Πόρτα στην Ιστορία

Νικόλαος Βότσης: ένας άλλος Κανάρης, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

Spread the love

 

 

 

 

 

 

 

  Δήμητρα Παπαναστασοπούλου

 

 

 

epeteiakodim.jpg

 

Ο Οκτώβριος είναι για τη Θεσσαλονίκη ο πιο γορταστικός, ο πιο λαμπερός από όλους τους υπόλοιπους. Έχοντας την τύχη να ζήσω εκεί για κάτι παραπάνω από είκοσι χρόνια, με την ονομαστική μου εορτή να συμπίπτει με την απελευθέρωση της Νύφης του Βορρά μας, αυτός ο μήνας εγκαταστάθηκε μόνιμα και γιορτινά στην καρδιά μου. Ακόμη και τώρα που ζώ στην Αθήνα, φτάνει μια μικρή αναφορά στην αγαπημένη Θρσσαλονίκη για να μεταφερθώ νοερά εκεί, να περπατήσω στους δρόμους της και στην παραλία, να αισθανθώ το κρύο άγγιγμα του Βαρδάρη και την αρμύρα της θάλασσας στο πρόσωπό μου, την πρωινή ομίχλη στα μάτια μου, τις αγκαλιές των ακριβών μου φίλων στην καρδιά μου.

 

Σαν σήμερα, στις 18 Οκτωβρίου 1912, ο Νίκος Βότσης έγραψε τη δική του χρυσή σελίδα στην ιστορία της Θεσσαλονίκης. Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια μυθιστορηματική εξιστόρηση της σπουδαίας πράξης του, μέσα από τα μάτια της ψυχής μου.

Είναι αφιερωμένο σε όλους εσάς, αγαπημένοι μου.

 

***

 

Στο αδύναμο φώς του φθινοπωρινού πρωινού, ένα μικρό τορπιλοβόλο σκάφος με το διακριτικό όνομα « Τ- ΙΙ » και είκοσι τρία άτομα πλήρωμα, αφήνει τη Σκάλα του Λιτοχώρου και ανοίγεται στην θάλασσα. Προορισμός του είναι το λιμάνι της Σαλονίκης. Ο νεαρός υποπλοίαρχος, ένας ψηλός, μελαχρινός άνδρας με το απαραίτητο τσιγκελωτό μουστάκι, απολαμβάνει τον σεβασμό του μικρού του πληρώματος. Όλοι πιστεύουν σ’ αυτόν και τις ικανότητές του. Τους διάλεξε εκείνος, έναν προς έναν. Είναι ψύχραιμος και ήρεμος. Δίνει τις εντολές του ήσυχα και επιστατεί με άνεση το μικρό του βασίλειο.

Το μικρό, παλιό, αλλά ευκίνητο τορπιλοβόλο συνεχίζει το ταξίδι του μέχρι τη Σκάλα του Ελευθεροχωρίου. Εκεί σταματά και περιμένει να νυχτώσει. Στις εννέα και είκοσι το βράδυ, με τα φώτα του σβηστά, βάζει πλώρη για το Καραμπουρνού, παρέα με ένα πολύ δυνατό γραίγο και συννεφιασμένο ουρανό.

Στο Καραμπουρνού οι Τούρκοι έχουν εγκαταστήσει τέσσερα μεγάλα πυροβόλα και φωτίζουν περιστροφικά όλο το χώρο με δυνατούς ηλεκτρικούς προβολείς. Το τορπιλοβόλο, όχι μόνο πρέπει να αποφύγει τους προβολείς, αλλά και όλες τις νάρκες που έχουν τοποθετήσει οι Τούρκοι. Ένας τρίτος κίνδυνος είναι τα αβαθή νερά της περιοχής, από τις εκβολές του ποταμού Βαρδάρη .

 

Ο υποπλοίαρχος, όμως, είναι προετοιμασμένος καλά. Γνωρίζει τα πάντα και βάζει τον ένα από τους δύο ψαράδες να βολίζει το γιαλό, ώστε να αποφύγουν τις πέτρες. Για τις νάρκες δεν φοβάται. Το μικρό βύθισμα του πλοίου του, μόλις δύο μέτρα, βρίσκεται ψηλότερα από τις νάρκες. Όλη του η προσοχή είναι στους προβολείς.
Ο άνεμος είναι με το μέρος τους και κινεί το πλοιάριο χωρίς την ανάγκη των μηχανών του. Με τις υπολογισμένες του κινήσεις κατορθώνει και αποφεύγει τους προβολείς, κινείται σαν σκιά και περνά μεταξύ Καραβοφάναρου και Βαρδαρίου. Μακριά, πλέον, από τους προβολείς κινείται ολοταχώς προς το λιμάνι. Μπαίνει ήσυχα και ψάχνει το στόχο του. Βλέπει με τα κιάλια του το τούρκικο θωρηκτό Φέτχ ι Μπουλέντ, να στέκει στην δυτική άκρη του κυματοθραύστη σε θέση αντίθετη από τον άνεμο που φυσά δυνατά. Ο υποπλοίαρχος γνωρίζει τόσα για τον στόχο του, που θα μπορούσε να περπατά με κλειστά μάτια μέσα σ’ αυτόν.

