«Μια λίμνη αίματος στο γυαλιστερό μαρμάρινο δάπεδο της εισόδου, ένα ματωμένο κομμάτι από καδρόνι και η Ερατώ Θεοφάνους πεσμένη ανάσκελα με το γυμνό της κρανίο ανοιγμένο. Στην πράσινη μεταξωτή ρόμπα και στην ακριβή της άσπρη νυχτικιά έπλεε το κάτισχνο κορμί της. Η περούκα που φορούσε είχε στρίψει και κάλυπτε το μισό της πρόσωπο επιτείνοντας το φριχτό θέαμα. Στο ένα της χέρι έσφιγγε ακόμη μια οδοντόβουρτσα».
Μόλις σας διάβασα ένα πολύ μικρό απόσπασμα από τη δεύτερη σελίδα τού βιβλίου τής Μάρω Κερασιώτη, «Τρεις μέρες μετά». Κι αυτό το απόσπασμα μας δίνει περισσότερες πληροφορίες απ’ όσες νομίζουμε ότι διαβάσαμε.
Ταυτόχρονα όμως μας εισάγει σε μια αναγνωστική περιπέτεια που μέχρι την τελευταία της σελίδα κρατάει ολοζώντανο το ενδιαφέρον τού αναγνώστη.
Σε ένα τυπικά αστυνομικό μυθιστόρημα, η πλοκή περιστρέφεται συνήθως γύρω από τρεις βασικούς άξονες:
1. Μία τουλάχιστον εγκληματική πράξη που γίνεται γνωστή στον αναγνώστη και στις διωκτικές αρχές.
2. Την αναζήτηση του δράστη ―ή των δραστών― από τις αστυνομικές ή στρατιωτικές και άλλες αρχές ή από κάποιον μισθωμένο ερευνητή-ντετέκτιβ.
3. Την αποκάλυψη του δράστη και την τιμωρία του.
Αυτοί οι τρεις άξονες υπάρχουν στο «Τρεις μέρες μετά».
Αποτελεί αυτό απόδειξη ότι το μυθιστόρημα της Μάρως Κερασιώτη «Τρεις μέρες μετά» είναι αστυνομικό; Όχι, βέβαια. Απλώς, είναι και αστυνομικό.
Το αστυνομικό του ντύμα είναι μια ματωμένη συγγραφική νταλίκα που μέσα της ζουν τις πιο δραματικές στιγμές τους τα μέλη και ο περίγυρος μιας μεσοαστικής οικογένειας στη σύγχρονη Αθήνα.
Και η απεικόνιση αυτή είναι διπλά ενδιαφέρουσα και συναρπαστική καθώς παρακολουθούμε την αιματοβαμμένη αυτή νταλίκα να τους κουβαλάει όλους ―και κυρίως τους θύτες― μέχρι την τελευταία σελίδα.
Οι χαρακτήρες τής Μάρως Κερασιώτη αλληλοσπαράσσονται μέσα στο σκοτάδι που εντός του ζουν, σκέφτονται και κινούνται τρεις μέρες μετά το έγκλημα.
Είναι το σκοτάδι μιας τρελής διαδρομής μέσα σε μιαν αξημέρωτη νύχτα, μέσα σ’ ένα όχημα δίχως φώτα, με χαλασμένο τιμόνι και με πειραγμένα τα φρένα του.
Κι αυτό που λέω για το σκοτάδι, είναι κάτι που το επισήμανε η Πόλυ Μηλιώρη ―φωτίζοντας ένα απόσπασμα του βιβλίου― και το αναπτύσσει στη δική της ομιλία.
Αν ήθελα να δώσω μια περίληψη προσώπων και καταστάσεων θα έλεγα ότι στο βιβλίο της Μάρως Κερασιώτη «Τρεις μέρες μετά…», έχει κυριολεκτικά χάσει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.
