Βιβλίο

Διαβάζοντας: “Κι όμως, όμορφα”, του Άγγελου Κουτσούκη

Spread the love

Ο  Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.

 

Βιβλιοπρόταση: Άγγελος Κουτσούκης: “Ο άνθρωπος που έμενε στον Φάρο” από τις εκδόσεις Φίλντισι

 

“ΚΙ ΟΜΩΣ, ΟΜΟΡΦΑ…” του GEOFF DYER  εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ

“Ενα βιβλίο για την τζαζ” είναι ο υπότιτλος αυτού του βιβλίου που, πραγματικά, δυσκολεύεσαι να ταξινομήσεις.  Δεν είναι ιστορικό βιβλίο, με την έννοια ότι περιγράφει την πορεία της τζαζ ή κάποιων εκπροσώπων της. Όχι. Ο συγγραφέας  είναι βαθύς γνώστης αυτής της μουσικής και κάνει κάτι άλλο: Ανασυνθέτει τις ζωές κάποιων  σπουδαίων μουσικών της που, επί της ουσίας, άλλαξαν την πορεία της τζαζ μέσα από την προσωπική τους ματιά. Και λέω “ανασυνθέτει,, γιατί δεν περιγράφει βιογραφικά την ζωή τους, αλλά με αφορμή κάποιες φωτογραφίες, κάποια στιγμιότυπα  που έχουν τραβηχτεί στην διάρκεια της καριέρας τους, ανασυνθέτει με λογοτεχνική χροιά  στιγμιότυπα από τις  ζωές τους.

Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

“Κι όμως, όμορφα….Ένας ασυνήθιστος τίτλος για ένα ασυνήθιστο βιβλίο, που δύσκολα ταξινομείται. Ενα κομψοτέχνημα γραφής που αποτυπώνει στιγμιότυπα από τη ζωή μεγάλων μορφών της τζαζ για να μας οδηγήσει στην ίδια την ψυχή της μουσικής: Λέστερ Γιάνγκ, Θελόνιους Μόνκ, Μπάντ Πάουελ, Μπεν Ουέμπστερ, Τσάρλς  Μίνκους, Αρτ Πέπερ, Ντιούκ Ελινγκτον, Ντίζι Γκιλέσπι…Οι ατέλειωτες νύχτες πάνω στη σκηνή.το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, η σκληρότητα του δρόμου, η αυτοκαταστροφική ταύτιση με τη μουσική.ο ρατσισμός, η ζωή στα όρια, όλα αυτά συνθέτουν τον βιωματικό τρόπο της τέχνης τους, Τον οποίο αναπλάθει ο Ντάιερ.

Δεξιοτέχνης της πρόζας και βαθύς γνώστης του αντικειμένου του, προσφέρει ένα ποιητικό κλειδί για την κατανόηση μιας επαναστατικής μουσικής γλώσσας. Ο Ντάιερ γράφει σαν να αυτοσχεδιάζει ένα μουσικό κομμάτι, μετατρέποντας τον αναγνώστη του σε ακροατή, δίνοντάς του να ΄΄διαβάσει ήχους΄΄. Η πρώτη ύλη που χρησιμοποιεί είναι ρήσεις μουσικών, πληροφορίες για τη ζωή τους και φωτογραφίες τους στη σκηνή. Αυτές είναι οι “σταθερές ” του, η αφετηρία ενός δημιουργικού αυτοσχεδιασμού, ο οποίος τον οδηγεί στο χώρο της μυθοπλασίας, όπως ακριβώς ένας μουσικός της τζαζ αυτοσχεδιάζει ακουμπώντας στις “σταθερές” της μουσικής παράδοσης. Σε αυτό το βιβλίο μετασχηματίζονται εικόνες, ήχοι και πληροφορίες σε τέχνη του λόγου, μέσα από την οποία ο αναγνώστης αφουγκράζεται την καρδιά της τζαζ”.

Ο Geoff  Dyer πλησίασε με μεράκι το θέμα του. Βαθύς γνώστης της τζαζ και των μουσικών της από τη μιά,με πολύ καλή λογοτεχνική πένα από την άλλη.μας παραδίδει τα πορτραίτα του Λέστερ Γιανγκ, του Τσετ Μπαίηκερ, του Θελόνιους Μόνκ, του Μπάντ Πάουελ,του Μπέν Ουέμπστερ, του Τσάρλς Μίνκους. του Αρτ Πέπερ, του Ντιούκ Ελινγκτον, του Ντίζι Γκιλέσπι, όπως αυτά προκύπτουν μέσα από ασπρόμαυρες φωτογραφίες της εποχής, μέσα από λεπτομέρειες του παιξίματός τους, και τελικά μέσα από βιογραφικά τους στιγμιότυπα που δεν έχουν καταγραφεί στην επίσημη ιστορία τους αλλά μεταδόθηκαν από στόμα σε στόμα από άλλους συναδέλφους τους μουσικούς.

΄΄Η τζαζ ήταν η τέχνη του να φτιάχνεις τον δικό σου ήχο,να βρίσκεις έναν τρόπο να είσαι διαφορετικός απ΄όλους τους άλλους,να μην παίζεις ποτέ το ίδιο πράγμα δυό νύχτες στη σειρά΄΄.γράφει ο συγγραφέας κάποια στιγμή.

