Ανοιχτή πόρτα

Όταν λήγει η εγγύηση, της Ματίνας Ράπτη-Μιλήλη

Spread the love

Μ΄αγαπά, δεν μ΄αγαπά…Οι μαργαρίτες μαράθηκαν και έγιναν ξερόχορτα στην άκρη του δρόμου. Προσοχή τα αποτσίγαρά σας. Αν και ο καιρός έγινε αλλοπρόσαλος και δεν ξέρει τί του γίνεται. Οι μετεωρολόγοι έχουν σαστίσει. Τα μερομήνια παραιτήθηκαν. Συνταξιοδοτήθηκαν, να πω καλύτερα. Και γω κάθε μέρα όλο και κάποια βλάβη θα βγάλω. Θέμα εγγύησης; Κακής συντήρησης; Αστοχίας υλικών; Τί να πω;

-Μυωπία βλέπω κι ανέβηκε κιόλας στο αριστερό, Τίποτα, τίποτα. Ένα λέιζερ θα μου ‘ρθεις να σου κάνω, χρατς χρουτς, αητός διπλοφτέρουγος θα γίνεις.  Πρεσβυωπία δεν βλέπω.  Αν και κάτι «κρακελαρίσμαστα» του υαλοειδούς αχνοφαίνονται. Μην ανησυχείς, δεν είναι τόσο σοβαρό. Άμα όμως αρχίσεις και βλέπεις βροχές  και αστραπόβροντα για κόπιασε και μάλιστα γρήγορα γιατί θα πηγαίνει ντουγρού για αποκόλληση. Κατά τα άλλα είσαι μιά χαρούλα!

Ουφ! Ανάσανα!

Ο ενικός του γιατρού δεν με ξένισε ποσώς διότι τον συγκεκριμένο γοητευτικό γκριζομάλλη τον ξέρω και με ξέρει απ΄όταν μαζεύαμε με τις απόχες τσούχτρες και είχαμε κι οι δύο τσουλούφια στο μάτια μας και όχι μυγάκια. Τότε, κάτι παιδικούς και εφηβικούς Αύγουστους, στον εξωτικό Ωρωπό…Είχα μάλιστα «υπηρετήσει», με φοβερή επιτυχία, ως νοσοκόμα στον μεγάλο πόλεμο με την διπλανή πολυκατοικία, την Τρίαινα,  και ο νυν οφθαλμίατρος ήτο μέγας πολεμιστής μαζί με τα ζιζάνια αδέρφια του…Ο φόβος και ο τρόμος των απέναντι και των διπλανών, μαζί με τα ατρόμητα Γερμανάκια του τετάρτου ορόφου. Κάτι ολόξανθα πιτσιρίκια με μαμά Γερμανίδα και μπαμπά δικό μας που όλη μέρα γύριζαν ξυπόλητα με ένα μήλο στο χέρι και μια σφεντόνα στο άλλο, όταν δεν ήταν κρεμασμένα στα δέντρα σαν τα πιθήκια ή δεν είχαν τα κεφάλια τους κάτω από το νερό σαν τ’ ανιψάκια του Κουστώ! Είχαν και μια άλλη συνήθεια, να  φωνάζουν την μαμά τους να βγει στο μπαλκόνι, αυτά από κάτω, η μαμά στον τέταρτο, ντάλα μεσημέρι, που οι μπαμπάδες απολάμβαναν την μεσημεριανή τους σιέστα. Ώρες κοινής ησυχίας, 3 με 5… αδιαπραγμάτευτο.  Αλλά η πλάκα δεν ήταν που πετούσαν στον αέρα τους μπαμπάδες της πολυκατοικίας με τις τσιρίδες τους, η πλάκα ήταν πως  αυτά φώναζαν εις τριπλούν και εν χορώ :«Μούτι, μούτι, μούυυυυτι» που στα Γερμανικά σημαίνει, φυσικά, μανούλα, αλλά στα Αρβανίτικα, που τύχαινε να γνωρίζει ο μπαμπάς μου, σαν βέρος Αρβανίτης, σήμαινε… «σκατά» !!! Τί γέλια κάναμε τότε Θεέ μου!!   Υπέροχα παιδικά χρόνια εκτός γυάλας!

