Αναγνώστες

Παρακαλώ μην πτύετε, της Ματίνας Ράπτη-Μιλήλη

11805980_1612074449065268_1929602863_n.jpg
Spread the love

 

11805980_1612074449065268_1929602863_n.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

Ματίνα Ράπτη-Μιλήλη

 

 

 

 

 

1222781849jpg1.jpg

 

 

 

Τέτοια περίπου εποχή, μεγαλοβδομαδιάτικα, η μαμά μας έπαιρνε μαζί της βόλτα στην Αθήνα.
Δηλαδή δεν ήταν ακριβώς βόλτα . Πιο πολύ με αγώνα δρόμου έμοιαζε, με μικρές στάσεις για ανασούλες στα καταστήματα και για έπαθλο μια μωβ γρανίτα που σου έβαφε την γλώσσα για δυο μέρες!

 

 

Καλυβιώτης για κουμπιά κόπιτσες και φερμουάρ. Απαραιτήτως ένα πέρασμα (αρπαχτή) από Λαμπρόπουλους και Μινιόν να πάρουμε μια εσάνς Ευρώπης (λατρεμένες κυλιόμενες σκάλες και αρώματα στο ισόγειο!) και πάλι πίσω πάνω κάτω την Ερμού για παπούτσια . Μετά ενα Κολωνάκι να δούμε αν αλλάζει ο αέρας που αναπνέουν εκεί (σνομπαρίες πωλήτριες ήταν το πόρισμα της μαμάς και πολλές ανηφοριές χωρίς λόγο) και πάλι πίσω (με τα πόδια πάντα!) σε όλα τα υφασματάδικα για να βρεθεί το μπεζουλί το κρεπ το σωστό γιατί την επομένη είχαμε μοδίστρα …

  

 

Κι από το πάνε έλα με την μαμά –μαραθωνοδρόμο, είμασταν με την αδερφή μου στο τσακ να παραδώσουμε πνεύμα … ακριβώς τη στιγμή που ένας κουλουράς εμφανιζόταν μπροστά μας σαν από μηχανής θεός για να μας συνεφέρει .

 

 

Με το ταπεινό κουλουράκι Θεσσαλονίκης στο χέρι σαν πολύτιμο λάφυρο -ένεκα που νηστεύαμε αυστηρότατα – περνούσαμε από ένα διάσημο τυροπιτάδικο κάπου στην Βουλής που είχε κάτι θεικές κουρού απο αυτές που κόλαζαν και άγιο…αλλά όχι την μαμά μας Μ.Τρίτη.
Εμάς πρέπει να μας έτρεχαν τα σάλια χαζεύοντας τους “αμαρτωλούς” να καταβροχθίζουν τις τυρόπιτες του διαβόλου και απορούσαμε πως δεν πέφτει φωτιά να τους κάψει, έστω να γίνονταν στήλες άλατος σαν την κυρία Λωτ. Παράξενο!

 

 

Η μαμά στεκόταν και ατένιζε τους “διεφθαρμένους” νέους που κολάτσιζαν και μουρμούριζε με απαξία κουνώντας το κεφάλι της πέρα δώθε:

 

 

-Καλά δεν ντρέπονται καθόλου Μεγάλη Τρίτη! Μανάδες δεν έχουν να τους μαζέψουν! Γι΄αυτό πάμε κατά διαόλου …Αντίχριστοι …

 

 

Έτσι για μας στην τρυφερή εκείνη ηλικία, η έννοια του αντίχριστου ταυτίστηκε με τις τυρόπιτες κουρού στη Βουλής μεγαλοβδομαδιάτικα… Αίσχος!

 

Μετά συνεχίζαμε τον δρόμο μας, εμείς με το κεφάλι καταγής και η μαμά καμαρωτή φουριόζα και χωρίς να έχει βρει τελικά το μπεζουλί το κρεπ το σωστό!

 

 

Κάναμε και μια στάση στην Μητρόπολη για να ανάψουμε ένα κεράκι. Για τους αμαρτωλούς με τις τυρόπιτες αλλά στην πραγματικότητα και για να βρούμε θέση στο τρένο γιατί εκείνες τις μέρες γινόταν της τρελής το πανηγύρι!

