Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Καλώς την τη θλίψη, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, «Πηγές Καλλιθέας»

και  Pane di capo στη Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου στο ύψος του ΙΚΑ & Λεωφόρος Κρεμαστής

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Μέχρι και στοιχήματα έπεσαν στην πλατεία της μικρής κωμόπολης προκειμένου ν’ ανακαλύψουν την ηλικία του. Κανένας δεν έπεσε «μέσα».

Το σίγουρο είναι ότι μοιάζει απροσδιόριστης ηλικίας, κάπου ανάμεσα βεβιασμένης ωριμότητας και γήρατος, με το πρόσωπο σκαμμένο από τα χρόνια που είναι φορτωμένος, και κάτι χαρακιές στο μέτωπο λες και είναι ξύλο σαρακοφαγωμένο.

Δεν θα τον χαρακτήριζε κάποιος και καμπούρη, το σίγουρο πάντως είναι ότι γέρνει μόνιμα το κορμί προς το έδαφος – εκτός κι αν κάποιος του μιλήσει, οπότε γίνεται ευθυτενής σαν καλοπλανισμένη σανίδα και κοιτά μόνο στα μάτια χωρίς να απαντά – με ‘κείνο το σταχτί πρόσωπο, τα φαρδιά του ρούχα που άνετα χωρούν κι άλλον έναν μέσα τους, και τα παπούτσια που του αγόρασαν κάποιοι τουρίστες πριν μερικά χρόνια από την πρώτη στιγμή τα στραβοπάτησε και πορεύεται έτσι.

Ο βήχας του ξερός σαν να κάπνιζε χρόνια, αν και ποτέ του δεν έβαλε τσιγάρο στο στόμα του. Ένα απομεινάρι μιας γρήγορης και σπάταλα αναλωμένης νιότης, όπου παρ’ όλα αυτά αποπνέει μια θετική αύρα, θλιμμένη μεν αλλά η αξιοπρέπειά του είναι καταφανής.

Τα μάτια του, φθαρμένα κουμπιά, λίγο φευγάτος, ζει και πορεύεται σαν υπνοβάτης και σπανίως επισκέπτεται τη χώρα των φρονίμων και ζωντανών. Όχι μόνο δείχνει, είναι στην πραγματικότητα ένα φάντασμα κρυμμένο πάντα στο παρελθόν διότι νομίζει ότι το να ανήκει εκεί γλιτώνει από το μέλλον το οποίο φοβάται ανατριχιαστικά. Μονίμως στην περπατησιά του ψελλίζει μια λέξη σαν ψαλμό όπου κανένας δεν μπορεί να καταλάβει το τι λέει, τυλιγμένος μόνιμα σε μια γκρίζα ομίχλη και μόνη του έννοια είναι πώς θα περάσει τη νυχτιά.

Κάποτε, είτε μεσημέρια είτε βράδια πετιέται μέχρι το καφενείο στη γωνία όπου αργοπίνει ένα κρασί για να φτουρήσει, πλησιάζει τις παρέες μόνο για συντροφιά, δεν δέχεται κεράσματα, συντροφιά ψάχνει εισπράττοντας μια φανερή άρνηση και απέχθεια, τριγυρνά τα τραπέζια μη τυχόν κάποιος τον καλέσει, όχι για κέρασμα, μια κουβέντα του είναι αρκετή, μια λέξη συμπόνιας που δεν έρχεται ποτέ, και πάντα απομακρύνεται αποκαρδιωμένος…

Επιστρέφοντας στο ερειπωμένο σπίτι του, μια φωνή μόνο ακούει, τη δική του: «Γύρισααα» που είναι η αντήχηση από τα αδειανά δωμάτια…

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Τζογαδόροι…, του Γιώργου Αρκουλή
Ένα πανέμορφο κοχύλι και μια κασετίνα μολυβιών ξύλινη για ενθύμιο…, του Δημήτρη Κατσούλα
Το καλοκαίρι που πέρασε, του Στάθη Παναγιωτόπουλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.