Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Το δράμα ενός συνεσταλμένου, του Γιάννη Στουραΐτη

clay-3044791_960_720.jpg
Spread the love

b5c927b0f77a27b81fd38b65df5f2fbf_L.jpg

Γιάννης Στουραΐτης

 

 

 

clay-3044791_960_720.jpg

 

 

Θα σας παρασύρω σε μία από τις πολλές μοναχικές βόλτες που έκανα όταν ήμουν φοιτητής στην αγαπημένη μου Θεσσαλονίκη.

 

Ήταν Άνοιξη, και η Άνοιξη είναι μια εποχή που “πιάνει” πολύ τους φοιτητές, και δη στην Θεσσαλονίκη, και δη τους μοναχικούς!

 

Γιατί όμως μοναχικός;

 

Δεν μου έλειπε τίποτε, για να μην είμαι με παρέα!

 

Κι όταν λέω παρέα, εννοώ θηλυκή παρέα, διότι από τις άλλες τις παρέες δεν είχα παράπονο. Μαζευόμασταν συνήθως πέντ’ έξι μαντράχαλοι και “βγαίναμε”, ό,τι κι αν αυτό σήμαινε!

 

Αργότερα, όταν ο κύκλος των φίλων διευρύνθηκε, αλλά και όταν εγώ έγινα επιλεκτικότερος, οι συνευρέσεις απέκτησαν μια “ποιότητα” σαφώς καλύτερη από το απλώς “βγαίναμε”, για παράδειγμα, ενασχόληση με τις Τέχνες, όπως εικαστικά, μουσική, κινηματογράφο, διάβασμα από Albert Camus και Roger Garaudy μέχρι Alexander Solzhenitsyn και Roy Eldridge, ψάξιμο της “βρώμικης” συγχορδίας στην κιθάρα ή τα πλήκτρα, διεκπεραίωση ψυχικών ανασκαφών, περιπλάνηση, χαμένοι σε πύρινες πολιτικές συζητήσεις και σε αναλύσεις επί αναλύσεων, βουτιές στα βαθιά σε φιλοσοφικές αναζητήσεις, ανακάλυψη της γοητείας της ελευθερίας της τζαζ και άλλα τέτοια ωραία.)

 

Επίσης δε, η εν λόγω διεύρυνση αφορούσε και σε εμπλουτισμό της παρέας με κοπέλες, μιά χαρά κορίτσια!

 

Και λοιπόν;

 

Ε, τι και λοιπόν! Από αυτού του είδους την κοινωνικότητα ήμουν χορτάτος, για να μην πω μέχρι και μπουχτισμένος!

 

Και πού είναι το πρόβλημα;

 

Το δράμα μου συνίστατο στο ότι ήμουν, (και είμαι, όλο και λιγότερο μεν, αλλά είμαι), συνεσταλμένος!

 

Συνεσταλμένος με την έννοια του ντροπαλού, (επαναλαμβάνω, όλο και λιγότερο, καθώς γερνάω), σε βαθμό που συχνά να δίνω την εντύπωση του απομακρυσμένου, δυσπρόσιτου σνομπ…

 

Όπως και να έχει, η, ας την πούμε έμφυτη, συστολή μου ήταν ένα σοβαρό εμπόδιο στην φυσιολογική, χαλαρή και ομαλή προσέγγιση του αντιθέτου φύλου, όπου κι αν αυτή προέκυπτε, είτε στην παρέα με γνωστές, είτε στον δρόμο με άγνωστες κοπελιές!

 

Τι να σου πω!

 

Ένοιωθα έντονη την ανάγκη να ντύσω τους χυμούς της εφηβείας που ξεχείλιζαν και με έπνιγαν, καλύπτοντάς τους με το βελούδο του συναισθήματος και του έρωτα, αλλά πώς να την πλησιάσω τώρα την κοπέλα;

 

Τι να της πω;

 

Πώς ν’ αποφύγω την χυδαιότητα που απεχθανόμουν στα “καμάκια”;

 

Κόμπιαζα, έχανα τα λόγια μου, κοκκίνιζα, ίδρωνα, προσπαθούσα να εντυπωσιάσω με ΤΗΝ-Πνευματώδη-Ατάκα, και μου έβγαινε Η-Απόλυτη-Μαλακία!

