Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Κάνει κρύο κάνει τσύφι, κάνει κρύο κάνει λούδι (παραμύθι), του Κωστή Α.Μακρή

Spread the love

 

Κωστής Μακρής

Ο Στέφανος και ο Αλκιβιάδης ήταν δυο αδέρφια που ζούσαν μαζί με τη μαμά τους, τον μπαμπά τους, τον παππού τους, τη γιαγιά τους.
Όλοι αυτοί ζούσαν μέσα σε ένα σπίτι που περνούσε καλά μαζί τους.
Το σπίτι εκείνο ζούσε κοντά σε ένα δάσος.
Το δάσος ζούσε κοντά σε μια πόλη.
Η πόλη ζούσε μέσα σ’ ένα όμορφο νησί.
Το όμορφο νησί ζούσε μέσα στη θάλασσα.

Μια Κυριακή πρωί, πριν ξυπνήσουν οι υπόλοιποι άνθρωποι και το σπίτι, τα δυο αδέρφια ντύθηκαν και βγήκαν έξω.
Είχαν φορέσει ζεστά ρούχα, γάντια, σκουφιά και κασκόλ γιατί ήταν ακόμα χειμώνας βαρύς και το κρύο εκείνη την ημέρα ήταν τσουχτερό.
― Πού πάτε; τους ρώτησε η εξώπορτα, καθώς την έκλειναν απαλά πίσω τους για να μην κάνουν θόρυβο και ξυπνήσουν τους άλλους.
Η πόρτα ξυπνούσε πάντα πρώτη απ’ όλο το σπίτι και τώρα, με τα λόγια της, ολόκληρο το σπίτι είχε ξυπνήσει.
― Πάμε να μαζέψουμε λουλούδια για τη μαμά μας, είπε ο Στέφανος.
― Γιατί θα μαζέψετε λουλούδια για τη μαμά σας; τους ρώτησε το αριστερό παράθυρο, αριστερά από την πόρτα όπως κοιτάμε το σπίτι απ’ έξω.
Όπως θα καταλάβατε, το σπίτι που μαζί του ζούσαν ο Στέφανος, ο Αλκιβιάδης, η μαμά τους, ο μπαμπάς τους, ο παππούς και η γιαγιά τους, ήταν ένα πολύ έξυπνο σπίτι που όλα τα καταλάβαινε και όλα ήθελε να τα ξέρει.
Μη φανταστείτε όμως ότι ήταν κανένα σπίτι «ρομπότ», σαν αυτά που βλέπουμε σε κάτι ταινίες επιστημονικής φαντασίας.
Όχι! Ήταν ένα κανονικό σπίτι αλλά επειδή το αγαπούσαν πολύ και το φροντίζανε όπως πρέπει, ήταν χαρούμενο και είχε αποκτήσει μερικές ξεχωριστές ικανότητες.
Όπως την ικανότητα να προσέχει τι γίνεται μέσα του και γύρω του και την ικανότητα να μιλάει.
Μιλούσαν πολλές μεριές εκείνου του ξεχωριστού σπιτιού.
Οι πόρτες, τα παράθυρα, η στέγη, η καμινάδα του τζακιού και πολλά άλλα.
Ήταν ένα καλοβαλμένο και χαρωπό σπίτι που επειδή ζούσε κοντά στο δάσος που ζούσε κοντά σε μια πόλη που ζούσε μέσα σ’ ένα νησί που ζούσε μέσα στη θάλασσα, ήταν και πολύ μορφωμένο.
― Θα μαζέψουμε λουλούδια γιατί σήμερα η μαμά μας γιορτάζει, είπε ο Αλκιβιάδης.
― Έχει τα γενέθλιά της, είπε ο Στέφανος.
― Α, είπε το χαλάκι της εξώπορτας.
― Μμμμ…, είπε το δεξί παράθυρο, όπως κοιτάμε το σπίτι απ’ έξω.
― Γιατί «μμμμ»; ρώτησε ο Στέφανος το δεξί παράθυρο.
