Ανοιχτή πόρτα

Αναζητώντας αντίβαρο σε κοινωνικά ρικνούς Καιρούς, του Κωνσταντίνου Μεϊντάνη

Spread the love

Αναζητώντας αντίβαρο σε κοινωνικά ρικνούς Καιρούς.

   Δεν πρόκειται για σκέψεις που διεκδικούν πρωτοτυπία. Θα αποτελούσε ύβριν έστω και να αφήσω κάτι τέτοιο ως αιωρούμενο ή υπονοούμενο για τα όσα γράφω στη συνέχεια. Πρόκειται μόνο για ένα κάποιο “καταστάλαγμα” εμπειριών που ενισχύουν, ενδεχομένως και πλουτίζουν, την Πείρα μας ως ανθρώπων σε τούτη την ατέρμονη, συνάμα πεπερασμένη, και κάθε άλλο παρά αταλάντευτη πορεία μας στο πλαίσιο του δρώμενου-δράματος που καλούμε Ζωή. Αυτό το φαινομενικά τυχαίο συμβάν που υφ-ίσταται ως Ύπαρξη, ως Υπαρκτικό Γεγονός στο οποίο βρεθήκαμε να μετέχουμε άκοντες όλοι μας, όπως τόσοι άλλοι πριν από μας. Και συνάμα επίμονων και, συχνά, επίπονων προσπαθειών μου, να αναζητώ, να ερευνώ, να προκαλώ τον νου και την ψυχή, για να καταλάβω, σαν άλλος Φάουστ, πως όσο κι αν “πορευτώ”, βρίσκομαι στο τέλος – ταυτόχρονα και στην αρχή. “Ενδεής όσο και πρώτα”.

 Είναι όμως και αυτή η σωκρατική αποδοχή της “ένδειας” γνώσης μια μαθητεία και θητεία στον εαυτό σου. Στη βαθύτερη ουσία σου ως ανθρώπου, και εν γένει στον Άνθρωπο. Μια διδαχή που έρχεται από την, και οδηγεί πάντοτε στην, Σχέση.

Καθώς οι μέρες μας γίνονται ολοένα και πυκνότερες στο αδυσώπητο Γκρίζο τους -και στους έσχατους και αίσχιστους Καιρούς μας, πιο “μικρόψυχους” κι απ’ όσο ο Hoelderlin θα τολμούσε ποτέ να τους φανταστεί, όπου μάς έλαχε να ζούμε- με τη δραματική καθίζηση κάθε μορφής Ήθους -απ’ αυτό δεν αρχίζουν όλα, και σ’ αυτό δεν οδηγούν;- και την στροβιλώδη ανάδυση κάθε πυρακτωμένου Πάθους, την άμβλυνση κάθε Μέτρου και την, συντελεσμένη πλέον, “ακεραίωση” της Αμετρίας, η Αυθυπέρβαση και εν συνεχεία η Επιστροφή στο Εγώ, όχι πια ως αυταξία, είναι, μπορεί να είναι, εφικτή κάθε στιγμή μέσω του Άλλου. Ίσως πιο πολύ σήμερα παρά ποτέ άλλοτε.

Άλλη διακινδύνευση αυτή, ειδικά μέσα σε τούτες τις θύελλες που θρασομανούν γύρω μας και μέσα μας, καθώς οι λέξεις χάνουν, και οι πιο πολύτιμες από αυτές μοιάζουν να έχουν ήδη χάσει, το νοηματικό φορτίο που κομίζουν ως δίαυλοι “παρακλητικοί τής διανοίας”, ως αφορμές προς την αναψηλάφηση εμπειριών και δεδομένων. Σημαίνοντα, ορφανεμένα από τα Σημαινόμενά τους.

Έμαθα, και μαθαίνω όσο μού το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, αλλά κυρίως η θέλησή μου που συναιρεί το πνευματικό με το συναισθηματικό (και πάλι όμως αφήνοντας πάμπολλα κενά), πως εκείνο που πρωτίστως έχει σημασία και αξία είναι η σχέση που σε δένει με έναν άνθρωπο. Κανείς μας δεν είναι ολοκληρωμένος, πλήρης, “απαρτιωμένος”, ακέραιος. Και πώς θα ήταν δυνατόν, άλλωστε, τη στιγμή που ο Άνθρωπος είναι φύσει τρεπτός και ο Κόσμος που αυτός διαμόρφωσε και παραμόρφωσε με μια μεγαλειωδώς νήπια ροπή προς την αυτοκαταστροφικότητα, απαρέγκλιτα τον οδηγεί σε συνεχείς, ανελέητες και αλλεπάλληλες -συχνότατα και επάλληλες- αναμετρήσεις με ό,τι τον έχει αλώσει, αλλοτριώσει, σχεδόν σαρώνοντάς τον ως Οντότητα και ως λογική Ύπαρξη. Γι’ αυτό έχουμε ανάγκη (όχι με τη χρησιμοθηρική-κτητική έννοια της λέξης, που είναι πλέον τόσο του συρμού στην εποχή μας, και του διασυρμού μας ως αυτοανακηρυχθέντων “άνω-θρωσκώντων”, έλλογων πλασμάτων) τον Άλλον, όποια μορφή κι αν προσλαμβάνει η Σχέση μας με αυτόν, ως Μέτρο και πρό(σ)κληση/έκκληση σε κοινωνία.

