Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Με τρεις κουβέρτες στο υπόγειο, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Κανένας δεν έμαθε, κι ούτε καλύτερα να μάθει πώς έφθασαν μέχρι εδώ, την Ελλάδα του ήλιου, της φιλοξενίας, των μη φοβικών συνδρόμων.

Στην αρχή ήσαν δέκα οκτώ, όσους δηλαδή χωρούσε η βάρκα, ξέκοψαν οι πέντε από αυτούς αναζητώντας καταφύγιο σε ένα υπόγειο της Αχαρνών.

Κοιμούνται κατάχαμα, στο χώμα στριμωγμένοι σ’ ένα χώρο δύο επί δύο με ούτε ένα κάδρο στον υγρό τοίχο να τους θυμίζει έστω την πατρίδα τους.

Ο αέρας δεν έχει περιθώρια να κινηθεί μέσα σ’ αυτό το χώρο, εργασία ούτε να το συζητούν.

Τώρα έμειναν τέσσερις στο δωμάτιο. Τα βράδια μένουν ξάγρυπνοι, οι σκέψεις τους κοφτερά λεπίδια και η οργή τους να καίει σαν καμίνι. Προτιμότερο να φλέγεσαι από θυμό παρά να πνίγεσαι από φόβο.

Καλοκαίρι. Έξω ο ουρανός καταγάλανος, κι όλοι εκτός από αυτούς κι άλλους ομοίους τους που είχαν την ίδια τύχη, ο κόσμος ετοιμάζεται για τις παραλίες, να προλάβει τις ξαπλώστρες, τις ομπρέλες, να παραγγείλει τους καφέδες του.

Κανονικά θα έπρεπε να έχει ψύχρα, πολύ ψύχρα έως παγωνιά κι ο ουρανός να είναι μολυβένιος και να βρέχει ασταμάτητα.

Οι φωνές τους, ήχοι λυπητεροί θα έπρεπε να φτάνουν έως εκεί πάνω στον ουρανό και να ξαναδιπλώνονται στις λιγοστές κουβέρτες τους.

Απόψε είχαν απογραφή. Κι άλλος ένας λείπει.

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Θνητοί ξανά, του Μάνου Στεφανίδη
Ο γερο-Κουνούπης και τα χειροκροτήματα, του Κωστή Α. Μακρή
Δεν με σηκώνει ο τόπος εκεί, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.