Και λίγο παρακάτω: “Ο Κερκ ήταν σαν τον Μίνγκους: ό,τι έπαιζε, είχε μέσα του την κραυγή, το ουρλιαχτό που είναι η παλλόμενη καρδιά της μαύρης μουσικής, μιά κραυγή πίκρας, ελπίδας, εναντίωσης,πόνου. Οχι μόνο αυτό, αλλά κι έναν χαιρετισμό ,κάτι που το φώναζες στους φίλους και τ΄αδέρφια σου για να τους ειδοποιήσεις ότι έρχεσαι. Οσο κι αν άλλαζε η τζαζ, αυτή η κραυγή έπρεπε να είναι εκεί. Αν έβγαζες τα μόνταλ στοιχεία, υπήρχε το σουίνγκ, πίσω από το σουίνγκ τα μπλούζ, πίσω από τα μπλούζ αυτή η φωνή, η κραυγή των σκλάβων στα χωράφια΄΄.

Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα  μπορείς να περιγράψεις την μουσική με λέξεις. Γι ΄αυτό και ο συγγραφέας προτιμάει την περιγραφή της ατμόσφαιρας  της εποχής και των προσώπων. Αυτό που κάνει είναι μυθοπλασία. Αλλά μιά μυθοπλασία που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Καταφέρνει να βάλει τον αναγνώστη μέσα στην εποχή που περιγράφει, μιά εποχή ιδιαίτερα σκληρή για τους μουσικούς της τζαζ. Είχαν να αντιμετωπίσουν την κοινωνική προκατάληψη, τον ρατσισμό, ακραίο πολλές φορές. Και από την άλλη, την αναγνώριση ενός μέρους του κόσμου που καταλάβαινε ότι αυτοί οι μουσικοί έπαιζαν με την ψυχή τους. Και αυτό τους κρατούσε.

 

“Κύτταξε το πρόσωπό του, γεμάτο πόρους και χλωμιασμένο από το ποτό, και αναρωτήθηκε αν η ζωή η δική της και η δική του είχαν μέσα τους, από τη γέννησή τους,τ ο σπόρο της καταστροφής, μιά καταστροφή που την είχαν ξεγελάσει για κάποια χρόνια μα δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποφύγουν. Ποτό, ναρκωτικά, φυλακή. Δεν ήταν ότι οι τζαζίστες πεθαίναν νέοι, απλά γερνούσαν πιό γρήγορα. Κι εκείνη είχε ζήσει χίλια χρόνια μέσα στα τραγούδια που είχε τραγουδήσει, τραγούδια για πληγωμένες, βασανισμένες γυναίκες και για τους άντρες που αγάπησαν.

Ενας  μπάτσος πέρασε δίπλα τους, και μετά ένας παχουλός τουρίστας που δίστασε, τους ξανακοίταξε, αποφάσισε τελικά να μιλήσει, και τη ρώτησε με γερμανική προφορά αν είναι η Μπίλι Χολιντέι.

“Είστε μία από τις δύο μεγαλύτερες τραγουδίστριες του αιώνα”, της είπε.

“Μπά, μόνο μία από τις δύο; Και ποιά είναι η άλλη;

“Η Μαρία Κάλλας” Είναι τραγικό που δεν έχετε τραγουδήσει μαζί”.

“Ω, ευχαριστώ!”

“Κι εσείς πρέπει να είστε ο μεγάλος Λέστερ  Γιάνγκ”, είπε γυρνώντας πρός τον Λέστερ. “Ο Πρόεδρος, ο άνθρωπος που έμαθε να ψιθυρίζει με το σαξόφωνο τενόρο, όταν όλοι οι άλλοι ήθελαν να φωνάζουν”.

Τό “Κι όμως, όμορφα…” είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί, και όχι μόνο από τους λάτρεις της τζαζ. Βέβαια η γνώση των πρωταγωνιστών της σε βοηθά να μπείς  βαθύτερα σε αυτό που περιγράφει. Είναι ένα βιβλίο που περιγράφει με αφορμή την τζαζ, αυτά που μπορεί νας περάσει ένας μεγάλος δημιουργός αναζητώντας το αποτέλεσμά του. Γιατί, τελικά, νη μεγάλη Τέχνη, είναι μία.

Για το βιβλίο έγραψαν:

“Το μοναδικό βιβλίο για την τζαζ που συστήνω στους φίλους μου. Ενα μικρό διαμάντι”. Keith Jarrett.

“ίσως το καλύτερο βιβλίο που έχει γραφτεί για την τζαζ” David Thomson, Los Angeles Times Book Review.

“όμορφο: ένα ιδιοφυές και έξοχα γραμμένο βιβλίο” The New York Times.

 

SHARE
RELATED POSTS
«Ψαροσουπίτσα 2» του Γιώργου Λεμπέση
Ώρα για να συναντηθούμε! Οι γνωστοί και περισσότερο γνωστοί από τους “γνωστούς”- Βιβλιοπαρουσίαση
Διαβάζοντας: “Τα κορδόνια”-Ντομένικο Σταρνόνε, του Άγγελου Κουτσούκη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.