― «Μμμμ», επειδή στο δάσος δεν έχει λουλούδια αυτή την εποχή, είπε το δεξί παράθυρο.
― Ναι! «Κάνει κρύο κάνει λούδι για το όμορφο λουλούδι, κάνει κρύο κάνει λούδια για τα δόλια τα λουλούδια», κι άμα βρείτε ένα λουλούδι να μου γράψετε τραγούδι! Δεν κάνει μόνο κρύο και τσύφι για το δόλιο το κοτσύφι! είπε, και γέλασε τρίζοντας σιγανά τα εξώφυλλά του στους μεντεσέδες το αριστερό παράθυρο.
Αριστερό όπως κοιτάζουμε απ’ έξω. Γιατί όπως κοιτάζουμε από μέσα εκείνο ήταν το δεξί παράθυρο και το άλλο ήταν το αριστερό. Του άρεσαν τα ποιηματάκια εκείνου του παραθύρου και πολλές φορές έλεγε και έκανε αστεία με τα τζάμια του, με τα εξώφυλλα, με τους μεντεσέδες και με τα πόμολά του.
― Μην τον ακούτε! Σας πειράζει, είπε το δεξί παράθυρο. Αν πάτε στο Πράσινο Μικρό Λιβάδι θα βρείτε λουλούδια. Εκεί έχει λουλούδια ό,τι καιρό κι αν κάνει. Απλώς, είναι λίγο μακριά.
― Το ξέρουμε. Εκεί θα πάμε, είπε ο Αλκιβιάδης. Μας το έχει πει η γιαγιά μας.
― Κι εγώ από τη γιαγιά σας το έμαθα, είπε το δεξί παράθυρο που δεν του άρεσε να κάνει το ξύπνιο με πράγματα που είχε μάθει από άλλον.
Αν τώρα αναρωτιέστε πώς γίνεται δυο παράθυρα ενός τόσο έξυπνου σπιτιού να μην ξέρουν τα ίδια πράγματα, αυτό έχει μια εύκολη εξήγηση. Η γιαγιά με τα παιδιά ήταν έξω από το σπίτι όταν τους είπε ότι τον χειμώνα μπορούν να βρουν λουλούδια στο Πράσινο Μικρό Λιβάδι. Το αριστερό παράθυρο είχε κλειστά τα εξώφυλλά του και δεν την άκουσε. Ενώ το δεξί, τα είχε ανοιχτά και την άκουσε. Τόσο απλά.
Μετά από τη συζήτηση με τα παράθυρα, ο Αλκιβιάδης και ο Στέφανος χαιρέτησαν το σπίτι και μπήκανε μέσα στο δάσος.
Όπως το περίμεναν, δεν είδαν εκεί όμορφα λουλούδια και αποφάσισαν να περπατήσουν μέχρι το Πράσινο Μικρό Λιβάδι που, όπως είχε πει η γιαγιά, είχε πάντοτε τα πιο όμορφα λουλούδια. Ακόμα και με παγωνιά, με χιόνι, με καύσωνα ή ξηρασία.
Περπατούσαν μέσα στο δάσος.
Ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος, ο ήλιος έλαμπε αλλά φυσούσε ένας πολύ κρύος αέρας.
― Παίζουμε κυνηγητό; είπε ο Αλκιβιάδης.
― Παίζουμε, είπε ο Στέφανος. Όποιος πιάσει τον άλλον κερδίζει ένα μπισκότο.
Α, ξέχασα να σας πω ότι είχαν πάρει μπισκότα μαζί τους επειδή έφυγαν χωρίς να φάνε πρωινό.
Άρχισαν να τρέχουν προς τη μεριά που βρισκόταν το Πράσινο Μικρό Λιβάδι.
Πότε ακουμπούσε ο ένας το άλλον και κέρδιζε ένα μπισκότο και πότε ό άλλος τον έναν και έπαιρνε πίσω το χαμένο μπισκότο.
Έτσι πέρασε κάμποση ώρα και αποφάσισαν να συνεχίσουν περπατώντας τον δρόμο τους.

