Ανοιχτή πόρτα ΕΥ ΖΗΝ Κοινωνία - Ελλάδα - Οικονομία

Παιδιά στο σπίτι με τρομερά θορυβόνια και μ’ ένα ηχηρό τετρακούδουνο, του Κωστή Α. Μακρή

Spread the love

Τα ντέφια. Τα τουμπελέκια. Μια βουβουζέλα. Μια φλογέρα ξύλινη. Μια φυσαρμόνικα. Μια παλιά κόρνα αυτοκινήτου ―“κλάξον”― με φούσκα, που τη ζουλάς δυνατά και ακούγεται σε τρία τετράγωνα. Τρίγωνα, απ’ αυτά που λένε τα κάλαντα. Σφυρίχτρες διάφορες. Βατραχάκια μεταλλικά (αυτά που κάνουν κλακ κλακ).

Ένα μπρούντζινο κυπροκούδουνο, σαν αυτά που φοράνε τα τραγιά. Μια κουδούνα κριαριού. Ένα κουδούνι σχολείου, απ’ αυτά που χτύπαγαν παλιά οι επιστάτες και οι δάσκαλοι.

Και, μαζί με όλα αυτά, τα τρομερά θορυβόνια και το ηχηρό τετρακούδουνο.

Η κάθε μια κι ο καθένας με το δικό του θορυβοποιό όργανο για την υποδοχή του Νέου Χρόνου, να τρομάξουν και να φύγουν μακριά μας τα ψοφοδεή κακούργα ξωτικοκαλικαντζαροζούδια που είναι έτοιμα να μολέψουν τις χρονιάρες μέρες με τις ακαθαρσίες τους, τα κατρουλιά και τις πορδές τους και τα κάθε λογής αληταμπουρολογήματά τους.

Τα παιδιά, εφτά παιδιά, από τριάμισι μέχρι δεκατριών χρόνων, πρώτα και καλύτερα να κορυβαντιούν εκστασιασμένα με αυτό το μακέλεμα της έξω νυχτερινής και μουλιασμένης από το χιονόνερο σιωπής που και έτσι, χαρωπή έδειχνε και κάθε άλλο παρά τρομαγμένη με τον βροντώδη, ερίδουπο και εριβρύχη ερχομό του Νέου Χρόνου μας.

Μετά κόπηκαν οι δύο βασιλόπιτες ―όχι στο ξύρισμα― και μοιράστηκαν τα κομμάτια και βρέθηκαν οι τέσσερις τυχεροί γιατί και στις δύο πίτες τα «φλουριά» έτυχαν στη μέση δυο ονοματισμένων κομματιών.

Με χίλια ζόρια αποχωρίστηκαν τα παιδιά τις ηχοπηγές τους για να γίνει η κλήρωση των δώρων από το σακούλι του Άγιου Βασίλη.

Μικροπράματα, ψευτοπράματα, αγιοβασιλιάτικες μικρές χαρές σαν τη χαρά που κάνουμε ―μικροί μεγάλοι― με τα μικρά ουράνια τόξα στην επιδερμίδα μιας σαπουνόφουσκας που κρατάει όσο και ένα μικρό περσινό όνειρο που πια δεν το θυμόμαστε αλλά θυμόμαστε ότι κάτι είδαμε κάποια νύχτα και μας άρεσε και ξυπνήσαμε το πρωί μ’ ένα χαμόγελο δίχως αιτία αλλά με κάποια γλυκιά αφορμή.

Τα παιδιά…

Τα παιδιά τρέχουν, κουτρουβαλιούνται, σκουντιούνται, κρύβονται κάτω από τα τραπέζια, σκουντουφλάνε σε πόδια ενηλίκων, κυνηγιούνται, φωνάζουν, τσιρίζουν, σκληρίζουν.

Τα παιδιά φωνάζουν, χαίρονται, κοκκινίζουν, ιδρώνουν, βγάζουν τα περιττά ρούχα, ζητάνε νερά, πορτοκαλάδες, τρώνε τσιπς, φιστίκια, ρίχνουν κάτω φλούδια, ξανατρώνε, ξανατρέχουν, ξαναφωνάζουν.

Κανένας δεν τους λέει «Ε! Πιο ήσυχα!» ή «Φρόνιμα!» ή «Πιο σιγά!».

