Αναγνώστες

Ταξίδια στον κυβερνοχώρο, της Μαρίνας Μέγα

black-shadow-wallpaper-picture-6ya.jpg
Spread the love

black-shadow-wallpaper-picture-6ya.jpg

 

 

 

 

 

 

* H Μαρίνα Μέγα είναι Δικηγόρος και ζει στη Δανία

 

 

 

 

internetiporta.gr.jpg

 

[Το κείμενο αυτό γράφτηκε μετά από πρόταση ενός φίλου να γράψουμε κάτι από τις εμπειρίες μας στο Ιντερνέτ. Είναι αληθινό, με μόνη αλλαγή στα ονόματα. Η ιστορία μου δεν έχει διαδικτυακό σεξ, ούτε απαγορευμένους έρωτες, μιαν υποψία –καμουφλαρισμένου- φλερτ, αρκετή μοναξιά κι απλές ανθρώπινες ιστορίες.

Πρωτοδημοσιεύεται στο iPorta.gr].

 

Εκεί γύρω στο καλοκαίρι του 1999 ανακάλυψα τη δυνατότητα να παίζω τάβλι στο διαδίκτυο. Περνούσα δύσκολα τότε. Βουτηγμένη τον τελευταίο χρόνο στη θλίψη της απώλειας, ένιωθα ενοχές αν κάτι μου έδινε χαρά κι έτσι είχα αποτραβηχτεί από τις κοινωνικές συναναστροφές, τις εξόδους, τη διασκέδαση γενικά. Όμως ο άνθρωπος έχει ανάγκη τη χαρά και την ανεμελιά κι έτσι όταν μια φίλη με μύησε στο on line παιχνίδι, η καινούρια ασχολία δεν άργησε να γίνει μανία, που κράτησε σχεδόν δυο χρόνια. Ένα προφίλ (αληθές ή αληθοφανές ή εντελώς ψεύτικο) κι ένα ψευδώνυμο ήταν το διαβατήριο κι έτσι η Alexandra (με τα στοιχεία στο προφίλ, δηλαδή: 34-χρονη, δικηγόρος, παντρεμένη, με τρία παιδιά) άρχισε να παίζει τάβλι με άλλους Έλληνες, Ιταλούς, Αμερικάνους, Τούρκους, Κινέζους.

 

Μια και οι κανόνες ήταν φτιαγμένοι ώστε μόνο αν νικούσες παίχτη με υψηλή βαθμολογία ανέβαινες στην κατάταξη, εγώ απέφευγα τους χειρότερους βαθμολογικά και οι καλύτεροι εμένα, αλλιώς η νίκη ήταν χαμένος χρόνος και πλέον στόχος δεν ήταν η χαρά του παιχνιδιού, αλλά η νίκη. Το μυστικό το ανακάλυψα γρήγορα: οι καλοί παίκτες έπαιζαν αργά το βράδυ ως το δικό μας ξημέρωμα, κυρίως από την Αμερική. Όμως τα ψευδώνυμα πρόδιδαν την εθνική καταγωγή: Ermis 63, που ζούσε στη Μινεσότα ή Giannisthyra7 από την Νέα Υόρκη. Σύντομα λοιπόν γίναμε μια παρέα Έλληνες της ομογένειας κι Έλληνες που ξενυχτούσαν στην μητέρα πατρίδα που παίζαμε ατελείωτες ώρες μεταξύ μας, πολλές φορές «δίνοντας» τη νίκη στον άλλο, μόνο και μόνο για να ανέβουμε βαθμολογικά. Άπειρες φορές ξυπνούσα τον άντρα μου, δεινό ταβλαδόρο, για να με βοηθήσει να διαχειριστώ μια δύσκολη ζαριά (είναι θαύμα πόση υπομονή έδειξε τότε μαζί μου!).