Εκεί που περπατούσαν κάτω από τα δέντρα, ακούνε μια ψιλή φωνή να λέει με παράπονο: «Κάνει κρύο, κάνει τσύφι γιά το δόλιο το κοτσύφι!»

Γυρνάει ο Αλκιβιάδης και λέει στον Στέφανο.
― Το άκουσες αυτό;
― Το άκουσα, είπε ο Στέφανος.
Αλλά από πού έρχεται αυτή η φωνή;
Κοιτάζουν δεξιά,
κοιτάζουν αριστερά,
κοιτάζουν πάνω,
κοιτάζουν κάτω
και, εκεί, σε έναν θάμνο βλέπουν ένα μικρό κοτσύφι που τρεμοχουχούλιαζε από το κρύο. Λέει τότε ο Στέφανος:
― Θα του δώσω το ένα μου γάντι να το φορέσει να μην κρυώνει το κακόμοιρο κοτσύφι. Το κοτσυφόπουλο πήρε το γάντι του Στέφανου, το φόρεσε και πια δεν κρύωνε.

Είπε τότε το κοτσύφι:
Ό,τι για μένα έκανες
δεν θα το λησμονήσω
και όποτε με χρειαστείς
εγώ θα βοηθήσω

και κοτσυφοπέταξε χαρούμενο για τη φωλιά του.
Ο Αλκιβιάδης και ο Στέφανος, συνέχισαν τον περίπατό τους για να πάνε στο Πράσινο Μικρό Λιβάδι που είχε λουλούδια όλες τις μέρες του χρόνου.

Καθώς περπατούσαν ακούνε μια φωνούλα να λέει με παράπονο:
«Κάνει κρύο, κάνει πούδι γιά το δόλιο τ’ αλεπούδι!»

Κοιτάζουν δεξιά,
κοιτάζουν αριστερά,
κοιτάζουν πάνω,
κοιτάζουν κάτω
και εκεί, πίσω από ένα δέντρο, βλέπουν ένα μικρό αλεπουδάκι με φουντωτή ουρά που τρεμοχουχούλιαζε από το κρύο.
Λέει τότε ο Αλκιβιάδης:
― Θα του δώσω το κασκόλ μου να το φορέσει να μην κρυώνει το κακόμοιρο αλεπουδάκι. Το αλεπουδάκι πήρε το κασκόλ του Αλκιβιάδη, το φόρεσε και πια δεν κρύωνε.

Είπε τότε το αλεπουδάκι:
Ό,τι για μένα έκανες
δεν θα το λησμονήσω
και όποτε με χρειαστείς
εγώ θα βοηθήσω

και έτρεξε αλεπουδοτρέχοντας χαρούμενο για τη φωλιά του.
Ο Αλκιβιάδης με σηκωμένο τον γιακά του κι ο Στέφανος με το ένα χέρι, αυτό που δεν είχε γάντι, στην τσέπη του μπουφάν του, συνέχισαν στο δρόμο τους.

Περπατούσαν, περπατούσαν όταν ακούνε μια βραχνή φωνούλα να λέει:
«Κάνει κρύο, κάνει ράχι γιά το δόλιο το βατράχι!»

Κοιτάζουν δεξιά,
κοιτάζουν αριστερά,
κοιτάζουν πάνω,
κοιτάζουν κάτω
και εκεί, πίσω από ένα βραχάκι, βλέπουν ένα βατραχάκι που τρεμοχουχούλιαζε από το κρύο.
Λέει τότε ο Στέφανος:
― Θα του δώσω τη μια κάλτσα μου να τη φορέσει να μην κρυώνει το κακόμοιρο το βατραχάκι.
Το βατραχάκι πήρε την κάλτσα του Στέφανου, τη φόρεσε και πια δεν κρύωνε.

