Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Παράξενα ξημέρωσε, πάλι. Σήμερα…, του Κωστή Μεϊντάνη

Spread the love

Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης  είναι Απόφοιτος Κλασικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ,  καθώς και του Kings College και Birkbeck College του Πανεπιστημίου τού Λονδίνου. 

 

Κι ας ήρθε ο Απρίλης με τα βάγια και τις πασχαλιές·

πια δεν ακούω τίποτε, θαρρείς και χιόνισε όλη νύχτα.

(Γ.Σεφέρης, Τετράδιο Γυμνασμάτων, Β’)

«Καθώς περνούν τα χρόνια, πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν. Καθώς περνούν τα χρόνια, και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές…»

Σα να πυκνώνουν οι απουσίες, μέρα τη μέρα. Πληθαίνουν κι οι αναθυμήσεις κάθε απόβραδο. Και συλλογιέσαι μέσ’ στη νυχτερινή γαλήνη πόση σοφία έχει τούτη η σιωπή των μακρών νυχτερινών ωρών με τ’ ανύσταχτα βλέφαρα. Πόση αγάπη μένει ολάνθιστη στην Άνοιξη των δακρύων, είτε τ’ αφήνουμε να κυλούν είτε τα πνίγουμε από ειλικρίνεια ή από υποκρισία. «Καθώς περνούν τα χρόνια», λέει ο Ποιητής. Τώρα που κι οι μέρες, κάποιες φορές, φτάνουν να ζυγίζουν σαν χρόνια μέσα μας. «… λιγότερες φωνές»…

Μα δεν αφαιρεί ο χρόνος. Όχι. Αυτός είναι πάντοτε τίμιος. Και στα όσα φέρνει και στα όσα παίρνει. Και δώρημά του, γλυκόπικρο, τώρα καθώς όλα νιώθονται βαριά «στου καιρού τη ζυγαριά», είναι η αλήθεια πως οι φωνές λιγόστεψαν. Λιγόστεψαν, γιατί αναφάνηκαν «λιγοστοί» οι άνθρωποι με τους οποίους, κάποτε, θαρρούσες πως κουβέντιαζες.

Στην χαραυγή της νιότης, και στο πρώτο ωρίμασμά της, είμαστε όλοι θηρευτές παράφοροι ονείρων. Μέχρι τη στιγμή που θα γίνουμε πικραμένοι καταδότες τους, γιατί δεν υποτάχθηκαν στη θέλησή μας.

«Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν». Η πιο καλή σοδειά, η πιο πλούσια, θέλει πάντοτε τον χρόνο της. Η πιο καλή σοδειά μένει να είναι εκείνη της σιωπής. Κάποιοι το ’ξεραν πριν από μας. Φαίνεται πως μόνον έτσι γίνεται.

Δεν είναι λιγότερες οι κουβέντες. Τα λόγια πάντοτε έχουν έναν, τον δικό τους, προορισμό. Και από ένα σημείο κι έπειτα, δεν τον βρίσκουν. Όμως, κάποιοι Άνθρωποι, ακόμα και απόντες κατά πώς θα τ’ ορίζει ο Καιρός, μένουν δίπλα σου κάθε στιγμή, σε κάθε σου ανάσα. Γιατί, με τον τρόπο τους, σού δίδαξαν την Αλήθεια με λόγια της καρδιάς. Πέρα από τα επιλεγμένα ή τα αστόχαστα λόγια του νου.

Και συλλογιέσαι πως πάντοτε θα ’ρχεται η ώρα εκείνη που μένουν για σένα, για καθέναν μας, οι «ιδανικές φωνές κι αγαπημένες». Αυτές δεν θα πάψουν ν’ ακούγονται με όλη την ανυπόκριτη ευγένειά τους μέσα στη σιγή. Μέσα μας. Σε ώρες, με τα λεπτά τόσο βαριά στο αργοστάλαγμά τους. Σκέψου, πόσα λεπτά κρατάει ένα φιλί; Και πόσα ένα δάκρυ;

Οι κριτές ας καταδικάζουν. Αυτό έκαναν, αυτό κάνουν. Όσο κι αν δεν το ’βλεπες εσύ, από αφέλεια ή από αμεριμνησία. Αυτή είναι η δουλειά τους, αυτή δίνει νόημα στη ζωή τους. Κι όσο πιο αναμάρτητοι, τόσο και πιο σκληροί στις αποφάσεις τους – ερήμην σου. Επιφάσεις, και «προφάσεις εν αμαρτίαις». Ας είναι. Από ένα σημείο και πέρα, «τεκμήριο αθωότητας» ατόφιο, κανένας μας δεν μπορεί να επικαλεσθεί.