 

 

Σέρναμε τα βασανισμένα μας κορμιά μέχρι τον σταθμό στο Μοναστηράκι σαν τις μικρές ξενηστικωμένες αδερφούλες του Βασιλάκη του Καΐλα, τσιμπολογώντας τα σουσαμάκια από τα παλτά μας …

 

 

Θέση στο τρένο; Θα αστειεύεστε βέβαια! Οτι κουβαλούσαμε σακούλες το είπα; Δεν το είπα; Ε, κουβαλούσαμε σακούλες, σακκουλίτσες, σακουλάκια, τις οποίες και τακτοποιούσαμε σαν μπάμπουσκες την μία μέσα στην άλλη έτσι που κατά καιρούς η μαμά πάθαινε μικρούς πανικούς γιατί κει που στεκόταν δεν τις έβγαιναν στο μέτρημα!

 

 

Δεν θυμάμαι τί και πότε ψωνίζαμε !Θυμάμαι όμως πόσο μου έκοβαν τα χέρια οι μεγάλες σακούλες του Μινιόν με τα μαύρα τους κοφτερά χερούλια!

 

 

Γυρνούσαμε σπίτι σαν το σόι του σημαδεμένου… στις παλάμες!

 

 

Έτσι φορτωμένες περιμέναμε το τρένο, που πάντα αργούσε και μέχρι να ‘ρθει χαζεύαμε στην αποβάθρα κάτι μηχανήματα σαν τεράστιες ζυγαριές που σου έλεγαν τα κιλά σου μαζί με την μοίρα σου! Μαγικό!

 

 

Κάποτε το τρένο ερχόταν και διαλέγαμε πάντα μα πάντα το βαγόνι με τον περισσότερο κόσμο! Σαν τον μπαμπά που άλλαζε λωρίδα στην εθνική για να μπει στην λωρίδα με την μεγαλύτερη κίνηση! Επίσης μαγικό!

 

 

Και άμα, λέω άμα, γινόταν κάνα θαύμα και άδειαζε θέση μας τσάκωνε το βλέμμα της μαμάς… εκείνο το άγριο που σήμαινε “τόλμα να κάτσεις και θα τα πούμε σπίτι” γιατί βλέπετε υπήρχε εκείνη η καταραμένη λίστα με την σειρά προτεραιότητας των καθήμενων και αφορούσε τρένα, λεωφορεία και φυσικά εκκλησίες, στην οποία η μαμά έδινε μεγάλη σημασία.

 

 

Με το βλέμμα “τόλμα να κάτσεις και θα τα πούμε σπίτι” δεν παίζεις επ’ουδενί.

 

 

Η λίστα είχε ως εξής: εγκυμονούσες, παπάδες με τις πρεσβυτέρες τους, παππούδες με τα εγγόνια τους, παππούδες με γιαγιάδες, παππούδες σόλο, κυρίες με μωρά, άλλες κυρίες μεγαλύτερες από τη μαμά μας, φορτωμένοι και ταλαιπωρημένοι εργαζόμενοι , συγγενείς (κάποια θεία, κάποιος μπατζανάκης, ένας κουμπάρος, συννυφάδες άφθονες), μπορεί ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός της χώρας και οι 300 της βουλής, η μητέρα και μετά εμείς. Ουφ!

 

 

Πάντα μα πάντα εκπρόσωποι των άνωθεν κατηγοριών βρισκόταν ειδικά στο δικό μας βαγόνι σε μια συνωμοσία διαρκείας που μας ανάγκαζε να μένουμε με τα χεράκια μας ενίοτε και τα ποδαράκια μας για όλη την διαδρομή γραπωμένα στον στύλο καταμεσής του βαγονιού σαν να μας έχουν δέσει στο μεσιανό κατάρτι ιστιοφόρου εν μέσω θαλασσοταραχής! Να πηγαίνουμε πέρα δώθε σαν τις ανεμώνες της θάλασσας μαζί με τους υπόλοιπους σαρδελοποιημένους ορθίους του παλιού βαγονιού με τις τριγωνικές χειρολαβές που έπρεπε να ήσουν από σόι μπασκεμπολίστα για να τις φτάσεις και τις παράξενες αυστηρές ταμπελίτσες κάτω απ΄τα παράθυρα…

 

 

Θυμάται κανείς; Εκείνες τις μικρές επιγραφές που έγραφαν ΜΗΝ ΚΥΠΤΕΤΕ ΕΞΩ ή το άλλο το καταπληκτικό ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΤΥΕΙΝ! Καλά, το “μην κύπτετε” το καταλαβαίνω… Αλλά το άλλο αδυνατώ!