 

Κοιτώντας ένα γύρω με τα κιάλια, βλέπει άλλα δυο πλοία :ένα ρωσικό και ένα αγγλικό- πολεμικά και τα δύο. Αυτά πρέπει να τα αφήσει εκτός βολής, όπως και άλλα τέσσερα τουρκικά ρυμουλκά, που δεν τον ενδιαφέρουν. Στόχος του είναι το Φέτχ ι Μπουλέντ, το παροπλισμένο θωρηκτό, που εκτελεί χρέη αποθήκης και είναι η έδρα και το σπίτι του Τούρκου Διοικητή του Ναυτικού, του μπίνμπαση Αζίζ Μαχμούτ μπέη. Δίπλα του, σιωπηλό, στέκει το παλιό κανονιοφόρο Φουάτ.

 

Το «Τ-ΙΙ» κινείται ήρεμα και αθόρυβα, πλησιάζοντας σαν φίδι το τουρκικό θωρηκτό. Σε απόσταση εκατόν πενήντα μέτρων σταματά, κατευθύνοντας την πρώρα του στο μέσον του θωρηκτού.

 

Ο υποπλοίαρχος δίνει εντολή στον τορπιλητή να ρίξει την δεξιά τορπίλη:

«Έλξον!»

 

Η ώρα είναι έντεκα και τριάντα πέντε, λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Η δεύτερη εντολή που δίνει συγχρόνως, είναι να πάρει το πλοιάριο νέα θέση, λίγο αριστερότερα και ακολουθεί η τρίτη εντολή, για την αριστερή τορπίλη:

«Έλξον!»

Η τέταρτη εντολή είναι να κάνουν ολοταχώς πίσω και να απομακρυνθούν από το πλοίο, στο οποίο έχουν φθάσει με επιτυχία και οι δύο τορπίλες. Οι εκρήξεις είναι απανωτές και ο υποπλοίαρχος βλέπει να ανάβουν φώτα στα δωμάτια των αξιωματικών, ενώ το πλοίο αρχίζει να βυθίζεται με την πρώρα του, γέρνοντας δεξιά.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή δίνει εντολή στον Ύπαρχο να ρίξει και την τορπίλη του καταστρώματος. Η βολή του Ύπαρχου δεν είναι καλή∙ η τορπίλη σκάει με τεράστιο κρότο πάνω στον κυματοθραύστη και ανοίγει σαν πυροτέχνημα, φωτίζοντας απόκοσμα την πόλη.Ο υποπλοίαρχος αδιαφορεί. Το έργο του έχει στεφθεί με επιτυχία. Το θωρηκτό βυθίζεται. Το σπίτι του Τούρκου ναυτικού διοικητή βυθίζεται. Τίποτε άλλο δεν έχει σημασία και φεύγουν.

 

Ο υποπλοίαρχος έχει να αντιμετωπίσει για άλλη μία φορά τους προβολείς στο Καραμπουρνού. Είναι φανερό ότι οι φύλακες έχουν ειδοποιηθεί, γιατί τώρα ανάβουν όλοι οι προβολείς. Ο ενθουσιασμένος υποπλοίαρχος, όχι μόνο περνά για δεύτερη φορά απαρατήρητος, αλλά κάνει και άλλη μία παράτολμη πράξη: Περνώντας ακριβώς μπροστά από τα πυροβόλα του Καραμπουρνού, ρίχνει ο ίδιος μία βολή με το ταχυβόλο του πλοίου από απόσταση 2.500 μέτρων. Είναι μία βολή που είχε υποσχεθεί στους άντρες του ότι θα την έριχνε, και κράτησε το λόγο του.
Κόντευε τέσσερις το πρωί, όταν το «Τ-ΙΙ» έφευγε υπερήφανο για να πάει στην Βρωμερή Αικατερίνης, όπου, δηλαδή, είχε εντολή να πάει. Ο υποπλοίαρχος Νίκος Βότσης έχει κάθε λόγο να αισθάνεται υπέροχα. Ο εγγονός του συνονόματου ναυτικού ήρωα της Επανάστασης του Γένους και ανιψιός του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη έχει γίνει άλλος ένας Υδραίος ήρωας.

