Βιβλίο

Διαβάζοντας: “Καταδίωξη στη Βενετία”, του Άγγελου Κουτσούκη

Spread the love

 

Βιβλιοπρόταση: Άγγελος Κουτσούκης: “Ο άνθρωπος που έμενε στον Φάρο” από τις εκδόσεις Φίλντισι

Θα το βρείτε: σε “Πολιτεία”, “Πρωτοπορία” Αθήνας-Θεσσαλονίκης-Πάτρας, “Ιανός” Αθήνας και Θεσσαλονίκης, και σε όλα τα βιβλιοπωλεία της Ελλάδας και του εξωτερικού που θα ζητηθεί σε 2-5 ημέρες. β) ΗΠΑ μέσω του “Εθνικού Κήρυκα”. γ)στις εκδόσεις Φίλντισι on line, με μειλ ή τηλεφωνικά 210 65 40 170 – [email protected]

όλα τα συγγραφικά έσοδα θα διατεθούν σε οικογένειες με παιδικό καρκίνο.

Ο  Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.

 

“ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ” της ΠΑΤΡΙΣΙΑ ΧΑΙΣΜΙΘ εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ

Υπάρχουν πολλά είδη αστυνομικών μυθιστορημάτων. Η Πατρίσια Χάισμιθ είναι μια κατηγορία από μόνη της. Kαί είναι μία κατηγορία από μόνη της γιατί αυτό που γράφει δεν είναι καθαρή αστυνομική λογοτεχνία, με την κλασική έννοια του όρου, τουλάχιστον. Συνδιάζει στο γράψιμό της πολλά διαφορετικά είδη, αλλά το αποτέλεσμα είναι μόνο δικό της. Μπορεί και δημιουργεί έναν δικό της κόσμο, όπου τους ηθικούς κώδικες τους ορίζει η ίδια. Τους κανόνες, επίσης, τους ορίζει η ίδια. Οι επιρροές της δεν προέρχονται από την Αγκάθα Κρίστι, αλλά από τον Καμύ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Κάφκα, τον Νίτσε. Και αυτό είναι το στοιχείο που την ξεχωρίζει.

Στα 28 της χρόνια κυκλοφορεί το πρώτο της μυθιστόρημα και γίνεται επιτυχία. Αγοράζει τα δικαιώματα του βιβλίου της ο Χίτσκοκ και το γυρίζει ταινία. Ακολουθεί το ΄΄Κάρολ΄΄. Η Πατρίσια Χάισμιθ σπάει τους κανόνες και δημιουργεί τους δικούς της. Γυρίζεται ταινία με την Κέιτ Μπλάνσετ σχεδόν 60 χρόνια μετά την κυκλοφορία  του βιβλίου και όλοι μιλούν γι’ αυτήν. Πάνω από 20 ταινίες είναι  βασισμένες στα βιβλία της.

Με τα κέρδη από τα δύο πρώτα βιβλία της ταξιδεύει στην Ευρώπη: Λονδίνο, Παρίσι, Σάλτσμπουργκ, Ασκόνα, Μαγιόρκα, Ιταλία. Ιταλική Ριβιέρα. «Στο Ποζιτάνο μου ήρθε η ιδέα για έναν νεαρό αμερικανό απατεώνα που τον στέλνουν στην Ευρώπη για να φέρει πίσω έναν άλλο Αμερικανό». Κάπως έτσι δημιουργείται ο Τομ Ρίπλει το 1955. Δεν την ενδιαφέρει καθόλου η παραδοσιακή τεχνική  του αστυνομικού μυθιστορήματος. Όπως σημειώνει η ίδια:΄΄Κάποιος σκοτώθηκε. Ορισμένοι ανακρίνονται. Ενας ένας πεθαίνουν. Απομένει ο φονιάς΄΄.

Οπως έχει γράψει ο Γκράχαμ Γκρίν γι΄αυτήν, “είναι μιά συγγραφέας που έχει δημιουργήσει έναν δικό της κόσμο, έναν κλειστοφοβικό και παράλογο, όπου εισερχόμαστε κάθε φορά με την αίσθηση ότι κινδυνεύουμε…Η Χάισμιθ είναι η ποιήτρια όχι του φόβου, αλλά της διαρκούς ανησυχίας΄΄.

΄΄Στο γράψιμο της Χάισμιθ όλες οι παραδοχές περί ηθικής αγνοούνται συστηματικά, καθώς παρασύρεσαι σε μια Σαχάρα των αξιών με θύματα ασήμαντα, «άψυχα πουλιά χωρίς φτερά, ασήμαντους που διαιωνίζουν τη μετριότητα». Την αφοσίωσή σου εξασφαλίζουν αμοραλιστές περιπλανώμενοι στα περιθώρια του δυτικού πολιτισμού και ψυχοπαθείς αντιήρωες τύπου Τομ Ρίπλεϊ, καταστέλλοντας τις αντιστάσεις σου ολοκληρωτικά, σέρνοντάς σε στο μονοπάτι τους για την ατιμωρησία, πράγμα που πάντοτε συμβαίνει, με απαράμιλλο μπρίο κάθε φορά.