 

Παράλληλα μιλούσαμε πληκτρολογώντας στην μπάρα διαλόγου στο τραπέζι ή με πριβέ μηνύματα, δίναμε πληροφορίες για τον εαυτό μας και τη ζωή μας, αληθείς ή ψεύτικες (ανάλογα με τα κέφια μας ή τι πιστεύαμε για τον συνομιλητή), κουτσομπολεύαμε άλλους συμπαίκτες ή απλησίαστους κορυφαίους στην κατάταξη και σχεδιάζαμε πως μπορούμε να τους αποσπάσουμε μια παρτίδα. Με κάποιους λειτουργούσε απ την αρχή σωστά, κέρδιζε ο ένας την εμπιστοσύνη του άλλου και μιλούσαμε με ειλικρίνεια δίνοντας τα πραγματικά μας στοιχεία κι έτσι (κι αφού πέρασαν τη δοκιμασία που θα σου πω παρακάτω) γνώρισα το φίλο μου το Γιώργο, ένα δάσκαλο από το Βόλο, με τον οποίο συνεχίσαμε την παρέα κι εκτός διαδικτύου με κοινές οικογενειακές διακοπές, τον Μιχάλη από την Πάτρα που ζούσε στον Καναδά κι έπαιζε ως Zeus, με τον οποίο μιλούσαμε συχνά στο τηλέφωνο, τον Αντρέα, γεωπόνο από το Ηράκλειο, που μου έστειλε προσκλητήριο του γάμου του με την Αλίκη (που ζούσε κι αυτή στο Ηράκλειο αλλά γνωρίστηκαν στο τάβλι του Yahoo!!)….

 

Με άλλους, έτσι χωρίς λόγο, μου έβγαινε ένας εαυτός πειραχτήρι και μια διάθεση για αμέτρητα ψέματα και συνεννοημένες με τη φίλη μου, είχαμε τρελάνει ένα Δημήτρη από την Ύδρα, αφού η μία επιβεβαίωνε τα ψέματα της άλλης κι έναν Αμερικάνο που του έστειλε μια φωτογραφία της Βάνας Μπάρμπα λέγοντας του ότι είμαι εγώ και μου έγινε ο άλλος «ταγάρι», προσπαθώντας να με κάνει να τον ερωτευτώ!. Με άλλους πάλι γινόμουν απ’ την αρχή επιφυλακτική. Ο τρόπος που έγραφε κάποιος, ο τρόπος που αντί να παίζει τις πρώτες φορές προσπαθούσε να με εντυπωσιάσει, κάτι στην όλη συμπεριφορά του με έκανε επιφυλακτική. Τότε ενεργοποιούσα τις άλλες μου τηλεπερσόνες. Την «Ελένη32» που ήταν μια ξανθιά τριαντάρα, χωρισμένη με ένα παιδί και δούλευε σε μπαρ στην Πάρο και την «Kouklitsa2000» τη μελαχρινή κι αεράτη Ρένα, γύρω στα 28, που ζούσε στην Αθήνα, ήταν παντρεμένη, δεν δούλευε κι έπληττε πολύ.

 

Μ’ αυτά τα ψευδώνυμα έμπαινα στο παιχνίδι και μπορεί με τον ίδιο συμπαίκτη να έπαιζα με το πραγματικό μου όνομα και ταυτόχρονα ως Ελένη κι ως Ρένα. Εκεί να δεις μετάλλαξη… Σοβαροί και κύριοι όταν έπαιζαν μαζί μου, τσιμπούσαν αμέσως όταν έβλεπαν το «προφίλ» των άλλων δύο, λες και το χωρισμένη / μπαρ ή το παντρεμένη/ οικιακά, σηματοδοτούσαν γυναίκες πρόθυμες για διαδικτυακούς έρωτες. Φλέρταραν όχι και πολύ διακριτικά κι επεδίωκαν συναντήσεις, ζητούσαν φωτογραφία ή παρακαλούσαν να ενεργοποιήσω την κάμερα στην συνομιλία. Κι εγώ; αχ , εγώ, χρόνια μετά, αναλύοντας τη στάση μου, διαπίστωσα ότι ενώ η Αλεξάντρα μου ήταν μια γυναίκα που έπαιζε τάβλι και συζητούσε σοβαρά, ήταν μια κυρία που δεν φλέρταρε, αλλά περιφρουρούσε το γάμο της, οι άλλες περσόνες μου ήταν πολύ φλέρτι, έτοιμες να χασκογελάσουν, να αφήσουν υπονοούμενα. Κι ίσως αν τις άφηνα να έφταναν μέχρι διαδικτυακή σχέση, ευτυχώς λέω τώρα, τις ανακαλούσα αμέσως στην τάξη, με αόριστες υποσχέσεις προς τους θαυμαστές τους.