Η μάνα, θύμα, Ερατώ έχει από καιρό χαμένο το παιδί Αγάπη, που νοιάζεται μονάχα για τα λεφτά της μάνας της και του πατέρα της. Το παιδί Αγάπη χάνει τη μάνα Ερατώ αφού είναι το θύμα των πρώτων σελίδων. Η εγγονή Λάλη, που νοιάζεται μονάχα για τα λεφτά και της μάνας της και της γιαγιάς της, έχει ρόλο καταλύτη. Γιατί αυτή, με μια μονάχα φράση της, θα παρασύρει και τον Θωμά, γκόμενο της μάνας της, σ’ ένα έγκλημα που ο Θωμάς πιστεύει πως θα του λύσει τα οικονομικά και άλλα προβλήματά του…
Κι αυτός ο Θωμάς, είναι απλώς ένα ηλίθιο όργανο μιας διαταραγμένης Αγάπης (μιλάω για την κόρη του θύματος και εδώ αποδεικνύεται πόσο χρηστικό είναι το όνομα που της έχει δώσει η Μάρω Κερασιώτη) ή είναι κι αυτός ένα αμετανόητο κάθαρμα;
Και η αδελφή τού Θωμά, η Μαρία, πόσο συνειδητά ωθεί τον αδερφό της στην απόγνωση;
Και ο σοφέρ του θύματος, ο Μίλτος Γιαννάκης, εκτός από δυστυχισμένο ορφανό, κατά τύχην διασωθείς ναρκαλιευτής και νεαρός ζιγκολό, μήπως είναι ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να γίνει άλλος αν του είχε δοθεί λίγη αγάπη στα τρυφερά του χρόνια;
Και η Εύα, νονά της κόρης Αγάπης και γκαρδιακή φίλη του θύματος, με τον Ίαν, τον Ιρλανδό άντρα της, τι ρόλο παίζουν και πόσο αντέχουν να βλέπουν όλο αυτό το κακό να τους περιβάλλει χωρίς να φανερώνουν τις υποψίες τους στον αστυνόμο Γιώργο Ξένο;
Όλα αυτά τα πρόσωπα, όλο αυτό το «έλα να δεις» με νέες και παλιότερες σχέσεις μίσους, έρωτα και κοινωνικής συντριβής, το διαχειρίζεται με τέτοια μαεστρία η Μάρω Κερασιώτη, οδηγώντας τον αναγνώστη από σελίδα σε σελίδα ―χωρίς να τον μπερδεύει― σε εγκλήματα δορυφόρους του κεντρικού ηλιακού εγκλήματος που με το πορφυρό του χρώμα βάφει το μυθιστόρημά της.
Πριν συνεχίσω, θέλω να πω δυο λόγια για τη Μάρω Κερασιώτη, όσο την ξέρω σαν φίλη και συγγραφέα και όχι από πολύ παλιά.
Η Μάρω Κερασιώτη, διαθέτει ένα κοσμογονικό νεφέλωμα ιδιοτήτων, δεξιοτήτων και προσόντων. Είναι εικαστικός, είναι γλύπτρια, είναι κεραμίστρια καταξιωμένη, είναι γατόφιλη, κυνόφιλη, υδρόφιλη, παρεόφιλη, πνευματόφιλη, βιβλιόφιλη και γελαστή. Και με μεγάλη κοινωνική εμπειρία και προσφορά.
Πέρα όμως απ’ όλα αυτά, είναι και εξαίρετη ―όσο και έμπειρη― γράφτρα.
Πώς λέμε «ράφτρα»; Ε, κάτι ανάλογο… Αλλά όχι με πατρόν, πανιά, υφαντά και κλωστές σαν πρώτες ύλες αλλά με λέξεις, φράσεις, νοήματα, χρόνο, ρυθμό, μνήμες και αισθήματα.
Συνηθίζουμε όλο αυτό να το λέμε λογοτεχνία.
Και το «Τρεις μέρες μετά» είναι ένα πολύ καλό δείγμα αυτής της τέχνης.
Σαν αναγνώστης μιλάω κι όχι σαν ειδικευμένος κριτικός και μου κάνει μεγάλη τιμή η Μάρω Κερασιώτη που με κάλεσε να πω αυτά που λέω. Και το κάνω με χαρά.