Οι παραλληλισμοί ανάμεσα στο έργο και τη συγγραφέα δεν είναι δύσκολο να υπογραμμιστούν. Αμερικανίδα που μισούσε την Αμερική. Φιλελεύθερη, αλλά και ρατσίστρια. Λεσβία με μισογύνικες ορμές. Ανορεκτική, ανέστια, αλκοολική. Η Πατρίσια Χάισμιθ δεν υπήρξε ποτέ μια ισορροπημένη γυναίκα. Και διασκέδαζε την ανισορροπία της ταξιδεύοντας πολύ, σαν τους αποπροσανατολισμένους ήρωές της, μονίμως περαστική ή ξένη στο ίδιο της το περιβάλλον –από το Μανχάταν του ’50 στο Σόμερσετ του ’60, στη γαλλική ύπαιθρο το ’70 και τελικά στην απομόνωση της Ελβετίας, όπου πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου του 1995 αφήνοντας πίσω της είκοσι μυθιστορήματα, εκατό ιστορίες και το αλησμόνητο δόγμα: «Η τέχνη δεν έχει τίποτα να κάνει με την ηθική». Η Πατρίσια Χάισμιθ ήταν ένα σκληρό πλάσμα. Γεννημένη σαν όλους μας με μπλαβιασμένο πρόσωπο και σφιγμένες γροθιές΄΄, έγραψε για την συγγραφέα ο Δημήτρης Καραθάνος.

‘Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με μιά πολύ ιδιαίτερη  συγγραφέα.

Την ΄΄Καταδίωξη στη Βενετία΄΄ την έγραψε το 1967  με τίτλο ΄΄Those who walk away΄΄. Στα ελληνικά πρωτοκυκλοφόρησε με τίτλο ΄΄Κρυφτό με το θάνατο΄΄.Είναι ένα μυθιστόρημα που συνδιάζει όλα τα στοιχεία που έκαναν την Πατρίσια Χάισμιθ διάσημη. Αυτή τη φορά η δράση μεταφέρεται στη Βενετία και τα κανάλια της. Οι πρωταγωνιστές της είναι πλούσιοι Αμερικάνοι, η ατμόσφαιρα παραπέμπει στις αρχές της δεκαετίας του 60, οι περιγραφές τόσο της πόλης όσο και των μπαρ-εστιατορίων-ξενοδοχείων της Βενετίας αξεπέραστες, με μιά ατμόσφαιρα  επηρεασμένη από τον υπαρξισμό του Καμύ να απλώνεται στη Βενετία.

“Ο Ρέι υπέθεσε ΄ότι πολλοί εγκληματίες που κρύβονταν θα μπορούσαν να νιώσουν ένα τέτοιο συναίσθημα, αλλά θα τους χαλούσε κάπως το γεγονός ότι εν γνώσει τους βρίσκονταν σε αυτή την κατάσταση, επειδή ήθελαν να κρυφτούν και να ξεφύγουν από τον νόμο. Ενώ εκείνος βρισκόταν σε κάπως πιο αγνή και ευτυχή θέση. Ισως, η ταυτότητα και η κόλαση, να ήταν απλώς οι άλλοι΄΄.

Αυτή τη φορά, βεβαίως, δεν υπάρχει φόνος, αλλά πρόθεση φόνου. Η υπόθεση χαρακτηριστική της  Χάισμιθ: όταν η νεαρή σύζυγος του Ρέι Γκάρετ αυτοκτονεί στη Μαγιόρκα, ο κόσμος του καταρρέει. Για πρώτη φορά στην ξέγνοιαστη ως τότε ζωή του, πρέπει να διαχειριστεί μιά δύσκολη κατάσταση. Εκτός από τον πόνο του, έχει να αντιμετωπίσει και την οργή του πεθερού του. Εντουαρτ Κόουλμαν, που πιστεύει πως ο Ρέι είναι υπεύθυνος για τον θάνατο της κόρης του.

Το μυθιστόρημα ξεκινάει στη Ρώμη, όπου ο Κόουλμαν πυροβολεί τον Ρέι και, νομίζοντάς τον νεκρό, φεύγει για τη Βενετία,παρέα με την ερωμένη του για να περάσει μερικές μέρες. Εκεί συναντιούνται και  κάνουν παρέα με δύο άλλα ζευγάρια Αμερικανών τουριστών. . Ο Ρέι, όμως, θα τον ακολουθήσει ως εκεί, ελπίζοντας να βρει την ευκαιρία να αποδείξει την αθωότητά του. Μέσα στα σοκάκια και τα κανάλια της Βενετίας παραμονεύουν ο ένας τον άλλο, ο Κόουλμαν για να εκδικηθεί, ο Ρέι για να ξαλαφρώσει από  το βάρος μιάς αόριστης ευθύνης.  Σε αυτή την καταδίωξη οι ρόλοι κυνηγού και κυνηγημένου εναλλάσσονται . Πότε είναι ο ένας ο κυνηγός, πότε ο άλλος.