 

Ο κρότος ξύπνησε τον κόσμο του φραγκομαχαλά, του λιμανιού και του κέντρου της Σαλονίκης. Η πρώτη εντύπωση ήταν ότι έγινε σεισμός. Όσοι διασκέδαζαν, παράτησαν στη μέση το τραγούδι και τον χορό και βγήκαν στους δρόμους να μάθουν τι έγινε. Το καιγόμενο σκάφος, η μυρωδιά των καμένων ξύλων, ο παφλασμός των νερών και η απουσία του τεράστιου όγκου του θωρηκτού, είχε σαν αποτέλεσμα την έκρηξη χαράς για όσους Έλληνες βρέθηκαν από τύχη κοντά στο λιμάνι.

 

Οι τούρκοι αστυνομικοί τρέχουν αλαφιασμένοι πάνω- κάτω, χωρίς να μπορούν να κάνουν το παραμικρό. Στο τέλος, μένουν θλιβεροί θεατές του εντυπωσιακού βυθίσματος του θωρηκτού τους και παρακολουθούν τις φλόγες που μένουν αρκετή ώρα ζωντανές μέσα στο νερό, πριν σβήσουν. Θα μετρήσουν δεκατέσσερις νεκρούς-δεκατρείς ναύτες και ο ιμάμης του πλοίου.

 

Το νέο μεταδόθηκε σαν αστραπή σε όλους τους Έλληνες και οι οινοποσίες συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη ευχαρίστηση από τους ξενύχτηδες.

 

Όλοι οι πρόξενοι, με επι κεφαλής τον γενικό πρόξενο της Αγγλίας, Χάρρυ Λάμπ, άρχισαν να παίρνουν κοινά μέτρα για την προστασία των υπηκόων τους, περιμένοντας με αγωνία να έλθουν πολεμικά σκάφη, για την δική τους ασφάλεια, στο λιμάνι.

Πρώτο έφθασε το αγγλικό Χαμσάϊρ. Ακολούθησαν άλλα δύο αγγλικά καταδρομικά, ένα αυστριακό θωρηκτό και μία γαλλική φρεγάτα, η Bruix. Το βράδυ της Παρασκευής, οι πρόξενοι της Αγγλίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας πήγαν να δουν τον Φρούραρχο, Μουεντίν πασά και τον πίεσαν να λάβει άμεσα μέτρα ασφάλειας. Ο πρόξενος της Αγγλίας, τού τόνισε έντονα ότι αν διακινδύνευε περιουσία ή ζωή κάποιου ξένου υπηκόου, θα έριχναν την ευθύνη στις τουρκικές Αρχές και στην ηγεσία του στρατού. Ο Μουεντίν φρόντισε να τους καθησυχάσει και έσπευσε να ενημερώσει τον Ταχσίν Πασά, που βρισκόταν στο Τόψιν.

Εδώ και μέρες επικρατούσε αναβρασμός μέσα στην πόλη. Αποκλεισμένη εντελώς από χερσαίες συγκοινωνίες, με τα πλήθη των εξαθλιωμένων και πανικόβλητων προσφύγων από τα γύρω χωριά να συρρέουν κατά εκατοντάδες ζητώντας ασφάλεια, τους Τούρκους να φοβούνται και τους Εβραίους να έχουν κλεισθεί στα σπίτια τους, οι Έλληνες ήταν οι μόνοι που ανέπνεαν πιο ελεύθερα, με την πίστη της ελευθερίας να φλογίζει τις καρδιές τους. Ήταν οι μόνοι που γελούσαν και τραγουδούσαν.

Ο τορπιλισμός του Φέτχ ι Μπουλέντ τους ξεσήκωσε ακόμη περισσότερο. Όλοι παρομοίαζαν τον Βότση με τον Κανάρη, όλοι περίμεναν να ξημερώσει η ημέρα που η Σαλονίκη θα γινόταν πάλι δική τους, όλοι ήταν σίγουροι ότι αυτή η ημέρα ήταν κοντά.

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Η Ελλάδα του 1740 με τα μάτια ενός εμπόρου- Α΄μέρος
Ρόδος, 5 Μαρτίου “Ματωμένα Χώματα” με τον Γρηγόρη Βαλτινό στην αφήγηση. Μουσική παράσταση από τον Δήμο Ρόδου
341370_339431566072596_1342004445_o.jpg
Campociaro – Ελεούσα: 80 χρόνια μετά, του Πάνου Βενέρη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.