Ανοιχτή πόρτα Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Η γιαγιά και ο κυρ Θάνατος, του Κωστή Α.Μακρή

Spread the love

Κωστής Μακρής

Η εικόνα είναι χαρακτικό από τη συλλογή του Κ.Α.Μ. Ανώνυμου δημιουργού

Είχε σκοτεινιάσει νωρίς.

Είχε βαριά συννεφιά και υγρασία. Ο καιρός είχε ξαναγυρίσει σε νοτιά.

Η λαμπερή μέρα είχε δώσει τη θέση της σε μια σκοτεινιά γεμάτη μελαγχολία. Σηκώθηκα, φρεσκαρίστηκα λίγο, ντύθηκα και κατέβηκα.

Πήρα το αυτοκίνητο και σε λίγη ώρα παρκάριζα κοντά στης γιαγιάς.

Μου άνοιξε με ρυτιδιασμένο χαμόγελο, αγκαλιές και φιλιά.

Κοντούλα και ζαχαρωμένη.

Γλυκειά σαν χουρμαδάκι ζαρωμένο.

Πήγαμε μαζί στο σαλόνι.

Μια μυρωδιά σκονισμένου παλιού βελούδου μαζί με μια δυσάρεστη δριμεία οσμή από τα κάτουρα των γατιών γέμιζε το δωμάτιο.

― Καφέ θέλεις; Θα πιω κι εγώ είπε.

― Θέλω γιαγιά μου, είπα, θαυμάζοντας τα χρόνια της και τη ζωντάνια της.

Αποσύρθηκε ανάλαφρα σαν ξωτικό στην κουζίνα της.

Την έβλεπα να βγαίνει, να στρίβει στον διάδρομο.

Παντοφλίτσες, ρομπίτσα, μαλλάκια μπαμπακόγκριζα.

Αρχαία, κοντή, ξωτικιά.

Άλλες φορές θα την ακολουθούσα.

Τώρα όμως ήθελα να μείνω μόνη μου στο μυθικό σαλόνι για λίγο.

Αυτό που όταν ήμουνα μικρή μου φαινόταν τεράστιο και μαγεμένο και τώρα είχε τόσο μικρύνει.

Χάζευα γύρω μου.

Παρέα με τη Γρίνα και τη Μουτζούρω, τις γάτες της γιαγιάς μου που

πουρπούριζαν και τριβόντουσαν πάνω μου με όρθιες ουρές.

Άναψα τσιγάρο.

Πήρα κοντά μου ένα από τα άβολα ασημένια τασάκια.

Κοίταζα γύρω μου πανοραμικά. Σαν να ήμουνα στο πλανητάριο.

Γύρω μου, πάνω, κάτω.

Τους παλιούς καναπέδες, τις πολυθρόνες, την παλιά μικρή τραπεζαρία με τις έξι σκαλιστές καρέκλες, το βαρύ πράσινο σκούρο βελούδινο κάλυμμα και την δαντέλα από πάνω.

Που κάποτε ίσως να ήταν κάτασπρη ή εκρού. Κιτρινισμένη τώρα και μελαγχολική.

Με λεκέδες τόπους τόπους.

Από νερό, σκόνη ή κανένα κέρασμα ποτού, άστοχο, με τρεμάμενο χέρι.

Από το λικεράκι της γιαγιάς.

Ένα κρυστάλλινο βάζο με λίγα ψεύτικα λουλούδια στη μέση.

Ασημικά παντού. Στο τραπέζι και στα τραπεζάκια.

Κούπες, κουπίτσες, καλαθάκια, τασάκια, φοντανιέρες.

Μικρά ανθοδοχειάκια άδεια…

«Για χαμομήλια!» σκέφτηκα χαμογελώντας νοσταλγικά και μια μυρωδιά χαμομηλιού τρυφέρεψε τη σκέψη μου μαζί με μνήμες από όμορφα κρυολογήματα και κανακέματα και τρίψιμο στην πλάτη με οινόπνευμα που δε μ’άρεσε η μυρωδιά του αλλά το απολάμβανα γιατί συνοδευόταν από το μουρμουρητό το νανουριστικό της γιαγιάς και τα γλυκόλογά της που ήμουνα σίγουρη ότι αυτά με κάνανε καλά κι όχι τα γιατροσόφια.

Ασημένια και μαυρισμένα όλα.

Στους τοίχους μερικά κάδρα και φωτογραφίες.

Κορνίζες, κορνιζάρες, κορνιζάκια.

Πολλές κορνίζες.

Στρογγυλές, οβάλ, τετράγωνες, παραλληλόγραμμες.

Όλη η οικογενειακή μου ιστορία μέσα σ’αυτές.

Στους τοίχους και πάνω σε μικρές εταζέρες.

Μια βιτρίνα στη μια γωνία.

Μια βιβλιοθήκη λειψή και φαφούτικη στην άλλη από το πλιάτσικο που είχα κάνει και εγώ στα βιβλία της.

Με εβένινους κι αλαβάστρινους βιβλιοστάτες.

