Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ψυχούλες ευαίσθητες, του Αλέξανδρου Κανταρτζή (Μπέμπης)

Spread the love

Ο Αλέξανδρος Μπέμπης (Κανταρτζής) είναι συνταξιούχος, πρώην επιχειρηματίας που ασχολήθηκε με την ανακύκλωση. Έχει υπό έκδοσιν έξι παιδικά βιβλία.

Όσα χρόνια κι’ αν περάσουν, όσα μοντέρνα ήθη και έθιμα κι’ αν φέρει στις ζωές μας η τουριστική ανάπτυξη, κάποια μέρη της Χαλκιδικής

εξακολουθούν να παραμένουν μαγευτικά. Να σου προσφέρουν ακόμη όλη εκείνη την πρωτόγονη αθωώτητα αρκεί να είσαι δέκτης.

Αν μάλιστα είσαι και αμόλυντος, παρθένος δέκτης ακόμη καλύτερα.

Μάρτυρας μιας τέτοιας αίσθησης είχα την τύχη να βρεθώ πριν λίγες μέρες.

Έχω πάει με τις κόρες μου και το τεσσάρων ετών εγγονό μου σε μια παραλία της Σιθωνίας-άγονη γραμμή κάποτε-που ακόμη και μέσα στο κατακαλόκαιρο τα πράγματα είναι υποφερτά.

Ένα μικρό κολπάκι, είναι δεν είναι πενήντα μέτρα, με σπυρωτή αμμουδιά και γαλαζοπράσινα νερά, που τo καλύπτει ολόκληρο η σκιά από τα πεύκα.

Καμιά εικοσαριά διακριτικοί Έλληνες και λίγοι ξένοι ήμασταν όλοι κι’όλοι.

Πλατσουρίζοντας με τον μικρό εκεί που σκάει το κύμα, έσκαψα λίγο την άμμο και βρήκα ένα κόκκινο σκουλήκι, του το δίνω στην τρυφερή παλάμη του και άρχισε να παρακολουθεί και να σχολιάζει τις κινήσεις του μέχρι που κάποια στιγμή τυλίχτηκε στο μικρό του δαχτυλάκι.

Εκεί ήταν που εκτυλίχτηκε η συγκλονιστική σκηνή αθωότητας.

”Κοίτα, κοίτα παππού το σκουλήκι με αγάπησε…κοίτα πώς με αγκάλιασε στο δάχτυλο”, με όλο του το προσωπάκι να λάμπει από χαρά και ευτυχία.

…”κι’ εγώ σ΄αγάπησα σκουληκάκι μου”, έλεγε και ξανάλεγε τρέχοντας χαρούμενος, ευτυχισμένος, σε όλη τη μικρή παραλία, σπάζοντας την γαλήνη που επικρατούσε.

Σε λίγο όλη η ομίγυρης γελούσε και απολάμβανε αυτή την παιδική αθωότητα, ακόμη και οι ξένοι. Δεν χρειάζεται να γνωρίζει κάποιος ελληνικά για να καταλάβει, μέχρι που κάποια στιγμή το σκουληκάκι έπεσε από το χεράκι του και το έχασε.

”Γιατί σκουληκάκι μου έφυγες…τώρα που γίναμε αγαπημένοι φίλοι…έλα να παίξουμε” και ένα δάκρυ κύλησε στο μαγουλάκι του.

Μη στεναχωριέσαι, Γιαννάκη μου, του λέω, θα σκάψουμε την άμμο να ξαναβρούμε τον φίλο σου και σου υπόσχομαι ότι θα βρούμε κι’ άλλους. Όπως και έγινε.

Ήρθαν και μερικά ακόμη παιδάκια αλλά και μεγάλοι και αρχίσαμε να σκάβουμε την άμμο ψάχνοντας φίλους.

Μιά μικρογραφία του πώς θα ήθελα εγώ και πολλοί άλλοι να είναι ο κόσμος μας και όχι όπως είναι…

Τότε ήταν που άρχισε το μυαλό μου τους συνειρμούς. Αυτή την δαιμονισμένη και ανεξέλεγκτη αλληλουχία σκέψεων, εικόνων, καταστάσεων.

Αυτό το παιχνίδι που μας παίζει η μνήμη συχνά, επαναφέροντας περιστατικά, γεγονότα και εμπειρίες από την πορεία της ζωής μας.

Σταμάτησε στο μακρυνό 1988 στη έξοχη κοινωνική αλληγορία, το αριστουργηματικό THEY LIVE του κορυφαίου στο είδος του Τζον Κάρπεντερ.

Στη χώρα μας παίχτηκε με τον τίτλο ΖΟΥΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ. Αναζητήστε την στο διαδίκτυο όσοι δεν την έχετε δει ή δεν την θυμάστε.

Έτσι για να συνειδητοποιήσουμε πόση μεγάλη ανάγκη έχει η κοινωνία μας να γίνουμε όλοι Γιαννάκηδες, σαν αντίδοτο στην όλο και αυξανόμενη φρίκη που μας κατακλύζει.

Υ.Γ. Δυστυχώς δεν πρόλαβα να απαθανατίσω την σκηνή. Μέχρι να βγω από το νερό, να σκουπίσω τα χέρια μου και να πάρω το κινητό, είχε πέσει το σκουλήκι από το δάχτυλο.

SHARE
RELATED POSTS
Παιχνίδια με μύγες…, του Δημήτρη Κατσούλα
Θα πεις κι ένα τραγούδι, του Χρήστου Χωμενίδη
Ξανά δουλειές θα έχω . . ., του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.