Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Εικόνες από ένα σχετικά κοντινό μέλλον, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Θα έρθεις αύριο το πρωί στις οκτώ παρά πέντε (στις οκτώ ακριβώς ανεβαίνουν τα ρολά και μπαίνει το προσωπικό του καταστήματος) έξω από εκείνο το σούπερ μάρκετ όπου καθημερινά μαζεύεται πολύς κόσμος, για να δούμε κι εμείς ποιος είναι ο λόγος που συγκεντρώνεται κρεμασμένος εκεί ακόμα και από τα σπασμένα τζάμια του, ενώ όποιον κι αν ρώτησα κανένας δεν ξέρει ή επιφυλάσσεται να μου αποκαλύψει το τι τελικά είναι άξιον θαυμασμού κι όλοι μετά από λίγο αποχωρούν κατηφείς ή μουρμουρίζουν κάτω από τις κουκούλες των μπουφάν τους, μου είπε η φίλη Μαργαρίτα. Μπορούσα να της χαλάσω χατίρι; Και βέβαια, θα είμαι στο απέναντι πεζοδρόμιο αναμένοντάς σε με αναμμένο το τσιγάρο μου, της απάντησα στο τηλέφωνο.

Για να είμαι ειλικρινής, στην Μαργαρίτα έχω απόλυτη εμπιστοσύνη σε ό, τι πει αλλά επί του προκειμένου εξέφρασα τις μικρές μου αμφιβολίες (όχι στο τηλέφωνο φυσικά) απορώντας γιατί τόσο πολύ επέμενε σε αυτή την μάζωξη, τι στο καλό ήταν εκείνο το θέαμα που τόσος κόσμος παρακολουθούσε γύρω γύρω από τα τζάμια! Σκέφτηκα: αυτοκίνητα προς πώληση που κάποτε η διεύθυνση του καταστήματος είχε ανακοινώσει πως θα πωλούσε, αποκλείεται, πού ο κόσμος να διαθέτει ποσά που απαιτούνται για την απόκτησή τους, εδώ φοβία, μαρασμός και αβεβαιότητα έχει καταπλακώσει την κοινωνία, χρήματα για τα υποτυπώδη της οικογένειας ψώνια δεν επαρκούν, ποιο τάχα να είναι εκείνο που κάνει τόσο κόσμο να μαζεύεται πρωί πρωί, αλλά αραιά και που και προς τα απογεύματα ενίοτε από όσα πληροφορήθηκα και να χαλαλίζει τις ώρες του παρακολουθώντας την κίνηση στο εσωτερικό του σούπερ μάρκετ!

Πλησιάζω προς το παράθυρο, προσπαθώ να εντοπίσω κάτι το ενδιαφέρον αλλά εις μάτην. Κόσμο εντός του καταστήματος να ψωνίζει δεν βλέπω. Τα ταμεία είναι άδεια, οι κοπέλες που έβλεπα χρόνια πριν στα ταμεία τους καθισμένες, λείπουν όλες, τι στο καλό βλέπουν οι υπόλοιποι και ουρλιάζουν έτσι, αναρωτιέμαι κι ερωτώ τον διπλανό μου. Καλά, στραβώθηκες χριστιανέ μου, μου απαντά. Τον κύριο με τη γραβάτα, το αντιανεμικό μπουφάν και το καρότσι που είναι φίσκα μέχρι επάνω και κατευθύνεται προς εκείνο το ταμείο – το μοναδικό – πίσω από κάτι ντάνες με νερά και χώματα για κήπους, δεν τον βλέπεις τάχα; Δεν τον βλέπεις που τώρα βγάζει το πορτοφόλι του, χαρτονόμισμα των εκατό ευρώ που ετοιμάζεται να δώσει στην κοπέλα, δεν τα διακρίνεις αυτά; Από δίπλα η φίλη μου η Μαργαρίτα τα επιβεβαιώνει όλα αυτά. Γυναίκες με κραυγές πέριξ του σούπερ μάρκετ τρέχουν προς τις εισόδους του καταστήματος (πιθανώς από εκεί θα έβγαινε ο κύριος τσουλώντας το καρότσι με τα ψώνια του), άλλες παρά πέρα λιποθυμούν και ξαπλώνονται κατά γης, άλλες φτύνουν τον κόρφο τους κι εύχονται: ‘και στα δικά μας συντρόφισσες’.

Ο κόσμος πέριξ του καταστήματος αρχίζει να αραιώνει (προφανώς για να έχει καλύτερη οπτική), ο μοναδικός κύριος εξέρχεται του καταστήματος κορδωτός, τακτοποιεί ελαφρώς τα επάνω ψώνια που εξέχουν από το καρότσι και απομακρύνεται, ελέγχοντας την τσάντα του που έχει κρεμασμένη χιαστί στην αριστερή του πλευρά. Προχωρεί περί τα διακόσια μέτρα προς την λεωφόρο που ίσως κάπου εκεί έχει σταθμεύσει το όχημά του, κάποιος τροχονόμος εμφανίζεται και ρυθμίζει την κυκλοφορία των ποδηλάτων, τα μόνα που κυκλοφορούν στην πόλη, προσπαθούν μερικοί με φωνές να τον καθυστερήσουν για να φωτογραφίσουν το καρότσι κι άλλοι τον ίδιο, μια ομάδα δε περί τους είκοσι με τριάντα του επιτίθενται, αδειάζουν το καρότσι στη μέση της λεωφόρου, τον τραβούν από τα ρούχα του, του βγάζουν το αντιανεμικό μπουφάν, το παίρνουν κι εξαφανίζονται, κάποιοι του τραβούν την τσάντα, κόβεται το λουρί και την αρπάζουν. Όλα αυτά διήρκεσαν σκάρτα δέκα λεπτά. Μένει μόνος, ανάσκελα στην άσφαλτο πεσμένος,  κάτι πάει να ψελλίσει αλλά δεν τον καταλαβαίνω διότι το άνω χείλος του είναι κομμένο και το αίμα του λερώνει το κατάλευκο πουκάμισό του. Μου κάνει νόημα να σκύψω, κάτι θέλει να μου πει. Πέρα από όλα αυτά που έγιναν, σε πληροφορώ ότι πρόκειται για χαζούς μου λέει, ζητώντας από την Μαργαρίτα να τον δανείσει το καθρεφτάκι που έχει στην τσάντα της. Πρόκειται για ηλιθίους κύριε, μου λέει διότι την απόδειξη του σούπερ μάρκετ την ξέχασαν οι επιτιθέμενοί μου…

        

SHARE
RELATED POSTS
Ο Ιούλιος της μανίας, του Μάνου Στεφανίδη
Συγγνώμη: εν αρχή ην ο λόγος
Οκτώ άϊφον και ένας φόνος, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.