Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Πόσες γκάφες πια;, του Γιάννη Στουραΐτη

Spread the love

Γιάννης Στουραΐτης

b5c927b0f77a27b81fd38b65df5f2fbf_L.jpg

Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις

PANE DI CAPO – AT RHODES – ΣΤΗ ΡΟΔΟ – ΤΗΛ: 22410-69007

Τρίτη και φαρμακερή!

Ο γκαφατζής αγρίεψε:

Καλοκαιράκι, θερινό σινεμαδάκι, όπου ό,τι μαλακία έργο κι αν παίζει, αυτό που προέχει είναι η διαδικασία:

Μπυρίτσα-σποράκια-τοστάκι, τυροπιτούλα, ή οποιοδήποτε άλλο υποκοριστικό γουστάρει η ψυχή μας!

Βάρδα μόνο, μην σας τύχει να καθίσετε …δίπλα μου!

Τα πράγματα έχουν ως εξής:

Έχουμε πάει με την σινεφίλ γυναίκα μου στον μοναδικό θερινό κινηματογράφο της Ρόδου το μικροκλίμα του οποίου είναι εντυπωσιακό:

Όση ζέστη κι αν έχει «έξω» στην πόλη, «μέσα» στον υπαίθριο χώρο του σινεμά φυσάει σταθερά, σχεδόν πάντα, ένα δροσερό θαλασσινό αεράκι που, συχνά σε αναγκάζει ν’ αναζητήσεις την ζακέτα σου!
Εκείνη την βραδιά, όμως, δεν ίσχυε ο παραπάνω κανόνας. Η ζέστη είχε βάλει γκολ από τ’ αποδυτήρια, αναγκάζοντάς μας ν’ ακολουθούμε συχνά δρομολόγια προς, και από, το μπαρ του κινηματογράφου για ανεφοδιασμό!

Επιστρέφω από το αναψυκτήριο και κατευθύνομαι προς το κάθισμά μου, κρατώντας στα χέρια μου ένα κουτάκι κρυσταλλωμένη μπύρα για μένα κι ένα, εξ ίσου, κρυσταλλωμένο αναψυκτικό για την γυναίκα μου, που περιμένει καθιστή μασουλώντας τα σπόρια της.

Βρίσκομαι στον κεντρικό φαρδύ διάδρομο που χωρίζει την δεξιά ομάδα των καθισμάτων από την αριστερή.

Οι καρέκλες μας δεν είναι ακριανές, οπότε, πρέπει, για να φθάσω στην θέση μου, να διασχίσω τον, δίκην διαδρόμου, αρκετά στενό χώρο που μεσολαβεί ανάμεσα στην δική μας και στη μπροστινή μας σειρά.

Ξέρετε τώρα: «Συγγνώμη…», «παρακαλώ…», «…γεια σου Νίκο, τι γίνεσαι;», «με συγχωρείτε…», «…μπορώ να περάσω;», «…ουπς, σας πάτησα;», κ.λπ.

Λίγο πριν στρίψω για να ξεκινήσω αυτήν την άβολη διαδρομή βλέπω, αρκετά μπροστά μου, εκεί απ’ όπου πρέπει να περάσω, μία γυναικεία σιλουέτα με πλούσιο, μπουκλωτό, ξανθό μαλλί που καταλήγει σε μία ακάλυπτη γυναικεία πλάτη και που, πάω στοίχημα, χωρίς να έχω δει το πρόσωπό της, ότι ανήκει στην στενή μου φίλη από τα παλιά, την Λου!

Κι όταν λέω στενή μου φίλη, εννοώ ότι έχουμε φάει μαζί ψωμί κι αλάτι στα φοιτητικά μας χρόνια στην Θεσσαλονίκη, γεγονός που συνεπάγεται τεράστια οικειότητα μεταξύ μας!

Δεν υπήρχε καμία περίπτωση, ό,τι κι αν έκανε ο ένας στον άλλο, (διότι είμαστε αμφότεροι ανελέητοι καλαμπουρτζήδες), να παρεξηγηθούμε!

Η απόλυτη ελευθερία και άνεση!

Εκεί, λοιπόν, λίγο πριν αρχίσω να διασχίζω την ατραπό μέχρι την θέση μου, και με τα χέρια μου να κοντεύουν να πάθουν κρυοπαγήματα από την κρυσταλλωμένη μπύρα και το αναψυκτικό, μού ‘ρχεται η τρελή, πέρα για πέρα σατανική, ιδέα:

Μιάς κι έχουμε αρκετό καιρό να βρεθούμε, κι έχω και την οικειότητα μαζί της, τρομάρα μου, θα κάνω μια χοντρή πλάκα στην φίλη μου την Λου, που μέχρι εκείνη την στιγμή, παραμένει όρθια και δεν με έχει δει, ενώ εγώ, έχω δει μόνο την πλάτη της και την πλούσια κόμη της!

Χι, χι, τι ωραία! Πολύ μου αρέσουν τα αστειάκια!

Μια και δυό, ξεκινώ τα «με συγχωρείτε…», και «να περάσω…» και «Συγγνώμη…» και τα λοιπά, και φθάνω ακριβώς από πίσω της ενώ, με την πλάτη της, μού κρύβει λίγο και την γυναικούλα μου, που κάθεται μία θέση παραδίπλα.