Ας γυρίσουμε λοιπόν στο σχεδόν ρητορικό ερώτημά μου για το αν είναι αστυνομικό το μυθιστόρημα που παρουσιάζουμε απόψε και πώς η Μάρω Κερασιώτη διαχειρίζεται αυτό τον λαβύρινθο σχέσεων.
Το διάβασα το βιβλίο και το ξαναδιάβασα. Δεν μπορώ επομένως να υποκριθώ πώς δεν ξέρω. Όπως ξέρω και το συγκλονιστικό τέλος που δεν πρέπει να αποκαλύψω.
Δηλαδή υπαινίσσομαι πάλι ότι μιλάμε για ένα αστυνομικό βιβλίο;
Με το «Τρεις μέρες μετά», συμβαίνει κάτι παράξενο.
Αν το τοποθετήσεις αποκλειστικά στην αστυνομική λογοτεχνία, το κουτσουρεύεις. Του στερείς τους λογοτεχνικούς του χυμούς που το διαποτίζουν από την αρχή μέχρι το τέλος. Σαν να κλαδεύεις ―αλλά όχι για να δυναμώσουν― τα ψυχογραφικά και κοινωνικά κλαδιά του που περιπλέκονται γύρω από ένα έγκλημα που δεν είναι απλά ένας φόνος αλλά η κατάληξη μιας αλληλουχίας λαθών, συνειδητών ή ακουσίων, που η Μάρω Κερασιώτη τα προσθέτει αριστοτεχνικά στο ψηφιδωτό που στήνει από τις πρώτες σελίδες και που ολόκληρη την εικόνα θα την έχουμε μόνο στο τέλος του βιβλίου.
Όπου όλο αυτό το κουβάρι από αμαρτίες, ύβρεις, λάθη, υπερβάσεις, απληστία, μίση και απουσία ή και κατάχρηση αγάπης τυλίγεται και πνίγει έναν έναν τους ήρωες. Θύματα και θύτες.
Κι όλα αυτά που μόλις είπα, κατατάσσουν το «Τρεις μέρες μετά» της Μάρως Κερασιώτη, στο κοινωνικό μυθιστόρημα. Που όμως δεν θα ήταν τόσο γοητευτικό και συναρπαστικό αν δεν είχε συνυφασμένη μέσα του την αστυνομική ιστορία να σε κρατάει με αγωνία και ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία σελίδα.
Η Μάρω Κερασιώτη έχει φτιάξει καταπληκτικές κεραμικές γοργόνες. Γοητευτικές, αισθησιακές, γήινες και θαλασσινές ταυτόχρονα. Πλάσματα δισυπόστατα και μαγευτικά.
Και μη βιαστείτε να σκεφτείτε εκείνο το κακόγουστο καλαμπούρι ότι η γοργόνα είναι ένα άχρηστο πλάσμα που ούτε να κάνεις έρωτα μαζί του μπορείς, όπως με μια γυναίκα, αλλά ούτε και να το τηγανίσεις σαν ψάρι και να το φας.
Και το βιβλίο αυτό, σαν λογοτεχνικό υβρίδιο, είναι μια γοητευτική γοργόνα.
Αστυνομικό και κοινωνικό – ψυχολογικό.
Σκληρό και τρυφερό. Ανελέητο και φιλεύσπλαχνο. Άτεγκτο από άποψη αρχών αλλά ταυτόχρονα επιεικές απέναντι στους χαρακτήρες που σμιλεύει και παρουσιάζει. Και εδώ κρύβεται η βαθιά γνώση και μακροχρόνια προσωπική εμπειρία της Μάρως Κερασιώτη ―ως εθελόντριας δασκάλας κεραμικής σε φυλακές― γι’ αυτό που συνηθίζουμε να λέμε υπόκοσμο και να τον ξορκίζουμε ενώ απλώς είναι ένας άλλος κόσμος δίπλα μας.
Το «Τρεις μέρες μετά» είναι ένα διφυές ―τουλάχιστον― μυθιστόρημα που η αστυνομική του πλευρά φωτίζει τον κοινωνικό του χαρακτήρα και η κοινωνική και ψυχολογική του ανάγνωση γίνεται πιο ελκυστική και ευκολοδιάβαστη ―αλλά ποτέ “εύκολη”, με τη μειωτική έννοια της λέξης― μέσα από το αστυνομικό στοιχείο που το διαπερνά.