Το πολύφωτο μισοαναμμένο ―οι τρεις μόνο από τις έξι λάμπες κι εκείνες τσίμπλικες.

Μια ανθοστήλη μ’ ένα μπρούτζινο πλατύ βάζο, σαν καθοίκι, και κάτι αχαρακτήριστα υφασμάτινα λουλούδια μέσα του.

Κάδρα, φωτογραφίες, πολυθρονίτσες, πορσελάνινα μπιμπλό.

Παππούδες, γιαγιάδες, κόρες, γιοί, θείοι, ξαδέρφια…

Ο παππούς ο Σταύρος και η γιαγιά μόνοι τους και λίγο ―όχι πολύ― χαμογελαστοί.

Με μια σοβαρότητα λίγο εύθυμη αλλά όχι κι εκείνα τα χαμόγελα τα τωρινά των μάταιων σέλφι.

Χαμόγελα αυτάρκειας και σιγουριάς του ενός για τον άλλον.

Και σκόνη. Και μυρωδιές γεροντίστικες. Και σκοτεινιά.

Οι βελούδινες γκρενά κουρτίνες να πέφτουν πένθιμα στο μοναδικό παράθυρο, τραβηγμένες στο πλάι· για ν’ αφήνουν τη σκοτεινιά να περνάει από μέσα έξω κι απ’έξω πάλι μέσα.

Σηκώθηκα και άναψα όλα τα φώτα.

Να φύγει η σκοτεινιά. Από το δωμάτιο τουλάχιστον.

Απέναντι η τηλεόραση. Κλειστή. Την άνοιξα.

Πάλι ειδήσεις για το αεροπλάνο “μου”.

Μπήκε μέσα η γιαγιά.

Με τους καφέδες και το ποτήρι μου με το νερό σ’ ένα δισκάκι.

Τα ακούμπησε στο τραπεζάκι δίπλα στον καναπέ. Κοντά μου.

― Πώς και με θυμήθηκες Φωτεινούλα μου; με ρώτησε καθισμένη δίπλα μου κι χτυπώντας με το γερασμένο χέρι της το μπούτι μου, χαϊδεύοντας και το τζιν μου.

― Σε πεθύμησα! είπα γελώντας υποκριτικά.

Γέλασε κι εκείνη με μισόκλειστα μάτια, σημάδι ότι είχε καταλάβει τα ανείπωτα από το γέλιο μου.

― Άναψες τα φώτα. Καλά έκανες… Εγώ μονάχη μου βλέπεις, για οικονομία… Είδες βρε παιδάκι μου αυτό με το αεροπλάνο, ε; Τι φοβερό βρε παιδί μου… Τόσοι άνθρωποι!

Γέλασα πάλι, νευρικά. Σαν λόξιγκας μού βγήκε.

― Κι εγώ μαζί γιαγιά! Κι εγώ! Παραλίγο! είπα και την είδα να πετρώνει.

Έφερε το χέρι στο στόμα. Τα μάτια της άνοιξαν ορθάνοιχτα κι απορημένα.

― Ήταν να πετάξω μ’αυτό, το πρωί, είπα γενναία.

― Ήταν να ταξιδέψεις; Μ’αυτό; Στον Ηλία θα πήγαινες; ψιθύρισε αχνά, μην τυχόν και την ακούσει η τρομερή Λάχεσις, η μοίρα του πεπρωμένου.

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι με σφιγμένα χείλια.

― Κοριτσάκι μου! Φωτεινούλα μου! με αγκάλιασε με τρόμο που άλλαζε σε ανακούφιση. Άγιο είχες κοριτσάκι μου! Άγιο! Και πώς έγινε; Και δεν ήσουνα μέσα εννοώ…

― Δεν το πρόλαβα… Έφτασα αργά στο αεροδρόμιο…

― Άχου! Κορίτσι μου! Άγιο είχες Φωτεινούλα μου! Άγιο!

― Ή δεν ήταν ακόμα προγραμματισμένο το ραντεβού μου με το θάνατο…, είπα με δήθεν άνετο κι ατρόμητο ύφος.

Η γιαγιά μου με κοίταζε ερευνητικά.

Μετά λόξεψε τη ματιά της, λίγο πονηρά.

― Τον φοβάσαι… Ε;

― Ποιον; ρώτησα, έχοντας καταλάβει απολύτως την ερώτηση. Δεν ήμουν όμως έτοιμη να απαντήσω.

― Τον κυρ Θάνατο… Τον φοβάσαι;

― Μάλλον, είπα διστακτικά μ’ένα λειψό χαμόγελο.

Μου χαμογέλασε και η γιαγιά. Μου έπιασε το χέρι.

― Σύμμαχος είναι ο κακομοίρης. Πάντα στο πλευρό μας… Τον είδα κάποτε. Όταν πέρασα εκείνη την πνευμονία… Δεν σ’ τα ’χει πει η μάνα σου;

Μου τα είχε πει…

Οτι η γιαγιά, πριν από χρόνια, πήγε στον άλλο κόσμο και γύρισε.

