Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Καλοκαίρι με ορθάνοιχτα πορτοπαράθυρα, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

 

Catering-Συνέδρια-Γάμοι-Βαπτίσεις-Εκδηλώσεις

Απ.Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στ.Διαγόρας)-Ρόδου-Λίνδου (ΙΚΑ)-Λεωφ.Κρεμαστής-Πηγές Καλλιθέας (Μάϊος-Οκτώβριος)

Αν όχι τρία, σίγουρα πάντως δύο ήσαν τα κιλά που προστέθηκαν στο σώμα του κατά τη διάρκεια της καραντίνας, βάρος το οποίο κουβαλούσε με μεγάλη δυσφορία οπότε αναζητούσε τον απαραίτητο χρόνο να απαλλαγεί από αυτά γι αυτό και έβαλε στη ζωή του το περπάτημα δυο έως τρεις φορές την εβδομάδα πέριξ του περιβαλλοντικού πάρκου αρνούμενος να φορέσει ακουστικά όπως συνηθίζουν να κάνουν οι περισσότεροι από τους αθλούμενους διότι προτιμούσε τους παλμούς της καρδιάς του να τους αισθάνεται ανεβασμένους, φέρνοντας συνολικά δυο γύρους (περί τα έξι χιλιόμετρα συνολικά), απογευματινές κυρίως ώρες. Τα υπόλοιπα πρωινά οσάκις τα είχε ελεύθερα τα διέθετε στην περιποίηση του εαυτού του όπως σε κόντρα ξύρισμα, κοντινές διαδρομές με το αυτοκίνητο προκειμένου να απολαύσει διαδρομές με μουσικές κάτω από πλατάνια και νερά τρεχούμενα από καταρράχτες δημιουργώντας έναν θόρυβο παραπλήσιο με αυτόν που εξέρχεται από ένα άριστα κουρδισμένο πιάνο, αραιές επισκέψεις στο χωριό για έλεγχο του πατρικού από επιδρομές κλεφτών, επίσκεψη στο καταφύγιο άγριας ζωής «Αμυγδαλίτσα» και λοιπά.

Γαλλικά δεν τα κατάφερε να μάθει  παρά τις παροτρύνσεις της γυναίκας του να τα άρχιζε μαζί με τα Ιταλικά στα οποία οι επιδόσεις του είναι πολύ καλές. Ίσως κάποια στιγμή σου φανούν απαραίτητα, επέμενε εκείνη, αλλά αυτός ως αγύριστο κεφάλι αρνιόταν πεισματικά με το αιτιολογικό ότι: ό, τι έμαθε, το έμαθε, αρκετά έως εδώ, η δουλειά του εξ άλλου είναι τόσο απαιτητική, πού να βρεθεί  χρόνος από την στιγμή μάλιστα που πολλές φορές ασχολείται μέχρι τα βαθειά μεσάνυχτα καθώς και μερικά Σαββατοκύριακα επίσης τα διαθέτει στην νέα του εργασία; Και η γυναίκα του άρχισε να τον πειράζει: Έλα τώρα, το διευθυντηλίκι το έχεις σίγουρο, αν και αυτός ήξερε ότι διευθυντής με την έννοια που αυτός ονειρευόταν δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ. Ήξερε ότι αυτό που έκανε ήταν μέσα στα όρια της εργασίας του – με ποικίλες βέβαια εναλλαγές όπου δεν έπληττε ποτέ – αλλά έως εκεί και τίποτα περισσότερο.

Διαβαίνοντας ποτάμια κι ακούοντας τα νερά τους να τραγουδούν λες και ξεπεταγόταν μια αρμονική συναυλία ποικίλων ηχοχρωμάτων, πολλές φορές το μετάνιωνε που δεν ασχολήθηκε με το πιάνο αλλά τώρα μεγάλωσε πια, Απρίλη μήνα συμπλήρωσαν δυο χρόνια γνωριμίας και ενάμισι γάμου καθώς και ένα σχεδόν χρόνο στην νέα του  εργασία από την οποία είναι πλήρως ευχαριστημένος αλλά και τυχερός. Με κάποιες από τις οικονομίες τους κατόρθωσαν και πήραν ένα εξοχικό στο Πεταλίδι περισσότερο για το παιδί παρά γι αυτούς. Να έχει ένα απάγκιο κοντά στη θάλασσα, πού ξέρεις αύριο τι γίνεται, του έλεγε η γυναίκα του. Με τόσα λεφτά που δώσαμε θα μπορούσαμε να είχαμε γυρίσει τον κόσμο, της απαντούσε εκείνος.

Τα καλοκαίρια του άρεσε να ξαπλώνει με ανοιχτά πορτοπαράθυρα, εξ άλλου τα σπίτια απείχαν αρκετά μεταξύ τους με αποτέλεσμα να μη δημιουργείται η παραμικρή φασαρία στους γείτονες βοηθούντων και των πυκνών πεύκων όπου έκρυβαν  αρκετά τις όποιες φωνές, αν και ο συνοικισμός χαρακτηριζόταν εν γένει ήσυχος. Του άρεσε τα βράδια να τρυπώνουν οι μυρωδιές των γιασεμιών και των γαζιών από τα ανοιχτά πορτοπαράθυρα κι όταν άρχιζε να δροσίζει ξεκινούσε το τραγούδι των τζιτζικιών πάνω από τα πεύκα. Η γυναίκα του, η «κλεφτρομυαλού» του όπως συνήθιζε να την αποκαλεί, μόλις αυτός άναβε τον κλιματισμό άρχιζε να  κουκουλώνεται μέχρι το κεφάλι κουλουριάζοντας μάλιστα τα πόδια της κι ανεβάζοντάς τα ψηλά μέχρι την κοιλιά της,  αν κι εδώ που τα λέμε παιχνίδι ήθελε να κάνει, ν’ αστειευτεί προκειμένου να του αποσπάσει την προσοχή καθότι αυτός έριχνε τις τελευταίες ματιές στην ειδησεογραφία κι ετοιμαζόταν για ανάπαυση.