 

Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί θα μπορούσε κάποιος να θέλει να φτύσει έξω από το παράθυρο ενός τρένου ενώ αυτό κινείται! Ήταν πολύ παράξενοι αυτοί οι μεγάλοι τότε!

 

 

Σήμερα βέβαια αυτή η αυστηρή υπενθύμιση δεν θα μου έκανε και τόση εντύπωση γιατί ειδικά σήμερα, όλο και κάτι τριγύρω μας θα είναι για φτύσιμο!

 

 

Και δεν εννοώ φυσικά το ¨φτου να μη σε ματιάσω” το “φτού σκόρδα” ή το “φτου ξελευθερία”.

Εννοώ μια περιποιημένη ροχάλα τύπου “φτου γκαντεμιά”, “φτου σας ρεζίληδες” και “φτου, ντροπή πια” !

 

Αλλά ακόμα κι αν το σήμερα μπλεκόταν με το χθες εγώ θα ήθελα να κρατήσω από αυτό μόνο τα καλά και να είστε σίγουροι πως δεν θα χρειαζόταν καν φίλτρα για να φαίνονταν όλα πιο όμορφα… Άλλωστε καλύτερο φίλτρο απ’τον χρόνο και την παιδική μας φαντασία δεν υπάρχει!
Αν και πολύ θα ήθελα να είχα τότε ένα κινητό τελευταίας τεχνολογίας για να μπορούσα να έβγαζα μια σέλφι με τον κουλουρτζή που έσερνε εκείνο το καρότσι με τα τζαμένια παράθυρα που μέσα είχε τα κουλούρια του, τυράκια και λουκουμάδες ζαχαρωμένους και μας έσωζε από βέβαιη λιποθυμία Μεγάλες Τρίτες στην Ερμού. Και μία με τον πορτιέρη του Μινιόν. Να ανεβάσω στο facebook εμένα και την αδερφή μου να κρατάμε τις πορτοκαλόμαυρες σακούλες και να βογγάμε απ’τον πόνο έτσι που μας “έκοβαν” τα χέρια τα μαύρα τους γυαλιστερά χερούλια!

 

Να «ανέβαζα» στο Ιnstagram τα καινούργια μου πασχαλινά παπούτσια, τους ξύλινους πάγκους από τα υφασματάδικα με τα αμέτρητα τόπια και τον υπάλληλο που ξετύλιγε με μια εντυπωσιακή κίνηση (και γω τον λυπόμουν για το χάος που του αφήναμε φεύγοντας μιας και δεν βρήκαμε ποτέ τελικά το μπεζουλί το κρεπ το σωστό, τί κρίμα).

 

Πόσα like θα μάζευε άραγε ο τοίχος με τα άπειρα συρταράκια των κουμπιών του Καλυβιώτη που αντί για χερουλάκι είχαν το κουμπί που βρισκόταν μέσα!

 

Και πόσα share δεν θα είχε η φωτογραφία με τους “αμαρτωλούς” να μασουλάνε χωρίς ντροπή την πιο νόστιμη κουρού της Αθήνας μια ηλιόλουστη Μεγάλη Τρίτη και το δικό μου μισοφαγωμένο κουλούρι Θεσσαλονίκης σε πρώτο πλάνο!

 

Από την άλλη σκέφτομαι πως αν είχαμε τότε κινητά δεν θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε αυτό που ζούσαμε γιατί θα σταματούσαμε να το σκεφτούμε και να το ¨σκηνοθετήσουμε¨ αφήστε που σε λίγο θα γέμιζε η μνήμη και θα αναγκαζόμασταν να το σβήσουμε…

 

Οπότε καλύτερα έτσι …Χωρίς πολλές αποδείξεις…

 

Εκτός από εκείνη την μπρούτζινη πινακίδα του παλιού βαγονιού που θα μου θυμίζει πάντα τα αυτονόητα.

 

Παρακαλώ ΜΗ ΠΤΥΕΤΕ.

 

Τουλάχιστον όχι χωρίς λόγο!

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Επιτέλους, ήρεμος!, του Ηρακλή Χοροζίδη
Στον αστερισμό των κυβερνήσεων συνεργασίας, του Νίκου Σπ. Ζέρβα
annaDeligiannitsioulpa.jpg
Χρειαζόμαστε σε τούτη τη γη, της Άννας Δεληγιάννη-Τσιουλπά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.