Είπε τότε το βατραχάκι:
Ό,τι για μένα έκανες
δεν θα το λησμονήσω
και όποτε με χρειαστείς
εγώ θα βοηθήσω

και έφυγε βατραχοπηδώντας χαρούμενο για τη φωλιά του.
Ο Αλκιβιάδης και ο Στέφανος συνέχισαν στο δρόμο τους.

Όπως περπατούσαν, ακούνε μια λίγο μουγκριστή φωνή να λέει:
«Κάνει κρύο, κάνει δάκι γιά το δόλιο τ’ αρκουδάκι!»

Κοιτάζουν δεξιά,
κοιτάζουν αριστερά,
κοιτάζουν πάνω,
κοιτάζουν κάτω,
κοιτάζουν εμπρός
και εκεί, στο βαθούλωμα ενός μεγάλου βράχου, βλέπουν ένα αρκουδάκι που τρεμοχουχούλιαζε από το κρύο.
Λέει τότε ο Αλκιβιάδης:
― Θα του δώσω το πουλόβερ μου να το φορέσει να μην κρυώνει το κακόμοιρο το αρκουδάκι.
Το αρκουδάκι πήρε το πουλόβερ του Αλκιβιάδη, το φόρεσε και πια δεν κρύωνε.

Είπε τότε το αρκουδάκι:
Ό,τι για μένα έκανες
δεν θα το λησμονήσω
και όποτε με χρειαστείς
εγώ θα βοηθήσω

και έφυγε αρκουδοκουτρουβαλώντας χαρούμενο για τη φωλιά του.
Η μέρα προχωρούσε, είχε πια μεσημεριάσει και ο Αλκιβιάδης με τον Στέφανο συνέχιζαν τον περίπατό τους για το μακρινό Πράσινο Μικρό Λιβάδι.
Το κρύο ήταν τσουχτερό αλλά τα δυο παιδιά νοιαζόντουσαν μόνο για τα όμορφα λουλούδια που θα μάζευαν για τη μαμά τους.

Καθώς περπατούσαν ακούνε μια τσιριχτή φωνή να λέει:
«Κάνει κρύο, κάνει ράξα γιά τη δόλια καρακάξα!»

Κοιτάζουν δεξιά,
κοιτάζουν αριστερά,
κοιτάζουν κάτω,
κοιτάζουν επάνω
και εκεί, πάνω στο κλαρί ενός δέντρου βλέπουν μια καρακάξα που τρεμοχουχούλιαζε από το κρύο.
Λέει τότε ο Στέφανος:
― Θα της δώσω το σκουφί μου να το φορέσει να μην κρυώνει η κακομοίρα η καρακάξα.
Η καρακάξα πήρε το σκουφί του Στέφανου, το φόρεσε και πια δεν κρύωνε.

Είπε τότε η καρακάξα:
Ό,τι για μένα έκανες
δεν θα το λησμονήσω
και όποτε με χρειαστείς
εγώ θα βοηθήσω

και έφυγε για τη φωλιά της καρακαξοφτερουγίζοντας και κράζοντας χαρούμενη.
Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση και ο Αλκιβιάδης με τον Στέφανο συνέχιζαν να περπατάνε. Το Πράσινο Μικρό Λιβάδι ήταν ακόμα μακρυά.
Το κρύο δυνάμωνε και άρχισαν να περπατούν πιο βιαστικά.
Έπρεπε οπωσδήποτε να μαζέψουν τα λουλούδια για τα γενέθλια της μαμάς τους, όπως είχαν αποφασίσει από το πρωί.

Καθώς περπατούσαν ακούνε μια χαμηλή φωνή να λέει:
«Κάνει κρύο, κάνει δίνα γιά τη δόλια λαγουδίνα!»