 

Αυτήν, λοιπόν, τη δοκιμασία «πυρακτωμένου σίδερου» ελάχιστοι την πέρασαν με τα χέρια άκαυστα κι αυτοί έγιναν φίλοι καλοί, που ακόμα και σήμερα κρατάμε επαφή, μπορεί να μην μιλάμε συχνά αλλά νοιαζόμαστε ο ένας τον άλλο κι ανταλλάσσουμε κάρτες τα Χριστούγεννα. Κατά δε, ένα μυστήριο τρόπο, μόνο με μια άλλη γυναίκα παίκτρια γίναμε φίλες, όλοι οι άλλοι ήταν άντρες… ίσως φταίει αυτός ο ανόητος κι ανούσιος ανταγωνισμός μεταξύ γυναικών, ίσως φταίει που μεγαλωμένη σαν αγοροκόριτσο σε μια οικογένεια με πολλές αδελφές και κανένα αδελφό, δεν είχα το σύνδρομο της σέξι Μπάρμπι ή της γλυκιάς «πριγκηπέσας σε κίνδυνο» κι ένιωθα πάντα άνετα και ισότιμα με τους άντρες. Από κείνη την παρέα δυο γνωριμίες αξίζει να μνημονεύσω. Τον αμερικάνο αστυνόμο με το ψευδώνυμο Heavyman και τον νεαρό πειραιώτη με το ψευδώνυμο Ploutonas. Ο πρώτος λεγόταν Evan και αγαπούσε την Ελλάδα, όπως την είχε πλάσει στο μυαλό του από την συναναστροφή με Έλληνες στην Aστόρια, που του είπαν πως στα ελληνικά το όνομα του θα ήταν Ευάγγελος. Παίζαμε αρκετά και μιλούσαμε ατελείωτα, διόρθωνα τα ελληνικά του, κι όταν άλλαξε το ψευδώνυμο του σε Vangelis προσπαθούσα να του εξηγήσω το νόημα της «ονομαστικής εορτής» και σαν παιδάκι ενθουσιαζόταν στην ιδέα πώς αν ήταν έλληνας, θα γιόρταζε την μέρα που τιμάται ο Άγιος το όνομα του οποίου έχει, όνομα που θα είχε πιθανότατα ο παππούς του και θα έπαιρνε και το δικό του εγγόνι , ότι στη γιορτή του όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς, χωρίς πρόσκληση, θα έρχονταν σπίτι του για να του ευχηθούν κι αυτός θα κερνούσε ούζο και κρασί κι η γυναίκα του θα έφτιαχνε μεζέδες και γλυκά. Σαν μικρό παιδάκι αντέδρασε όταν του ζήτησα τη διεύθυνση του και του ταχυδρόμησα την γραμματική της νεοελληνικής και τα αναγνωστικά του δημοτικού. Σαν μικρό παιδάκι ένιωθε μπερδεμένος μετά το κτύπημα στους δίδυμους πύργους και προσπαθούσε να καταλάβει γιατί τόσοι λαοί νιώθουν έχθρα για την Αμερική -που υπερασπίζεται όπως μου έλεγε την παγκόσμια ελευθερία και δημοκρατία- γιατί οι Έλληνες ενώ αγαπούν τους αμερικάνους δεν συμπαθούν την Αμερική – κι άντε να του εξηγήσεις με τα λειψά αγγλικά σου και τα λειψά ελληνικά του για τον εμφύλιο, τη χούντα, την Κύπρο. Σαν μικρό παιδάκι έκλαιγε τη μέρα που μου είπε ότι διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας – και ανυποψίαστη από την απουσία του για μέρες από το παιχνίδι, σαν μικρό παιδάκι έκλαψα κι εγώ, τη μέρα που έλαβα ένα email από τη σύζυγο του, Τσεριλ, με το οποίο μου γνωστοποιούσε ότι ο Βαγγέλης είχε πεθάνει κι επιθυμία του ήταν δίπλα στο Εvan να γράψουν και Evangelos… Κι ο Πλούτωνας; Ο ακατάδεκτος, εριστικός έλληνας με την καλύτερη βαθμολογία απ’ όλους, που δεν δεχόταν τις προσκλήσεις μας για παιχνίδι, που συνήθως μιλούσε προσβλητικά κι αν κάποιος «καθόταν» στο τραπέζι του εκμεταλλευόμενος τα δευτερόλεπτα μέχρι να προσκαλέσει εκείνος όποιον ήθελε, έτρωγε «κλωτσιά». Έτσι ξεκίνησε η δική μας γνωριμία, όταν ο διάλογος άναψε με κάτι γαλλικά που μου είπε στα οποία κράτησα επίπεδο. Κάπου εκεί θυμάμαι να του είπα:

 

«Σε ποιο σύμπαν ένας Έλληνας θα κλωτσούσε μια κυρία απ’ το τραπέζι του;»

–«Δεν γουστάρω να «δίνω» παιχνίδια σε κάθε μαλάκα επειδή είναι Έλληνας»

–«Δεν θέλω να μου το δώσεις, θέλω να μου δώσεις την ευκαιρία να παίξω κι ίσως σε νικήσω»

–«Είσαι καλή;»

–«Όχι, αλλά μπορεί να με θέλει το ζάρι»

–«Ο καλός παίκτης δεν στηρίζεται στη σούφρα»

–«Καλός παίκτης εγώ, είπαμε δεν είμαι. Γιατί τόσο μένος με τους πατριώτες σου;»

–«Τι κάνει μια κυρία μεσάνυκτα στο ίντερνετ;»

–«Ξορκίζει τους δαίμονες της»

–«Ο άντρας σου τι λέει;»

–«Συνήθως βρίζει όταν τον ξυπνάω για να με βοηθήσει στα δύσκολα»

–«Χαχα , το μαλάκα…»

–«Με κόβεις γυναίκα που θα παντρευόταν μαλάκα;»

Σιωπή για λίγο, χρόνος όσος να δει το προφίλ μου και μετά:

–«Είσαι πράγματι δικηγόρος;»

–«Θες αντίγραφο του πτυχίου μου για να παίξεις τάβλι;»

–«Σιγά μην είσαι»

–«ΟΚ, θα παίξουμε, είμαι -δεν είμαι;».

Τσακ, η πολυπόθητη πρόσκληση.

Παίξαμε, έχασα και

–«Δίνεις ρεβάνς ή αν τη ζητήσω θα φάω πάλι κλωτσιά;»

–« κοίτα, θα σου «δώσω» το επόμενο να ησυχάσεις».

–«Θα ησυχάσω όταν το πάρω με το σπαθί μου».

Τρεις νύχτες μου πήρε, καμιά δεκαριά παρτίδες παίξαμε κι όλο έχανα. Υπήρχε και μια εύνοια της πλατφόρμας με καλύτερες διπλές ζαριές στο μάζεμα για τους υψηλόβαθμους. Δύσκολο να πετύχεις τη νίκη αν δεν στο έδινε ο άλλος. Οι υπόλοιποι Έλληνες απορούσαν πως κατάφερα τον Πλούτωνα να παίζει μαζί μου, γινόταν πανηγύρι στο τραπέζι μας, όλοι τον έβριζαν κι αυτός επιθετικός και αγενής, ένα του λέγανε, δέκα μπινελίκια έχωνε. Την τρίτη βραδιά -φαίνεται τα στατιστικά μου βοήθησαν-οι ζαριές ήρθαν βολικές, είχα και τον σύζυγο ως σύμβουλο από την αρχή, πήρα την νίκη. Οι υπόλοιποι που παρακολουθούσαν το παιχνίδι άρχισαν να τον ειρωνεύονται, παρά το ότι δήλωσα δημόσια ότι είχα έναν φοβερό ταβλαδόρο βοηθό στο παιχνίδι. Φαινόταν ότι ένιωσε πολύ άσχημα κι άρχισε να τους βρίζει , άνοιξα τότε πριβέ μήνυμα «αγνόησε τους, σε παρακαλώ, η αξία σου δεν μετρά σε μια νίκη στο τάβλι και μάλιστα όχι με μένα αντίπαλο»… Σιωπή και μετά ήρθε η απάντηση.