 

Καμία άνεση, πολλή δυστοκία, πολλή αγωνία και πολλή “μιζέρια”, που μεταφράζονταν σε πολλή μοναξιά!

 

Ο ξενέρωτος, ( το Ο τονισμένο !).

 

Και δεν έφτανε μόνον αυτό, είχα την ατυχία να συναναστρέφομαι αρσενικούς που ήταν, οι περισσότεροι, γεννημένοι καμακατζήδες, ξέρεις, ο τύπος του κυνηγού της φούστας και της δαντέλας, και όχι μόνο ! Και το έκαναν οι μπαγάσες με μιάν άνεση, άλλο πράμα!

 

Βέβαια, αν θέλει να προχωρήσει κάποιος σε βάθος, (κι εγώ συχνά θέλω !), απαιτείται η εξής διόρθωση:

 

Δεν ήμουν, (και είμαι), εμφύτως συνεσταλμένος.

 

Κατεσταλμένος ήμουν, (και είμαι, κι ας έχω, εδώ και χρόνια, απεγκλωβισθεί, στο μέτρο του δυνατού και μετά από μεγάλη προσπάθεια, κοτζάμ’ γάιδαρος, από τις “συστολές” μου!).

 

Πάμε λίγο πίσω στα παιδικάτα μου, τότε που, δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς ήταν αυτό που μου συνέβαινε, και δεν με άφηνε πια να ευχαριστιέμαι το κυνηγητό στην αυλή του σχολείου με την συμμαθήτριά μου την Κατερίνα, αλλά και να εξηγήσω γιατί, όταν την σκεπτόμουν το βράδυ στο κρεβάτι μου, ένοιωθα μεγάλη ταραχή και μ’ έπιανε ένα σφίξιμο που με αναστάτωνε και μ’ έκανε, την επομένη, να ντρέπομαι μόλις την συναντούσα ! Άσε δε που ήμουν κι από τους πρώτους που, στο Δημοτικό ακόμη, πρωτοσκίρτησα ερωτικά, τρομάρα μου!

 

Πάμε, όμως, και λίγο πιο βαθιά από το πίσω:

 

Στην οικογένειά μας, μεγαλώσαμε σ’ ένα περιβάλλον στείρα αυστηρό, υπερσυντηρητικό και, οπωσδήποτε όχι ό,τι καταλληλότερο για να στηρίξει και να καθοδηγήσει μ’ έναν υγιή τρόπο τις παιδικές και νεανικές ψυχές μας στα πρώιμα στάδια των αναζητήσεών τους και την διαμόρφωσή τους σε, ας τις χαρακτηρίσω, το δυνατόν, “αρτιμελείς” δομές.

 

Η αυστηρότης χάριν της αυστηρότητος, (επίτηδες σε καθαρεύουσα), ενσωματωμένη, σαν κοσμοθεωρία, στην καθημερινότητά μας…

 

Οι “αξίες” που ίσχυαν, (πάντα “για το καλό μας”), ήταν :

 

– Αριστεία, (και τίποτε λιγότερο), στο σχολείο και παράλληλη σύγκριση με τα πρότυπα των αρίστων γονιών μας, (αλλιώς : πώς να εξασφαλίσετε στα παιδιά σας σύμπλεγμα κατωτερότητος !),

 

– Καλλιέργεια ενοχών κάθε φορά που δεν ανταποκρινόμασταν στις προσδοκίες τους, (ή αλλιώς : πώς να αποδυναμώνετε την αυτοπεποίθηση των παιδιών σας !),

 

– Καλούπωμα σε συμπεριφορές “comme il faut”, όπως, “…οι μικροί δεν μιλάνε μπροστά στους μεγάλους ! ” και κυρίως, “…δεν αντιμιλάνε ! “, (άντε να διαμορφώσεις ελεύθερη, κριτική σκέψη !),

 

– “Savoir vivre” στο τραπέζι και γενικά άχρηστοι κανόνες καθωσπρεπισμού σχετικά με τα πάντα,

 

– Δεν επιβραβεύεται ποτέ ένα καλό αποτέλεσμα ή μία σωστή συμπεριφορά, για “…να μην παίρνουν αέρα τα μυαλά τους!”

