Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Η Γεωργία των καημών και η επαρχία των νονών, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Θα το βρείτε: σε “Πολιτεία”, “Πρωτοπορία” Αθήνας-Θεσσαλονίκης-Πάτρας, “Ιανός” Αθήνας και Θεσσαλονίκης, και σε όλα τα βιβλιοπωλεία της Ελλάδας και του εξωτερικού που θα ζητηθεί σε 2-5 ημέρες. β) ΗΠΑ μέσω του “Εθνικού Κήρυκα”. γ)στις εκδόσεις Φίλντισι  on line, με μειλ ή τηλεφωνικά  210 65 40 170 – [email protected]

όλα τα συγγραφικά έσοδα θα διατεθούν σε οικογένειες με παιδικό καρκίνο.

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Θεά την ανέβαζαν, λάμια και καρδιοκλέφτρα την κατέβαζαν στην επαρχία την Γεωργία. Μυαλά αντρικά ξεσήκωνε στο διάβα της με τα βουνίσια στήθη της και τους προκλητικούς γλουτούς της τόσο που κι αυτή η ίδια πάνω στα ντουζένια της πού να υπολογίσει κουβέντα μεγαλύτερου, πού να βρεθεί χώρος και χρόνος για να συνετιστεί το μυαλό καθότι φουντωμένο από την αγουράδα δεν υπολόγιζε κανέναν. Το μαντρί με το κοπάδι το είχε αποχωριστεί νωρίς επάνω στο βουνό, εξάλλου και μόνο του θα μπορούσε να βρει την τροφή του έλεγε, όσο δε για το νερό αυτό ήταν επαρκές στα σπλιθάρια και στα παρακείμενα ρυάκια. Κατέβηκε στο χωριό, θρονιάστηκε στο σπίτι περιποιούμενη τον εαυτό της επί ημέρες, έκοψε και την αλογοουρά που έφτανε ως πίσω τη μέση της, φόρεσε φούστα κολλητή ίσα ίσα να κρύβει το βρακί της, φόρεσε πουκάμισο λευκό και ξεκούμπωτο για να προβάλλουν τα στήθη της τα ζουμερά, έβαλε πολλές στρώσεις μάσκαρα στα τσίνορα για να κρατιούνται τεντωμένα ως τέντες αδιάβροχες πάνω από τα μάτια της για να κρύβουν ταυτόχρονα τα βουνά και τα ρυάκια του χωριού της που έχουν εναποτεθεί ως ανάμνηση πλέον στο νου της και σε ‘κείνον τον καταπράσινο βυθό των λάγνων και αστείρευτων πηγών, των ματιών της, ξεχνώντας ότι τη φώναζαν Γεωργία κάποτε κι άρχισε να συνηθίζει το Τζώρτζια, καθότι προσέβλεπε στον καλλιτεχνικό χώρο.

Άρχισε να ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι στην Αθήνα ρίχνοντας πέτρα μια για πάντα στην επαρχία, προσδοκώντας σε ένα κόσμο ονειρεμένο όπως τον είχε φανταστεί και όπως της τον είχαν κατασκευασμένο στο μυαλό της με πασαρέλες, καλλιστεία και φωταψίες, με ρούχα αστραφτερά να δοκιμάζει, μόδιστροι να ασχολούνται μόνο γι αυτή και το σώμα της, φωτογραφικές μηχανές να αστράφτουν γύρω της. Από τον θείο της δανείστηκε ένα πεντοχίλιαρο με την προϋπόθεση να μη μάθει ποτέ κανένας αυτή της την υποχρέωση διότι ένας φίλος που της είχε υποσχεθεί να την βοηθήσει οικονομικά έγινε άφαντος κι αυτή βιάζεται να ανεβεί στην Αθήνα, ίσα ίσα για τα εισιτήρια δηλαδή και για το ξενοδοχείο μερικών ημερών μέχρι να αρχίσει τις επίσημες εμφανίσεις της στις εταιρίες υπογράφοντας και το ανάλογο συμβόλαιο μέχρι να πληρωθεί όπως την έχουν διαβεβαιώσει.

Στην Αθήνα δεν έφτασε ποτέ. Δεν πρόλαβε καν να περπατήσει τους διαδρόμους του φωτός και την περίσσεια ομορφιά της πασαρέλας. Ίσως της την είχαν και στημένη της Γεωργίας. Ένας αλητάμπουρας νύχτα τη μαχαίρωσε σ’ ένα σκοτεινό και απόμερο σοκάκι αρπάζοντάς της το πεντοχίλιαρο. Και σαν να μη έφτανε αυτό ένας άλλος ανώμαλος τη βίασε στο παγερό νεκροκρέβατο του νοσοκομείου λίγη ώρα πριν ειδοποιηθούν οι δικοί της άνθρωποι για το συμβάν.

SHARE
RELATED POSTS
Το ζήσαμε κι αυτό… σαν το 2020 τίποτα…, του Άγγελου Κουτσούκη
Τα πρώτα Χριστούγεννα του Στέφανου, του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου
Το σπίτι της νυχτοπεταλούδας, του Κωστή Α. Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.