και η μόνη της έγνοια την ώρα της επιστροφής ήταν να σε κρατήσει ζεστό- ή. Τα γάντια σου ήταν μούσκεμα, έπρεπε να αποσυρθούν και να αντικατασταθούν ( υπήρχε φυσικά πρόβλεψη και διπλά ζευγάρια από όλα. Σκουφάκια, κασκόλ, γάντια… μανούλα είναι μόνο μία) … γιατί αλλιώς οι χιονίστρες ήταν το τίμημα του ανελέητου χιονοπόλεμου . Άτιμο πράγμα οι χιονίστρες…

Κι όσο θυμάμαι την γιαγιά μου να μου τρίβει να χέρια για να τα ζεστάνει ζεσταίνεται η ψυχή μου και γεμίζει νοσταλγία…Πόση νοσταλγία θα αντέξω σήμερα άραγε; Γυρίζω ξανά πίσω, στο κασκόλ που δεν μου έλειψε ποτέ. Δεν το αναζήτησα, δεν το έκλαψα…Το αντίθετο μάλιστα . Κι όποτε χιονίζει κάπου, σκέφτομαι το δικό μου χαμένο κασκόλ, που δεν ήταν τελικά καθόλου χαμένο…γιατί ήταν αυτό που κράτησε ζεστή και ζωντανή την ανάμνηση ενός φίλου που άφησα στο βουνό και δεν ξέχασα ποτέ.

SHARE
RELATED POSTS
Η προσευχή των γατών, του Μάνου Στεφανίδη
Μέσα τα κεφάλια λόγω… ευθύνης!, του Γιώργου Αρκουλή
Οι ‘ζωγραφιστές’ στροφές προς Καρδαμύλη…, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.