 

– Δεν ενθαρρύνονται ποτέ τα παιδιά, για να μην εφησυχάζουν,

 

– Η διασκέδαση και η χαλαρότητα είναι κακές συνθήκες για την συνεπή εκπλήρωση των καθηκόντων τους,

 

– Μόνον υποχρεώσεις και κανένα δικαίωμα για τους ανήλικους,

 

– Απαγορεύεται δια ροπάλου ο έρωτας, ακόμη κι ο πρώτος, αθώος, αγνός παιδικός έρωτας, διότι η ενασχόληση με τα “συναισθηματικά”, επηρεάζει την συγκέντρωση και την απόδοση στα μαθήματα, απομακρύνοντας από το σχολείο (και την εκκλησία, εννοείται).

 

Και για να μην περιοριζόμασθε μόνον στην προπεριγραφείσα άσκηση ψυχολογικής βίας, αριά και που, μέχρι και συχνά, “έπιπτε ράβδος”, όχι πάντα “δικαιολογημένα”, (και πότε, άλλωστε, η “ράβδος” θεωρείται, παιδαγωγικά, δικαιολογημένη;)!

 

Το πακέτο είναι, λίγο-πολύ, γνωστό σε όλους τους συνομήλικούς μας.

 

Όμως, συνομήλικοι, ξε-συνομήλικοι, οι φίλοι μου στην Θεσσαλονίκη ήταν καμακατζήδες, κι εγώ, όχι μόνο δεν ήμουν, αλλά και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να γίνω!

 

Είχαν μπει τόσο βαθιά κάτω από το πετσί μου και μέσα στην ψυχή μου, οι ενοχές που είχα νοιώσει όταν, οι εμπλεκόμενοι με την διαπαιδαγώγησή μου, αφού παραβίασαν το παιδικό μου ημερολόγιο, με εξευτέλισαν με σκληρή και προσβλητική κριτική για τον, (βάναυσα αποκαλυφθέντα), έρωτά μου προς την Κατερίνα, που όλες οι, συναφείς με το θέμα, παράμετροι, λειτουργούσαν, έκτοτε, ανασταλτικά, με τον αδυσώπητο μηχανισμό των εξηρτημένων αντανακλαστικών…

 

Όσο οι συνομήλικοί μου ασχολούνταν με το άθλημα του “καμακίου”, εγώ πάσχιζα, ακολουθώντας το ένστικτό μου, ν’ απελευθερωθώ, από τον βρόχο της επίκτητης έννοιας του «ανήθικου», απαγορευμένου έρωτος που με είχε, ασφυκτικά, παγιδεύσει υποσυνείδητα…

 

Πάντως, για να μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ ότι το «καμάκι» είναι ο ορθότερος τρόπος προσέγγισης μιας γυναίκας, ούτε και η ασφαλέστερη μέθοδος για να διαλέξει κανείς την γυναίκα της ζωής του!

 

Μάλιστα, σ’ αυτό το σημείο θα επικαλεσθώ για ακόμη μία φορά τον μακαρίτη τον σοφό πατριό μου, που μού είπε κάποτε : «…δεν βαριέσαι, Γιάννη, μάς αφήνουν να νομίζουμε ότι τις διαλέγουμε εμείς ! Στην πραγματικότητα διαλέγουμε αυτές που μας έχουν ήδη διαλέξει !».

 

Όπως και να έχει, λίγη περισσότερη χαλαρότητα εκ μέρους μου με το θέμα, δεν θα έβλαπτε!

 

Πού είχαμε μείνει λοιπόν;

 

Α, ναι ! Θεσσαλονίκη, Άνοιξη, και μοναχική βόλτα στα πάρκα πίσω από την παραλία. Πού ξέρεις, όλο και κάτι μπορεί να προκύψει…!

Και, κοίτα να δεις, που προέκυψε!

 

Να ‘σου μπροστά μου δυό τσούπρες, κατάλληλα (;) βαμμένες και στολισμένες, σεινάμενες-κουνάμενες, να λικνίζουν τους γοφούς τους πέρα δώθε, ραντίζοντας με λίτρα ολόκληρα από οιστρογόνα το εγγύς και ευρύτερο περιβάλλον τους και στέλνοντας ευδιάκριτα μηνύματα προς τους απανταχού αρσενικούς, του τύπου, «είμαστε εδώ και είμαστε διαθέσιμες -available, άμα λάχει…» και «…χι χι χι και χου χου χου !»