Η Πατρίσια Χάισμιθ κατάφερε και σε αυτό το μυθιστόρημά της να αποτυπώσει την  ΄΄διαφορετικότητα΄΄ του πλούσιου Αμερικάνου έναντι του ντόπιου Ιταλού, την ατμόσφαιρα που έκανε διάσημη στον ΄΄Ταλαντούχο  κύριο Ρίπλει”, και κυρίως κατάφερε να περιγράψει το ΄΄παράλογο΄΄ που νοιώθει ο κεντρικός της ήρωας, ο Ρέι, κάπως όπως ο ΄΄Ξένος΄΄ του Καμύ.

Αν σε αυτά προσθέσουμε και την εντελώς ατμοσφαιρική περιγραφή της Βενετίας ,με όλες τις λεπτομέρειες που αποτυπώνει ένα έμπειρο μάτι και μπορεί να περιγράψει με λέξεις μιά έμπειρη συγγραφέας, καταλαβαίνουμε γιατί η ΄΄Καταδίωξη στη Βενετία΄΄ είναι ένα από τα πιό ατμοσφαιρικά μυθιστορήματα της Χάισμιθ.

Όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο, ο Τζούλιαν Σάιμον είχε γράψει στην εφημερίδα ΄΄The Times΄΄:΄΄ Ο Ρέι και ο Κόουλμαν είναι από τα πιό αξέχαστα προϊόντα της ισχυρής φαντασίας της Χάισμιθ. Αυτή η καταδίωξη στη Βενετία΄΄ είναι ό,τι πιο ευφυές και ενδιαφέρον  υπάρχει στο μυθιστόρημα σήμερα΄΄.

Και ο Νίκος Βατόπουλος στις μέρες μας στην ΄΄Καθημερινή΄΄: Κλασική αξία,η Πατρίσια Χάισμιθ σε ένα από τα πιό χαρακτηριστικά της ψυχολογικά θρίλερ. Με σκηνικό τη Βενετία της δεκαετίας του ΄60, η Χάισμιθ στήνει ένα ελκυστικό κυνηγητό στα στενά και στα κανάλια της πόλης, μεταξύ των εύπορων Αμερικανών ηρώων της. Το παιχνίδι δύναμης και ευφυίας στην ατμοσφαιρική Βενετία αποκαλύπτει όχι μόνο μιά σειρά από ήρωες και δευτερεύοντες χαρακτήρες αλλά και τη διαχρονική μανία των μορφωμένων Αμερικανών με το αρχετυπικό πρότυπο της Ιταλίας στις μεταπολεμικές δεκαετίες΄΄.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της που έζησε στη  Ζυρίχη, παράγει γρήγορα και πολύ, επιτρέποντας στον εαυτό της να φλερτάρει μόνο στο χαρτί. Βρίσκει στο έγκλημα την εξουσιαστικότητα του έρωτα, στο δευτερόλεπτο πριν από το τράβηγμα της σκανδάλης ή το θανάσιμο σφίξιμο της λαβής  αντλεί την αφοσίωση του θύματος στον κύριό του ολοκληρωτικά.

Υπερασπίζεται τους χθόνιους χαρακτήρες της σαν ενεργητικά, ελεύθερα πνεύματα που δεν υποκύπτουν σε κανέναν, αμφισβητεί την αξία του ορθολογισμού, διακηρύσσει το χάος και τη συναισθηματική αναρχία, σβήνει στα 74 και κρατάει την καλύτερη ατάκα της για το τέλος: «Ήταν όλα τόσο προβλέψιμα»!

 «Όλη μου η ζωή είναι ένα αναφιέρωτο μνημείο στις γυναίκες», γράφει στο ημερολόγιό της, προτού αποκηρύξει τον έρωτα οριστικά: «Ο έρωτας δεν είναι πάθος. Είναι αρρώστια».

Η μετάφραση είναι του Βασίλη Πουλάκου.

SHARE
RELATED POSTS
Στα Δίδυμα Ερμιονίδας, του Γιώργου Αρκουλή
Πρόσωπα, ιστορίες και εικόνες της Αίγινας από την Σίλα Αλεξίου και τον Γιάννη Προβή, του Γιώργου Αρκουλή
Διαβάζοντας: “Μικρές φωτιές παντού”, του Άγγελου Κουτσούκη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.