Ήθελα περισσότερα.

― Για πες μου γιαγιά, για τον θάνατο…

Με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια μ’ ένα βλέμμα που κοίταζε πίσω και πριν από μένα.

― Είχα αρρωστήσει πολύ βαριά. Στο χωριό. Μέσα πολλά δεν υπήρχαν τότε. Με είχαν σχεδόν ξεγραμμένη… Ψηνόμουνα στον πυρετό, δύσπνοια, παραισθήσεις… Αγκομαχούσα και υπέφερα… Παλεύανε με γιατροσόφια και μαντζούνια. Αλλά εγώ ήξερα οτι έχω πολλά χρόνια μπροστά μου. Γιατί ήμουνα πολύ ερωτευμένη με τον παππού σου. Αρραβωνιασμένοι ήμασταν ή μάλλον λογοδοσμένοι. Ήταν να αρραβωνιαστούμε σε δυο μήνες. Τον αγαπούσα τρελά και ήξερα οτι δε γίνεται να ζήσουμε χώρια! Τότε ήταν που είδα το θάνατο. Ή κάτι που από τότε για μένα είναι ο θάνατος. Μια μέρα είδα ―στον ύπνο μου; στο μισοΰπνι μου; στον λήθαργό μου;― ότι ήμουνα στο γεφυράκι, έξω από το χωριό, κι εκείνος ήτανε στην άλλη όχθη. Είχε πολλά σπυριά, τεράστια μύτη με σγρόμπους, βλογιοκομμένο κακό δέρμα, αραιά μαλλιά… Πολύ ψηλός κι αδύνατος. Σκούρα ρούχα. Στεκόταν σκυφτός. Αλλάξαμε ματιές για μια στιγμή. Τον καλημέρισα. Με κοίταξε ξαφνιασμένος. Του χαμογέλασα. Έκανε μια γκριμάτσα σαν χαμόγελο και μου ψιθύρισε κι εκείνος: «Καλημέρα…» μου είπε.

Δεν ήταν τελικά τόσο κακός, τρομαχτικός ή μουντρούχος όσο λέγανε.

Φοβισμένος ήτανε. Και πολύ άσκημος… Δεν το πέρασα τότε το γεφυράκι κι εκείνος γύρισε κι έφυγε. Δεν τον ξανάδα, ούτε στον ύπνο μου ούτε στο ξύπνιο μου. Αλλά πια δεν τον φοβόμουνα. Και με το Σταύρο παντρευτήκαμε, και παιδιά κάναμε, και εγγόνια… Δόξα τω Θεώ!

Με είχε συγκλονίσει η αφήγησή της.

Έσκυψα και τη φίλησα.

― Σ’αγαπάω γιαγιά μου, είπα.

― Κι εγώ σ’αγαπάω Φωτεινούλα μου. Που ’χεις και τ’ όνομά μου! Κι όσο αγαπάμε, ακόμα κι ο κυρ θάνατος μας σέβεται. Κι όσο αγαπάμε, τη ζωή, τους εαυτούς μας, τους ανθρώπους, είμαστε αθάνατοι! Όσο κρατήσει… Λίγο, πολύ… Ποιος ξέρει;

Κοιταζόμασταν και σωπαίναμε.

Η Γρίνα και η Μουτζούρω τριβόντουσαν στη γιαγιά.

― Θα κάτσεις να φάμε παρεΐτσα; Κοτοπουλάκι έβρασα, σουπίτσα. Ξεκοκάλισα και τα ψαχνά. Να βάλεις και μαγιονέζα αν θέλεις… Έχω και τυράκι.

Σκεφτόμουνα να φύγω αλλά…

Είχε τόσο περήφανο παρακάλιο η πρόταση της γιαγιάς μου.

Αυτοεξυπηρετούμενη, περήφανη, γενναία και θαυμαστή.

Με μικρή βοήθεια από τα παιδιά της και τα εγγόνια της.

Στα ψώνια και σε κάποιες εξωτερικές δουλειές.

Και μια γυναίκα να τη βοηθάει πότε πότε στο νοικοκυριό.

«Μπλιάχ! Βραστό κοτόπουλο!» σκέφτηκα χαμογελώντας.

― Να φάμε γιαγιά μου, αλλά να παραγείλουμε μακαρόνια και πίτσα; Αυτά θέλω σήμερα, τα κερνάω εγώ! Το κοτοπουλάκι σου το τρως κι αύριο.

― Σπάταλη! είπε και με χτύπησε χαϊδευτικά στο χέρι.

(Απόσπασμα από το αδημοσίευτο διήγημά μου «Η γιαγιά και ο κυρ Θάνατος»)

 

SHARE
RELATED POSTS
Το μωρό, της Τζίνας Δαβιλά
Μελετώντας τον Γούντι…, του Γιώργου Αρκουλή
Για μια ανοιχτή κοινωνία, του Δρ Πάνου Καπώνη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.