Αντί να την παρακάμψω και να προχωρήσω στην ακριβώς διπλανή θέση που περιμένει ανυπόμονα την προσγείωση του ποπού μου, τι κάνω, ο αθεόφοβος;

Χα! Μένω κρυμμένος από πίσω της και κολλάω την κρυσταλλωμένη μπύρα στην πλάτη της, λέγοντας παράλληλα με στόμφο και επιτηδευμένη αγένεια, (χε, χε, χε), ένα θεατρικότατο «Συγγνώμη, να περάσω!».

Είπαμε: Με την φίλη μου την Λου έχουμε τεράστια οικειότητα!
Η κοπέλα, απομακρύνει αντανακλαστικά την πλάτη της για ν’ αποφύγει την κρυάδα και ίσως για να μου κάνει χώρο να περάσω, χωρίς όμως να γυρίσει να δει ποιος είναι αυτός ο αγενής μαλάκας, άρα εγώ δεν έχω δει ακόμη το πρόσωπό της και επανέρχομαι δριμύτερος, ξανακολλώντας την γαμημένη την μπύρα στην πλάτη της, κι επαναλαμβάνοντας, στον ίδιο υπερβολικό τόνο, «Συγγνώμη, είπαμε…!».

Περιμένω τώρα εγώ, με το σκανδαλιάρικο χαμόγελό μου και την οργιάζουσα φαντασία μου, να γυρίσει και, βλέποντάς με, έκπληκτη αλλά και ενθουσιασμένη, να με αγκαλιάσει, (τρομερή οικειότητα, σού λέω!), και να μου πει: «Εσύ είσαι, βρε Γιαννάκη! Πώς από ’δώ; Χαθήκαμε ρε παιδί μου!», ή ίσως μιαν ατάκα του τύπου «…τι ωραία, που με δρόσισες ρε μπαγάσα!», ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων…

Όντως γυρνάει, επιτέλους, το δόλιο κορίτσι, φανερά ενοχλημένο, (πώς δεν έφαγα κάναν μπάτσο!), υποθέτω μάλλον για να με βρίσει, ενώ, ευτυχώς, εκείνο ακριβώς το δευτερόλεπτο σώζει την κατάσταση, (όσο ήταν δυνατόν να σωθεί), η γυναίκα μου, η οποία, στο μεταξύ, έχει παρακολουθήσει όλη την σκηνή με γουρλωμένα μάτια, πασχίζοντας, (με κάποιαν ανησυχία, είν’ αλήθεια), να καταλάβει τι ακριβώς μού συμβαίνει, και μού λέει, με δυνατή και καθαρή φωνή, τονίζοντας μία-μία τις συλλαβές:

«Γιαν-νά-κη, δεν εί-ν- αυ-τή η κυ-ρί-α που νο-μί-ζεις!»
Πω, πωω!

Το χειρότερο είναι ότι ΔΕΝ άνοιξε πάραυτα η πουτάνα η γη να με καταπιεί, μόνο μ’ άφησε εκεί, έναν όρθιο κόπανο, να μην ξέρω τι να πω στην φουκαριάρα την κοπέλα, για να δικαιολογήσω τ’ αδικαιολόγητα!

Μετά βίας άρθρωσα έναν ξέπνοο ψίθυρο που παρέπεμπε σε κάτι σαν «με σ υ γ χ ω ρ ε ί τ …», έχοντας γίνει κα-τα-κόκ-κι-νος απ’ την ντροπή μου!

Το επόμενο σκέλος της τιμωρίας μου ήταν ότι αναγκάσθηκα, στην διάρκεια όλου του έργου να καθίσω ανάμεσα στο θύμα μου, από δεξιά, και την γυναίκα μου, από αριστερά ενώ, αισθανόμενος, δικαιολογημένα, απαίσια, πρώτον, δεν μπόρεσα να συγκεντρωθώ και δεν παρακολούθησα καθόλου την υπόθεση του έργου και, δεύτερον, καθήμενος ιδιαίτερα άβολα με στριμμένη την ωμοπλάτη μου, σε μια πολύ φιλότιμη προσπάθεια, (διότι εγώ, κατά βάθος, είμαι καλό παιδί), ν’ αποφύγω να (ξανά) ενοχλήσω την άρτι κακοποιηθείσα διπλανή μου, ακόμη και μ’ ένα ακούσιο άγγιγμά μου, έφυγα από τον κινηματογράφο, μετά από δύο βασανιστικές ώρες, μ’ ένα σοβαρό νευροκαβαλίκεμα που με ταλαιπώρησε επί αρκετές μέρες μετά!

Α! και την μπύρα μου, τελικά, δεν την ήπια!

Όχι γιατί είχε ζεσταθεί στην πλάτη της δύσμοιρης κοπέλας (!), αλλά διότι δεν είχα πια, μετά απ’ όλ’ αυτά, καμία όρεξη να πιω μπύρα!
Είδες τι σου κάνει, καμιά φορά, η (μεγάλη) οικειότητα με τις παλιές σου φίλες;

Για να μην παραδεχθώ ότι, όπως αντιληφθήκατε, μιαν επιρρέπεια στις γκάφες, πώς να το κάνουμε, την έχω!

Γι αυτό, δεν κρατάμε κάποιες αποστάσεις, καλού-κακού;

Για την προστασία όλων μας!

 

ΓΚΑΦΕΣ – ΤΕΛΟΣ ΤΡΙΛΟΓΙΑΣ – ΑΥΛΑΙΑ! (ελπίζω…)

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
Με τους μπόμπιρες στο τραπέζι, του Γιάννη Στουραΐτη
Δημήτρης Κατσούλας
Αφήστε με στον κόσμο μου να ζω, του Δημήτρη Κατσούλα
Μεταφοραί: «Ο Δημήτρης», του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.