Κι όταν έρθει -πάλι και πάλι- η στιγμή που αναπόφευκτα αρχίζεις να καταλαβαίνεις πως «δεν μπορείς να βρεις έναν άνθρωπο να σου πει έναν λόγο που να ’ναι καλύτερος απ’ τη σιωπή» (πού το διάβασες αυτό, θυμάσαι; Πριν το ψηλαφήσεις καταπρόσωπο στη ζωή;), τότε έχεις συνήγορο υπεράσπισης εκείνες, τις «ιδανικές κι αγαπημένες» φωνές. Πέρα απ’ τους κριτές που καταδικάζουν, πέρα απ’ τους ανθρώπους που χαμηλώσαν τόσο πολύ μέσ’ στις μυλόπετρες του Καιρού, μέσα στην αγριότητα του Κόσμου.

Όμως, άκουσες καλά, και με προσοχή, το κατηγορητήριο. Τί δηλώνεις, ενώπιον Θεού κι ανθρώπων; «Ένοχος. Ένοχος Αληθείας, άνευ ελαφρυντικού».

Ποιά φωνή θα βρεθεί να υπερασπιστεί τον «πρότερον έντιμον βίον» σου; Αφουγκράσου τη Σιωπή. Εκεί βρίσκεται η Απάντηση.

Αυτό φλυαρούσαν τόσα και τόσα χρόνια οι «μαντατοφόροι» που, σαν ήρθ’ η ώρα η καλή, έβγαλαν, ξύνοντάς τα με τα νύχια τους, τα χαμόγελα από τις προσωπίδες, και ’γιναν από υποκριτές, κριτές.

Και να συλλογιέσαι πως οι μόνοι πραγματικοί, οι μόνοι αδέκαστοι κριτές είναι αυτοί που «θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί». Οι Ποιητές έχουν τον τρόπο τους να γνωρίζουν την Αλήθεια. Κρίμα που δεν τους ακούμε πιο συχνά, παρά μόνο σαν έχουν φύγει, παρά μόνο κάποιες στιγμές, για να βρούμε παρηγόρια.

Παράξενα ξημέρωσε, πάλι σήμερα. Θαρρείς πως χιόνισε όλη νύχτα…

Τώρα, ενώ πολύν καιρό πριν άρχισε η πραγματική μαθητεία, τώρα αρχίζεις να βλέπεις συλλαβή-συλλαβή πως το μόνο «ανάγνωσμα» του καθενός μας είναι αυτό της ζωής που κάνουμε. Η διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους είναι το πόσες σελίδες έχει ήδη «περάσει» καθένας μας. Και με ποιόν τρόπο. Ως αναγνώστης; Ή ως διαβάτης;

Ό,τι λέμε, ό,τι τυχόν γράφουμε, δεν είναι παρά τα προσωπικά του καθενός μας σχόλια στο Μεγάλο αυτό Ανάγνωσμα. Κι εκείνου που τα λόγια θα σού μοιάζουν ίσως τα πιο ενδιαφέροντα, μην ξεγελαστείς και τον λογαριάσεις για σοφό. Αυτό που φαίνεται «σοφία» δεν είναι παρά Πόνος, κατάστηθος – και κατάκαρπος. Άλλοι έσπειραν, Εκείνος θέρισε. Όσο πιο εύφορη η ψυχή, τόσο πιο μεστή η συγκομιδή.

Από τραχιές ψυχές, από ψυχές φτωχές, μην περιμένεις λόγια ανθρωπιάς, μήτε δάκρυ ειλικρίνειας.

Η ζωή καθενός μας είναι ένα «Ημερολόγιο Αληθείας». Γι’ άλλους, αυτό το «Ημερολόγιο» γίνεται τελικά βιβλίο. Γι’ άλλους, μένει ένα φυλλάδιο, που θα το πάρει κάποια στιγμή ο άνεμος. Και γι’ άλλους, τόμος ολόκληρος, σκληρόδετος. Λίγοι θα είναι οι αναγνώστες του…

«Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,/ άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν./ Σαν έρθει ο θέρος,/ προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι./» (…)

«Κι ά σού μιλώ με παραμύθια και παραβολές/ είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα…/». (Γ.Σεφέρης)

«Ο καθείς και τα όπλα του», λοιπόν. Αφού και «καθείς εφ’ ώ ετάχθη». Γιατί έχουν κι οι «Θερμοπύλες» της ζωής μας την -ανέσπερη στην ανυποταξία της- δόξα τους.

Όπως έχουν, πάντοτε θα έχουν, και τους αμετανόητους «Εφιάλτες» τους…

Μάρτιος ’21,

Κωνσταντίνος Μεϊντάνης

SHARE
RELATED POSTS
Όπου να ‘ναι ξεκινάμε, του Δημήτρη Κατσούλα
Η Μοναξιά, Πατρίδα, του Δημήτρη Μπρούχου
Mιά μέρα σαν όλες τις άλλες, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.