Τρυφερό και πολυεπίπεδο, σαν γυναίκα, στον τρόπο που μας φανερώνει εξαιρετικά πολύπλοκες σχέσεις ανθρώπων και ικανό, σαν ποντοπόρο ψάρι, να μας ταξιδέψει σ’ ένα πέλαγος κοινωνικών και διαπροσωπικών προβλημάτων.
Έχουμε να κάνουμε με μια πολυσέλιδη γοργόνα που μας καλεί με τα μάγια της να την εμπιστευτούμε και να την ακολουθήσουμε. Που οι γυναικείες της σελίδες μάς πείθουν ότι ελάχιστα από τα προβλήματά μας είναι άλυτα όταν υπάρχει αγάπη και ενσυναίσθηση. Και που η μέσα της θαλασσινή αρετή, τόλμη και ελευθερία, μάς παρασύρει σ’ ένα απολαυστικό λογοτεχνικό ταξίδι μέχρι τους ακρότατους ορίζοντες της ανθρωπιάς μας.
Σ’ ένα βιβλίο του Τέρι Ήγκλετον σχετικά με τις αρχές τη θεωρίας της λογοτεχνίας, που μας είχε δανείσει ―στη γυναίκα μου και σε μένα― η φίλη Πόλυ Μηλιώρη, είχα διαβάσει ότι πολλές φορές οι κριτικοί της λογοτεχνίας ξεχνάνε πως οι περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν βιβλία για να χαρούν.
Φυσικά, δεν αναφερόταν σε μαθητές, φοιτητές ή ερευνητές.
Αυτό όμως είναι μια μεγάλη αλήθεια που πολλοί κριτικοί τής λογοτεχνίας το παραβλέπουν: ότι οι περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν εθελοντικά για την ηδονή της ανάγνωσης, για το ταξίδεμα του νου και το ακόνισμα της σκέψης. Διαβάζουν γιατί τους αρέσει να διαβάζουν ιστορίες ανθρώπων κι όχι μόνο. Σπάνια ο μέσος αναγνώστης διαβάζει κάτι που δεν του δίνει χαρά.
Κι αυτό μπορώ να το πω: Το βιβλίο της Μάρως Κερασιώτη, «Τρεις μέρες μετά», μου έδωσε τη χαρά της ανάγνωσης. Το χάρηκα, που λένε.
Το ξεκίνησα με το τρακ που έχουμε κάθε φορά που προσεγγίζουμε το νέο έργο ενός φίλου. «Θα μ’ αρέσει;» σκεφτόμουν πριν το αρχίσω και το μύριζα, το πασπάτευα, το ξεφύλλιζα και το στριφογύριζα στα χέρια μου με δισταγμό. «Κι αν δεν μ’ αρέσει; Τι της λένε; Και δεν θα το καταλάβει αν το παινέψω στα ψέματα;»
Και έτσι, άργησα να το ξεκινήσω.
Αλλά όταν άρχισα να το διαβάζω, το διάβαζα με χαρά, και με μερικά «ουφ» στην αρχή και πιο πολλά «Άαα!».
Τα «ουφ» ήταν για την ανακούφιση που ένιωθα καθώς γοητευόμουν από τη γλώσσα, την πλοκή, την υπόθεση, την οικονομία της αφήγησης και τους χαρακτήρες. Και τα «Άααα!» ήταν τα θαυμαστικά μου για κάποιες αράδες που με κεντούσαν και με μπόλιαζαν με τη μαστοριά τους και με τη δυνατότητα που μου έδιναν να μπω κι εγώ στο έργο, να συλλειτουργήσω με την δημιουργό.