Το κοινόν, λοιπόν. Το κοινόν ως το μοιραζόμενο το οποίο, ακριβώς επειδή είναι, πρέπει να είναι, το ύπατο διακύβευμα της Ύπαρξής μας ως Προσώπων (προς + όψις ή ορώ/όπωπα, είμαι στραμμένος Προς τον Άλλον, προς το Πρόσ-ωπο της δικής του Μοναδικότητας, με το Πρόσ-ωπο της δικής μου), καθιστά τη Σχέση Άθλημα, εδραζόμενο, αν είναι να ριζώσει, να δέσει και να καρπίσει, ακόμα και πικρούς από ένα σημείο κι έπειτα καρπούς, στην αμεσότητα, την ειλικρίνεια, την διαρκή εγρήγορση  και άσκηση.

Πρόκειται για μια πορεία, που γίνεται αναιρετική της στατικότητας. Πορεία ανακάλυψης του Άλλου, που σε κατευθύνει, αν το ζητάς πραγματικά, με όλες τις αδυναμίες και αστοχίες σου στην ανακάλυψη του Εαυτού σου, των πτυχών εκείνων που γνωρίζεις και εκείνων που αγνοείς, φωτεινών και μη, καθιστώντας σε Άξιο της Σχέσης και, εν τέλει, της Ζωής. Της μίας και μοναδικής που μάς δόθηκε. Ή, έστω, όσο μπορούμε να “γνωρίζουμε” μέσω της δεδομένης περατότητας στην οποία υπόκειται η αντιληπτική/προσληπτική ικανότητά μας ως, εν Λόγω και εν λόγω, όντων.

Όταν μια Σχέση φτάσει το τέλος της, μιας και τελικά “είν’ άνεμος φουσκοδεντρίτης ο Καιρός, και φυσάει ανέσπλαχνα και συρομαδάει τις ψυχές”, όπως ακριβώς το έγραψε ο Ν. Καζαντζάκης (και αφού, “Η αίγλη της Νεότητας είναι ως έναν βαθμό αίγλη του Σφάλματος”, κατά τον άλλο μεγάλο Τεχνίτη του Λόγου και του Στίχου, τον Οδ. Ελύτη), αυτό το τέλος δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, μονοσήμαντο και μονοδιάστατο. Τα πάντα στη Φύση βρίσκονται σε μία Σχέση, σε μιαν Αντίθεση, σε ένα Δίπολο. Αλληλοσυμπληρούμενα ακόμα καί -ή κυρίως- στην αντιθετικότητά τους.

Οι Έλληνες, εξάλλου, όρισαν, και με τον Πανεπιστήμονα Αριστοτέλη καθόρισαν, το Τέλος στη διττή του εννοιολογική υπόσταση: ως τέλος – πέρας, κατάληξη αφενός, και ως Τέλος – τελείωση, ολοκλήρωση αυτού που ήταν εν προόδω αφετέρου: της Πορείας. Έτσι, κάθε τέλος, είτε φέρει αμυχές, είτε ουλές, είτε πληγές, φέρει στο εξής και τη Γνώση αυτών κάθε στιγμή. Γνώση ως εφ-αλτήριο και ως αφ-ορμή για νέα Αρχή στη ρέουσα Συνέχεια.

Και ο Καιρός; Ανακύπτει αμείλικτο στην αμεσότητά του το ερώτημα. Θεράπων – θεραπεύει; Ή θεράπων – υπηρετεί; Το Δίπολο, πάλι. Το εγγενώς στην Ύπαρξη Διφυές. Μπορεί και να θεραπεύει. Εμείς διαλέγουμε. Θα αποτολμήσω να τον διαλέξω ως υπηρετούντα. Σε μαθαίνει να συνηθίσεις αυτό που συντελέστηκε. Όχι όμως με τη Συνήθεια ως ουδετεροποίηση, η οποία για όλους μας, λίγο ή πολύ, ερωτοτροπεί δελεαστικά με την παραίτηση. Αλλά ως (έστω και αν πρόκειται για παρετυμολογία της λέξης, που δικαιώνεται από το Νόημά της) “συν” (ενίσχυση) του Ήθους, έναντι του Έθους, του εθισμού, της “συνήθειας”. Ένα ιδεώδες. Και γι’ αυτό ευκταίο αλλά ανέφικτο.

Ποιο είναι το εφικτό; Μα η πορεία, νομίζω και θέλω να πιστεύω. Με όλες τις απορίες που θα φέρει, τις παλινδρομήσεις, τις παρεκκλίσεις, αλλά και τα ξάγναντα, τις ζωογόνες στάσεις και τις ανάσες της.

Και κατόπιν και πάντα η Συνέχεια…  “…ως τον Ορίζοντα, ως τον Ουρανό που βασιλεύει” (Γ.Σεφέρης).

Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης είναι Απόφοιτος Κλασσικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, του King’s College και Birkbeck College του Λονδίνου και πιανίστας. Ζει μεταξύ Λονδίνου και Αθήνας και εργάζεται ως επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Το πρώτο βιβλίο με κείμενα ποίησης και πρόζας φέρει τον τίτλο «Δειλινές αποχρώσεις σ’ ένα δάκρυ. Αφορμές και αναβαθμοί μιας παλίνδρομης πορείας». 

Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Μάνος Στεφανίδης
Ούτε ταλέντο, ούτε παιδεία, του Μάνου Στεφανίδη
Ο Στέφανος Κασσελάκης και η στημένη θηλιά, του Δημήτρη Κατσούλα
Ελλάδα…απλά!, της Ιωσηφίνας Τσουμπή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.