 

Ο πρώτος δέκτης των μηνυμάτων, έτυχε να είμαι εγώ, ο οποίος περπατούσα από πίσω τους μεν, αλλά με γοργότερο ρυθμό, έτσι ώστε να είναι αναπόφευκτο, σε κάποια στιγμή, να τις πλησιάσω από τα δεξιά τους, σε απόσταση …καμακίου!

 

Αποφασίζω λοιπόν, χωρίς πολλά-πολλά, να ξεπεράσω τον εαυτό μου και να τους απευθύνω τον λόγο, και πάλι τρομάρα μου!

 

Όσο προσπαθούσα, εναγωνίως, να ετοιμάσω στο μυαλό μου μίαν αξιοπρεπή διατύπωση, συμβατή με τα αυστηρά standards που σας ανέλυσα πιο πάνω, τις διπλαρώνει από τ’ αριστερά τους ένα αυτοκίνητο σε παράλληλη πορεία με το πεζοδρόμιο, με δυό μαγκάκια, ο ένας κυριολεκτικά κρεμασμένος έξω από το παράθυρο, με το τσιγάρο στο χέρι, να είναι στο τσακ να γλύψει από το έδαφος τα σταγονίδια με τα οιστρογόνα και να, τα σούξου- μούξου, και δώσ’του αυτές, χι-χι-χι και χου-χου-χου, να προσπαθούν, τάχα μ’ δήθεν, να τους αποφύγουν, σε στυλ «μην μας παρεξηγήσετε, εμείς είμαστε καλά κορίτσια, από σπίτι !», συνεχίζοντας όμως να μαρκάρουν τα πάντα στο πέρασμά τους με το σπρέι του θηλυκότατου ερωτικού καλέσματός τους!

 

Κλασσική σκηνή από Ελληνική κωμωδία δεκαετίας ’50 – ’60!

 

Εγώ, είπαμε, εντελώς μέσα στην ψυχολογία του ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΥ, έπρεπε οπωσδήποτε ΚΑΤΙ να κάνω, και την ώρα που τις προσπερνούσα από τα δεξιά τους, τούς λέω το εξής αμίμητο, που πρέπει να καταγραφεί στο βιβλίο Γκίνες ως η πιο ηλίθια ατάκα καμακατζή, όλων των εποχών, σε ολόκληρη την οικουμένη :

 

«…κορίτσια, σας μιλούν τα παιδιά από το αμάξι!».

 

Γουάου, έσκισα!

 

Γυρνάει, λοιπόν, η μία από τις δύο οιστρογόνες (!) και με ένα πολύ βαρύ λάμδα, όχι λόγω Θεσσαλονίκης, αλλά λόγω ασήκωτης μαγκιάς, μού λέει :

«…κι εσένανε, σε τρώει ο κώλλλος σου ;», οπότε εγώ, μόλις συνέρχομαι κάπως από το «ράπισμα» πού ‘φαγα, της απαντώ, (θαυμάστε αντανακλαστικά!), σε υπερβολικά θεατρικό πληθυντικό ευγενείας :

 

«…όχι, δεσποινίς, λίγο πιο μπροστά !!!», και προσπερνώντας τις ταχύτατα, εξαφανίζομαι από προσώπου γης!

 

Πρέπει να ομολογήσω ότι, όχι τόσο τα αντανακλαστικά μου, αλλά το χιούμορ, υπήρξε ανέκαθεν η σανίδα σωτηρίας μου σε ποικίλες άλλες, ανάλογες και μη, περιπτώσεις και ευτυχώς που οι περισσότερες γυναίκες, από τα πρώτα που εκτιμούν σ’ έναν άντρα, (θαυμάστε και μετριοφροσύνη), είναι το χιούμορ!

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Ο ήρωας, της Τζίνας Δαβιλά
Το παγκάκι των 6.000 ευρώ, του Νίκου Βασιλειάδη
Braindead, του Νίκου Βασιλειάδη
2 Σχόλια
  • Χριστίνα Μπουγά
    10 Ιουνίου 2014 at 08:49

    Εξαιρετικό.

  • Γεροτάσος
    10 Ιουνίου 2014 at 04:41

    Ε, ναι, μόνο ένας έντολα συνεσταλμένος θα εξαφανιζόταν μετά από τέτοια θεϊκή απάντηση!

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.