Καλοκαίρι εν μέσω υψηλών θερμοκρασιών κι επειδή το αυτοκίνητο γι αυτόν αποτελούσε κλουβί συγκεντρώσεως θερμοκρασιών (παρά τα σύγχρονα συστήματα κλιματισμού που διέθετε) εκείνος βλέποντας επί πολλές ημέρες κάτω εκεί στην παραλία μια κοπελιά με μαύρα μαλλιά και το κράνος της να περιμένει τον αγαπημένο της ανεβαίνοντας σε μια Honda CB 500cc X ABS endouro ενώ προηγουμένως είχε φροντίσει για τους πρωινούς καφέδες τους και τα γεμιστά κουλούρια τους. Εμφανιζόταν ο αγαπημένος της, έδιναν το πρωινό φιλί της ημέρας, αγκαλιάζονταν και εν συνεχεία εγίνοντο «καπνός» μεταφέροντάς την προφανώς στην εργασία της. Ζήλεψε κι άρχισε να παρατηρεί τις μηχανές που ξεχύνονταν στους δρόμους  κάνοντας σύγκριση με την δική του η οποία είχε πλέον παλιώσει, δεν τραβούσε στις ανηφόρες κι όλο επιθυμούσε να έχει μια τέτοια μηχανή της προκοπής την οποία λόγω υποχρεώσεων δεν κατάφερε να αποκτήσει ποτέ.

Το σκέφτηκε πολύ, το ζύγισε από εδώ, το μέτρησε από την άλλη οπότε μια μέρα επιστρέφοντας από την εργασία του πέρασε από την αντιπροσωπεία και την παρήγγειλε. Πηγαίνοντας στο σπίτι δεν είπε τίποτα στη γυναίκα του. Μετά από δυο μέρες και μέχρι η μηχανή να ελεγχθεί, να γίνουν οι απαραίτητες ρυθμίσεις, του τηλεφώνησαν να περάσει για την παραλαβή της. Για τη μέρα αυτή ζήτησε άδεια από την εργασία του περιχαρής κι αφού την παρέλαβε άρχισε να ανεβαίνει τις ανηφόρες της Αλαγονίας προς τις παρυφές του Ταϋγέτου με τα αγριολούλουδα και τις μυρωδιές τους να του «σπάνε» τα ρουθούνια ως μια πρώτη δοκιμή για να τεστάρει την οδική της συμπεριφορά, οπότε στην επιστροφή πέρασε και από τη δουλειά της γυναίκας του.

-Δεν νομίζω να μου αρνηθείς μια βόλτα; της είπε, πριν προλάβει εκείνη να αντιδράσει και από ό, τι διεγράφη στο πρόσωπό της η ικανοποίηση ήταν μεγάλη χωρίς να του κάνει την παραμικρή παρατήρηση.  Τον έσφιξε από την μέση, ανέβηκε στη μηχανή και οδηγήθηκαν προς την παραλιακή για μια βόλτα.  Έφθασαν ως τη θάλασσα, με τον φόβο πάντα αυτός ότι κάποια στιγμή η γυναίκα του κάτι θα μουρμούριζε, κάτι θα έλεγε για τις τέσσερις δόσεις που τον περιμένουν κι άντε μετά να άρχιζε ο καυγάς, οι διαφωνίες, και οι δικαιολογίες στο κατάστημα αγοράς της. Εκείνη όμως άρχισε να τον ενθαρρύνει, τίποτα το αρνητικό εκ μέρους της δεν ακούστηκε, ίσια ίσια που ξανά τον έσφιξε από τη μέση του κολλώντας τον επάνω της κι οδηγήθηκαν προς το σπίτι. Έφθασε το βράδυ, η νύχτα έγινε κόκκινη, η θάλασσα κάτω εμπρός στα μάτια τους σε πλήρη ηρεμία, παντού σιωπή, πρόκληση για την εκδήλωση της πολυπόθητης αγάπης τους. Στάθηκαν στο μπαλκόνι, ήπιαν μια παγωμένη μπίρα  και παραδόθηκαν στον έρωτα.

Η αμφιβολία όμως συνέχιζε να τον τρώει, δεν ήταν και τόσο σίγουρος ότι θα τα κατάφερνε να κρατήσει την μηχανή διότι οι υποχρεώσεις τώρα αυξήθηκαν συν το ότι προστέθηκε και το καινούργιο θεατρικό τμήμα που άνοιξαν και η γυναίκα του από τώρα και στο εξής θα άρχιζε και δεύτερη βάρδια εκπαίδευσης υποψηφίων ηθοποιών. Οι μέρες που ακολούθησαν όμως κύλησαν όμορφα σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα.

Σαν όμως, και αυτό γιατί στην πραγματικότητα κάτι είχε συμβεί. Στα βάθη του ωκεανού τους και του σκοταδιού από εκείνο το βράδυ είχαν αρχίσει να μοσχοβολούν παντού ευωδιές γιασεμιού και μεθυστικής λεβάντας στα σεντόνια τους.

SHARE
RELATED POSTS
Οικογενειακές συνωμοσίες ανήμερα Πρωτοχρονιάς, του Δημήτρη Κατσούλα
Τζογαδόροι…, του Γιώργου Αρκουλή
Το όνειρο του Κορωνοϊού, του Κωστή Α.Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.