Είναι κάποιες σελίδες ή αράδες που μας αφήνουν, σαν χαραμάδες στην αφήγηση, να ρίξουμε το προσωπικό μας φως σ’ ένα κείμενο. Είναι η απουσία του υπερβολικού αλέσματος της τροφής, δείγμα εμπιστοσύνης του συγγραφέα στα δόντια και την επάρκεια του αναγνώστη. Αυτά ακριβώς είναι τα στοιχεία που του προσθέτουν γοητεία, χάρη όπως και μυστήριο. Κι αυτό, για μένα, είναι καλό. Σε κάθε έργο τέχνης, τα ανείπωτά του είναι μερικές φορές εκείνα που μας οδηγούν πολύ πιο μακριά και πολύ πιο βαθιά στην απόλαυση απ’ όσο η επιτηδευμένη και αγωνιώδης προσπάθεια προσέγγισης της τελειότητας.
Όπως έχει γράψει ο Όσκαρ Ουάιλντ, «η τελειότητα έχει πολύ μικρές δυνατότητες βελτίωσης». Και κάθε έργο τέχνης ολοκληρώνεται και τελειώνεται μέσα από την κατανάλωσή του.
Άρα, για μένα, το βιβλίο τής Μάρως Κερασιώτη, «Τρεις μέρες μετά», είναι ένα καλό βιβλίο.
Υποκειμενική η κρίση μου; Εννοείται, αφού εγώ μιλάω. Αλλά επειδή έχω διαβάσει κάμποσα βιβλία, και πολλά από αυτά αστυνομικά, νομίζω ότι η κρίση μου δεν είναι του πεταματού.
Εξ άλλου, εμπιστεύομαι και τη φίλη μου Μάρω Κερασιώτη που με εμπιστεύτηκε να μιλήσω σήμερα. Ίσως κάτι παραπάνω από μένα να ξέρει… Όπως και η Πόλυ Μηλιώρη, που παινεύομαι να την συγκαταλέγω στις δασκάλες μου.
Και πιστεύοντας ότι πρόκειται για ένα καλό βιβλίο, θεωρώ ―το ξαναλέω― τιμή μου που με προσκάλεσε η Μάρω Κερασιώτη να μιλήσω σήμερα για το βιβλίο της.
Και μάλιστα στο ίδιο τραπέζι μαζί με την Πόλυ Μηλιώρη, που πάντα προσπαθώ να την πείσω ότι δεν έκανε λάθος όταν, πριν από μερικά χρόνια, με αποκάλεσε «μελλοντικό ομότεχνό της».
Αλλά έχω να σας πω και κάτι ακόμα.
Πριν αποφασίσω να δεσμευτώ για τη συμμετοχή μου στη σημερινή παρουσίαση, έλεγξα τις τρεις ερωτήσεις που κάνω πάντα στον εαυτό μου πριν καταλήξω σε μια απόφαση σχετικά με ένα βιβλίο. Κι αυτές είναι οι εξής:
Πρώτη ερώτηση: Μου αρέσει; Κι αυτή η ερώτηση έχει τρία πόδια, σαν ένα σκαμνί που πατάει σταθερά σε κάθε πάτωμα όσο ανώμαλο κι αν είναι: Γλώσσα, θέμα, δομή.
Δεύτερη ερώτηση: Θα το σύστηνα σε φίλους;
και
Τρίτη ερώτηση (επειδή γράφω κι εγώ): Το ζήλεψα; Ζήλεψα κάποιες σελίδες του;
Η απάντησή μου ―σαν αναγνώστης και σαν συγγραφέας― ήταν «ναι» και στις τρεις αυτές ερωτήσεις και υποερωτήσεις.
Και έτσι, χωρίς καμιά επιφύλαξη, σας καλώ να βάλετε το «Τρεις μέρες μετά…» της Μάρως Κερασιώτη μέσα στις επόμενες αναγνωστικές επιλογές σας.
Αν ήταν να γράψω μόνο δυο αράδες για το βιβλίο αυτό, θα έλεγα ότι είναι:
Μια γοητευτική λογοτεχνική γοργόνα που ξέρει να κολυμπάει και στο αίμα και στην αγάπη και σε παίρνει μαζί της σ’ ένα συναρπαστικό αναγνωστικό ταξίδι.
Γνωρίστε την και θα βγείτε κερδισμένοι.
Κωστής Α. Μακρής