Κοιτάζουν δεξιά,
κοιτάζουν αριστερά,
κοιτάζουν πάνω,
κοιτάζουν κάτω
και εκεί, δίπλα σε μια φτέρη, βλέπουν μια λαγουδίνα με τρία λαγουδάκια που τρεμοχουχουλιάζανε όλα από το κρύο.
Λέει τότε ο Αλκιβιάδης:
― Θα τους δώσω το μπουφάν μου να το φορέσουν να μην κρυώνει η κακομοίρα η λαγουδίνα με τα λαγουδάκια της.
Η λαγουδίνα πήρε το μπουφάν του Αλκιβιάδη, το φόρεσε και πια δεν κρύωνε.

Είπε τότε η λαγουδίνα:
Ό,τι για μένα έκανες
δεν θα το λησμονήσω
και όποτε με χρειαστείς
εγώ θα βοηθήσω

και έφυγε λαγουδοχοροπηδώντας χαρούμενη, μαζί με τα λαγουδάκια της, για τη φωλιά της.
Είχε αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι και τα παιδιά κρύωναν και φοβόντουσαν και ήταν πολύ στενοχωρημένα.
Ούτε λουλούδια είχαν βρει να μαζέψουν και είχαν χάσει και τον δρόμο και δεν ήξεραν πως να γυρίσουν στο σπίτι.
Κάθησαν τότε σ’ ένα κούτσουρο και δεν ήξεραν τι να κάνουν.
Τους ερχόταν να βάλουν τα κλάματα.

Είπαν τότε και οι δυο μαζί:
«Να ‘μασταν, λέει, σπίτι μας,
μέσα στη ζεστασιά μας,
και να ’χε τα λουλούδια μας
το βάζο της μαμάς μας»

Τότε, μέσα από το μισοσκόταδο, φάνηκαν κάποιες σκιές.
Πριν προλάβουν τα δύο αδέρφια να τρομάξουν άκουσαν τις φωνές και τις γνώρισαν. Ήταν το κοτσύφι
και το αλεπουδάκι
και το βατραχάκι
και το αρκουδάκι
και η καρακάξα
και η λαγουδίνα με τα τρία λαγουδάκια της.
Ο Στέφανος και ο Αλκιβιάδης άναψαν τους φακούς τους, γιατί είχαν και από έναν φακό μαζί τους ο καθένας, και φώτισαν τα ζώα.
Είδαν ότι όλα κρατούσαν πολλά όμορφα λουλούδια.
Όλα τα ζώα μαζί είπαν στα δυο αδέρφια να μη φοβούνται γιατί θα τα βοηθούσαν, όπως είχαν υποσχεθεί, να πάνε στο σπίτι τους και στη ζεστασιά τους και στη μαμά τους και στον μπαμπά τους και στον παππού και στη γιαγιά τους.
Έτσι και έγινε.
Όλοι μαζί, σαν μιά παρέα,
ο Στέφανος και ο Αλκιβιάδης,
το κοτσύφι και το αλεπουδάκι,
το βατραχάκι και το αρκουδάκι,
η καρακάξα και η λαγουδίνα με τα τρία λαγουδάκια της,
φτάσανε αργά το βράδυ στο σπίτι που ζούσε μαζί με τα παιδιά.
Πρώτη τους καλοδέχτηκε η εξώπορτα τραγουδώντας:
«Καλώς τα τα παιδάκια, καλώς τα παιδιά!».
Αλλά και το χαλάκι, που έγραφε πάνω του «Καλωσήρθατε φίλοι!», τινάχτηκε από χαρά.
Η μαμά τους, ο μπαμπάς τους, ο παππούς και η γιαγιά τους, χάρηκαν τόσο πολύ όταν τους είδαν, που δεν τους μάλωσαν καθόλου.
Παρ’ όλο που είχαν ανησυχήσει πάρα πολύ, τους αγκάλιασαν σφιχτά και τους φίλησαν ζεστά ζεστά στα κρύα και κοκκινισμένα μάγουλά τους.