–«Τελικά είσαι κυρία».

Έτσι γνωρίστηκα με τον Πλούτωνα. Παίζαμε πού και πού, τον ρώτησα το πραγματικό όνομα κι επάγγελμα του, γιατί το Πλούτων και μοντέλο δεν μου ήταν πιστευτά. Όχι , αυτόν δεν τον πέρασα από το τεστ, έτσι κι αλλιώς φαινόταν ότι άλλος ήταν ο δικός του νταλκάς. Επέμενε ότι κατά ένα κακό αστείο ο νονός του τού έδωσε το όνομα αυτό, ότι ήταν άνεργος, ότι όντως έκανε για λίγο το μοντέλο σε ένα μόδιστρο αλλά του την έπεφταν «γεροπουστάρες» και σταμάτησε. Έβγαζε ένα θυμό για όλο τον κόσμο γύρω του που με τρόμαζε και σε κάποια συνομιλία μου θυμάμαι του είπα, ότι αν ποτέ θέλει να μιλήσει, θα ήμουν εκεί να τον ακούσω και να τον συμβουλεύσω σαν μεγάλη αδελφή ή νεαρή θεία, άλλωστε είχε την ηλικία του μεγάλου μου ανιψιού. Κι ένα βράδυ ενώ έπαιζα με κάποιον άσχετο, μου ανοίγει κάρτα πριβέ συνομιλίας.

 

–«Είπες πώς θα μ’ ακούσεις σαν θεία… Έχεις χρόνο;».

Είχα. Κι έλεγε κι έλεγε κι ήταν δύσκολο να πληκτρολογούμε κι έτσι αυθόρμητα του έδωσα το κινητό μου. Μια ώρα μιλούσε κι έσπαγε η φωνή του κι εγώ παρηγορούσα «δύο η ώρα της νυκτός», ένα παρατημένο παιδί 22 χρονών, που πνιγόταν σε ένα κόσμο με φουρτουνιασμένες θάλασσες κι ουρανούς μαύρους, ένα παλικάρι που του τσάκιζαν τα όνειρα κι είχε γύρω του δρόμους κλειστούς. Μεσημέριασε η επόμενη όταν βρήκα μια πρόταση, σαν ένα σωσίβιο να του πετάξω. Πήρε βδομάδες μέχρι να γίνει δεκτός στη σχολή του εμπορικού ναυτικού, χρειάστηκαν πολλά τηλέφωνα, χαρτιά, συμβουλές κι υποδείξεις κι έκτοτε χάθηκε από το παιχνίδι ο Πλούτωνας κι εγώ χάρηκα – γιατί ήξερα. Λίγους μήνες μετά μου πέρασε κι εμένα η κάψα, συνήλθα κι από την οιονεί κατάθλιψη μου, δεν είχα ανάγκη πια έναν βίρτουαλ κόσμο για να ξεφεύγω. Γύρισα εξ ολοκλήρου στην πραγματική μου ζωή και στη δουλειά μου κι όταν ξαγρυπνούσα τον άντρα μου το βράδυ δεν ήταν για να τον ρωτήσω πώς να παίξω το ασσόδυο. Κι ένα χρόνο μετά, ενώ ήμουν στην Εφορία, κτύπησε το κινητό μου, άγνωστος αριθμός, περίεργο πρόσημο. Απάντησα διστακτικά κι άκουσα τον Πλούτωνα «Γεια σου θεία, είμαι στο καράβι, για την πρώτη μου πρακτική άσκηση…».

Μερικά χρόνια μετά μου έστειλε φωτογραφία με το νεογέννητο γιο του.

 

SHARE
RELATED POSTS
glaros.jpg
Γιατί κ. Υπουργέ…«δύο μέτρα- δύο σταθμά»;, του Ιωάννη Γλαρού
Ο έλεγχος των θεσμών, του Παναγιώτη Δελλή
Μια βραδιά ποίησης. Μπορεί να δώσει ζωή;, του Αγαπητού Ξάνθη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.