Όλοι αυτοί είναι σήμερα γιατροί, μηχανικοί, οικονομολόγοι και άλλα ενδιαφέροντα…εξ ου και βρέθηκα και γω ένα βροχερό απόγευμα, στην καρέκλα του Χ., να κοιτάζει με ενδιαφέρον το πληγωμένο μου ματάκι και να θυμάται μαζί μου  τα περιπετειώδη παιδικάτα μας, τις επικίνδυνες αποστολές στο βουνό πίσω από την Αργώ-μία εκ των αντιπάλων πολυκατοικιών-και τις επιδρομές στις αμυγδαλιές της μονοκατοικίας πίσω από την αλάνα της δικής μας πολυκατοικίας…

Αχ, καλέ μου γιατρέ…η χαρούλα από την τρομάρα, μια ανάσα δρόμος…Αλλά τότε πού να το ξέρουμε αυτό; Τότε προκαλούσαμε την τύχη μας και όταν γυρίζαμε νύχτα, γεμάτοι γρατσουνιές και τρύπες στα ρούχα μας από τα συρματοπλέγματα που σκαρφαλώναμε έχοντας πλήρη άγνοια κινδύνου, η μάνα μας μας έλουζε με σουλφαμιδόσκονη την ίδια ώρα που  μας περνούσε και γενεές δεκατέσσερις που δεν μαζευόμαστε σπίτι στην ώρα μας. Το αυριανό παγωτό ίσως να ήταν η τιμωρία μας. Μπορεί και όχι.

Με το κλειδί της αλυσίδας που κλειδώναμε τα ποδήλατα στις πιλοτές και με την αγωνία μην τυχόν και βρούμε την επομένη τα λάστιχα ξεφουσκωμένα από τους αιώνιους αντιπάλους μας, τα καλόπαιδα της Τρίαινας, πέφταμε για ύπνο αποκαμωμένοι και τρισευτυχισμένοι. Μερικοί κλωτσούσαν μπάλες και στον ύπνο τους, μερικοί, όπως εγώ, μπορούσαν να αναπνέουν κάτω από το νερό σαν τον άνθρωπο από την Ατλαντίδα. Τον όμορφο Πάτρικ Ντάφυ! Πώ πω, τί μου΄ρθε τώρα! Κι αν με ρωτήσεις τί έφαγα χθες μπορεί και να μην  θυμάμαι να σου πω!

Κουτσαίνοντας –λόγω παλαιότητας γονάτων, πόσο να με αντέξουν κι αυτά τα έρμα πια- βγαίνω από το ιατρείο του… κάποτε μικρού σκανδαλιάρη  Χ., τρισευτυχισμένη που δεν είναι κάτι σοβαρό και απλά θα πρέπει να έχω τον νου μου μην τυχόν και πιάσει κακοκαιρία στο μάτι μου το τσακίρικο.

Εεεεντωμεταξύ δεν έχει σταματήσει να βρέχει όποτε πάω εγώ σε γιατρό. Για το πόδι πάω, βρέχει βατράχους τσουμπωτούς, για το μάτι πάω, σαλπάρει η κιβωτός του Νώε από το πάρκινγκ!

Γι’ αυτό σας λέω. Μην με ρωτάτε πότε θα βρέξει.

Ρωτήστε με πού πονάω σήμερα.

Ματίνα Ράπτη -Μιληλή

11805980_1612074449065268_1929602863_n.jpg

 

 

 

 

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
O γραβατωμένος γάτος, του Νίκου Βασιλειάδη
Καλή τύχη κύριε Ζαννετίδη ή αλλιώς να Σέβεστε, του Γιώργου Γκούφα
Εκδίδομαι φτηνά, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.