Όλοι θυμόμαστε κάποιους αντιπαθητικούς μεγάλους στα δικά μας παιδικά χρόνια να προσπαθούν να επιβάλλουν τάξη και ησυχία εκεί που το μόνο αφύσικο θα ήταν η τάξη και η ησυχία που ―έτσι κι αλλιώς― θα επικρατήσει μετά από πάρα πολλά χρόνια σ’ ένα κοιμητήριο που θα φιλοξενήσει όλους τους θορύβους που γεννήθηκαν απ’ όποιον υπήρξε παιδί που χάρηκε την παιδική του ηλικία.

Ένας φίλος, που μαζί καθόμαστε και μιλάμε, διαπιστώνει κάποια στιγμή με κάπως έκπληκτο χαμόγελο το σύστριγγλο που επικρατεί σε όλους τους χώρους από τις φωνές και τα τρεχαλητά των παιδιών.

Είναι πράγματι πολλά τα ντεσιμπέλ.

Μαζί και κάποια μουσική που ―αν το προσέξεις― ακούγεται να παίζει, έτσι, για να λέμε ότι έχουμε και μουσική.

Και δεν διστάζω να του ομολογήσω ότι πολύ τον χαίρομαι όλον αυτόν τον θόρυβο. Πόσο τα χαίρομαι τα ουρλιαχτά των παιδιών! Πόση υγεία μπορώ να διακρίνω στο ξεσάλωμά τους! Να μπορούν να παίζουν λες και δεν είναι κανένας μεγάλος εδώ.

Το λέω και το νιώθω· και το παιδί που ήμουνα και το θυμάμαι καλά, τρυπώνει κι αυτό στην παρέα που τρεχαλοπηδάει πάνω στα πατώματα, στα χαλιά, στους καναπέδες. Παίζει κι αυτό μαζί τους, αόρατο, χωρίς να φύγει τελείως από τον ενήλικο που κάθομαι και συζητάω με τους φίλους και συγγενείς για σοβαρά αλλά και ευτράπελα θέματα.

Είμαι μέσα στην παιδοπαρέα που γεμίζει το πάτωμα διάφορα μικροπαιχνίδια που ό,τι είχαν να προσφέρουν το πρόσφεραν, μια στιγμή χαράς, μια χαρά στιγμής και όλα είναι ένα όνειρο που κάποτε κάτι θα θυμίζει.

Ότι κάποτε χαρήκαμε και ξεφαντώσαμε σε μια σπιτική γιορτή, με αγάπη γύρω μας, χωρίς σουρντίνα, χωρίς περιορισμούς, χωρίς λογοκρισία και με μια αλλαγή χρονιάς που θα γίνει κάποτε όλες μας οι αλλαγές του χρόνου που θα μας έχει μέχρι τότε μετρηθεί.

Είμαι ευγνώμων που η τύχη, ο χρόνος ή όποια άλλη δύναμη μου επέτρεψαν να ζω και να χαίρομαι, να ανήκω σε μια συντροφιά μεγάλη, να δίνω και να έχω πάρει και να παίρνω έχοντας δώσει. Είμαι και νιώθω προνομιούχος και αυτό δεν με εμποδίζει να βλέπω πέρα από «τη ζέστα μου και την ανθρωπιά μου» χωρίς η ντροπή να μου δένει τα χέρια ή να μου λύνει τα πόδια με μια υποκριτική «φιλανθρωπία» που ―απ΄όσο ξέρω― κανένα πρόβλημα δεν πρόκειται να λύσει από τη ρίζα του αν ο Άνθρωπος δε μάθει να χαίρεται με τη χαρά του διπλανού του και να λυπάται με τη λύπη του πλησίον του.

Τέλειωσε και τελειώθηκε η γιορτή κι ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μου παιδικές φωνές καθώς βάζω τα θορυβόνια, το τετρακούδουνο και όλα τα άλλα ηχηρά στη θέση τους.  Μαζί με τη γυναίκα μου, μαζεύουμε φλούδια από το πάτωμα και γελάμε. Ανακαλύπτουμε παιχνιδάκια κάτω από καναπέδες, πολυθρόνες και καρέκλες και χαιρόμαστε αναδρομικά.

Δεν ξέρω τι θα θυμούνται τα παιδιά, που γιόρτασαν μαζί μας, απ’ αυτή τη γιορτή. Σκέφτομαι όμως πως αν αυτό δεν είναι προετοιμασία για ζωή με υγεία, με έρωτα, με αγάπη, με αυτογνωσία και για πολλά χρόνια καλά, τότε τι είναι;

03 Ιανουαρίου 2019

Κωστής Μακρής

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
H M. μου, της Τζίνας Δαβιλά
Μούσκεμα…, του Γιώργου Σαράφογλου
Μήπως δε φταίει η Τρόικα;, του Χρήστου Μαγγούτα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.