Η μαμά του Αλκιβιάδη και του Στέφανου, βλέποντας τα ζωάκια να φοράνε τα ρούχα των παιδιών, κατάλαβε ότι κάτι καλό είχαν κάνει τα παιδιά.
Πήρε τότε μια παλιά κόκκινη καρό μάλλινη κουβέρτα και με το μεγάλο ψαλίδι την έκοψε σε κομμάτια, μικρά και μεγάλα.

* Έδωσε ένα μικρούλι κομμάτι στο κοτσύφι
και το κοτσύφι έδωσε πίσω το γάντι τού Στέφανου.
* Έδωσε ένα μεγαλύτερο κομμάτι στο αλεπουδάκι
και το αλεπουδάκι έδωσε πίσω το κασκόλ τού Αλκιβιάδη.
* Έδωσε ένα μικρό κομμάτι από την κουβέρτα στο βατραχάκι
και το βατραχάκι έδωσε πίσω την κάλτσα τού Στέφανου.
* Έδωσε ένα μεγάλο κομμάτι στο αρκουδάκι
και το αρκουδάκι της έδωσε πίσω το πουλόβερ τού Αλκιβιάδη.
* Έδωσε ένα κομμάτι στην καρακάξα
και η καρακάξα έδωσε πίσω το σκουφί τού Στέφανου.
* Και στο τέλος, έδωσε ένα κομμάτι στη λαγουδίνα κι από ένα μικρότερο κομμάτι της παλιάς μάλλινης κόκκινης καρό κουβέρτας στο καθένα από τα τρία λαγουδάκια
και εκείνα έδωσαν πίσω το μπουφάν τού Αλκιβιάδη.

Έτσι, τα εννιά ζώα είχαν τώρα κατιτί δικό τους να τα ζεσταίνει και δεν κρύωναν.
Μετά απ’ όλα αυτά ο Στέφανος και ο Αλκιβιάδης ευχαρίστησαν τα ζώα.
Τους αποχαιρέτησαν κι εκείνα με ευχαριστίες και χώθηκαν χαρούμενα και ευχαριστημένα στο δάσος για να πάνε στις φωλιές τους.
Εκείνο το Κυριακάτικο βράδυ, μέσα στο σπίτι που ζούσε μαζί με τον Στέφανο, τον Αλκιβιάδη, τη μαμά, τον μπαμπά, τη γιαγιά και τον παππού, ήτανε μια σωστή γιορτή!
Στο τραπέζι, μαζί με το νόστιμο φαΐ της μαμάς τους και την τούρτα σοκολάτα που είχε φτιάξει η γιαγιά για να σβήσει τα κεράκια της η μαμά, ήταν και το μεγάλο βάζο με τα πανέμορφα λουλούδια που είχαν μαζέψει τα ζωάκια.
Γύρω του γελαστοί και χαρούμενοι όλοι.
Ο Αλκιβιάδης και ο Στέφανος,
η μαμά και ο μπαμπάς,
η γιαγιά και ο παππούς.
Τα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα και μιλούσαν συνέχεια για την περιπέτειά τους και για όλα εκείνα τα θαυμαστά που έζησαν με τους καινούριους καλούς φίλους που έκαναν στο δάσος εκείνη την ωραία, λαμπερή αλλά και πολύ κρύα χειμωνιάτικη Κυριακή.
Γύρω τους το σπίτι άκουγε και χαιρόταν.
Και πιο πέρα, το δάσος.
Και γύρω γύρω, το νησί.
Και γύρω από το νησί, η θάλασσα.
Και λίγο πιο μακριά από εκείνο το νησί και τη θάλασσα,
όλοι εμείς που χαιρόμαστε όταν όλα τελειώνουν καλά!

ΤΕΛΟΣ

SHARE
RELATED POSTS
Γιατί δεν κλαις, βρε άνθρωπε;, της Τζίνας Δαβιλά
Δημήτρης Κατσούλας
Έγνοια, του Δημήτρη Κατσούλα
Μεταξύ αστείου και σοβαρού, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.