Ανοιχτή πόρτα Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Στην αγορά για ροδάκια, του Κωστή Α.Μακρή

Spread the love

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, 

Pane di capo: Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»

Κωστής Μακρής

Επιδιορθώνω ένα μικρό βοηθητικό έπιπλο που είχα φτιάξει γύρω στο 1994 για τα εργαλεία και τα μικροπράγματα που θέλω να έχω πρόχειρα όταν μαστορεύω κάτι συγκεκριμένο.

Το αρχικό, κατασκευή του 1994 περίπου, είχε κάτι ειδικά ροδάκια με άξονα που, με τα χρόνια και τον ήλιο, βγήκαν BLR (Beyond Local Repair = ΠΕΕ, Πέραν Επιτοπίου Επισκευής) που λέγαμε στον στρατό.

Πρόσθεσα ένα ακόμα ράφι, το ενίσχυσα, το έτριψα, το βερνίκωσα, αλλά ροδάκια δεν είχα. Βγήκα στα γύρω μαγαζιά και πολυκαταστήματα εργαλείων και λοιπών μαστορεματικών να βρω τα ίδια ροδάκια.

Μετά από πολλές αναζητήσεις, δεν βρήκα τα ίδια.

Βρήκα κάτι άλλα ροδάκια με άξονα αλλά ήταν πλαστικά και δεν μου άρεσαν.

Ένα καταστηματάρχης «Χρώματα-Εργαλεία-Σιδηρικά» στην ευρύτερη γειτονιά μου, σιτεμένος και έμπειρος, μου λέει: «Τέτοια θα βρεις μόνο στην αγορά. Ερμού, Αθηνάς, εκεί γύρω.»

Μου άρεσε η κουβέντα του. «Όμορφα λόγια» που θα έλεγε και ο Αθηνόδωρος Προύσαλης, στο «Μια Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη».

«Στην αγορά».

Που σημαίνει στο κέντρο της Αθήνας, να βλέπεις και τον καλοθεμελιωμένο και αντισεισμικό Παρθενώνα και να ευφραίνονται τα μέσα σου.

Και κίνησα Δευτέρα πρωί πρωί (Όταν λέμε πρωί πρωί, 9:15 π.μ. ε; Μην τρελαθούμε κιόλας… Δεν είμαι και γαλατάς) να πάω στην Οδό Αθηνάς.

Ξέρω εκεί ένα μαγαζί με εργαλεία και σιδερικά που πολύ το χαίρομαι και όποτε πάω χαζεύω και αγοράζω πράγματα που ούτε είχα σκεφτεί να αγοράσω αλλά τελικά μου χρειάζονται.

Πάω στο φιλικό μαγαζί με το σακούλι μου και με το παλιό ροδάκι μέσα, το δείχνω σ’ έναν παλαιό υπάλληλο και εκείνος με τη σοβαρότητα δημόσιου λειτουργού (αλλά όχι απρόθυμου δημοσίου υπαλλήλου) μου λέει την ακόλουθη όμορφη κουβέντα:

«Εμείς τέτοια δεν έχουμε. Αλλά ξέρω πού θα βρεις…»

Παλιά τακτική η αλληλεγγύη των ανθρώπων της αγοράς ― εκτός σπανίων εξαιρέσεων. Αυτό το «Εγώ δεν έχω αλλά θα σου πω πού να πάς ή θα σε στείλω στον… ή αυτό θα το βρεις στον…» δεν έχει πάψει να ενισχύει το δίκτυο των εμπόρων τού κέντρου που ξέρουν ότι ο καλώς εννοούμενος ανταγωνισμός κάνει καλό στις επιχειρήσεις. Και είναι καλό να λες «Με έστειλε ο…» ή «Μου είπαν από τού…» για να ξέρει κι άλλος σε ποιον χρωστάει τη χάρη για να την αντιγυρίσει. Έτσι.

Είναι και ο φιλικός ενικός σ’ αυτά τα μαγαζιά που δηλώνει μια συνάφεια πέρα από την ευγένεια ή την αγένεια.
Σου μιλάω στον ενικό γιατί παρ’ όλο που σε βλέπω ότι δεν είσαι μαστόρι κι έχεις σχεδόν καθαρά νύχια, είσαι όμως εδώ, μπήκες σ’ αυτό το μαγαζί που δεν το ξέρουν οι πελάτες των «σουπερμαρκετοσιδηρικοχρωματοεργαλειοπωλείων», σε βλέπω σαν άνθρωπο της αγοράς που ξέρει δυο πράγματα, και εμείς εδώ γύρω είμαστε πουλιά με το ίδιο φτέρωμα ―που λένε και οι Αγγλοσάξονες― και πετάμε μαζί ακόμα κι αν δεν γεννηθήκαμε εδώ, ακόμα κι αν διαφέρει λίγο το χρώμα και η λαλιά μας, αλλά εδώ στα στενά, γύρω από την πανάρχαια αγορά μας, έζησαν και ζουν πολλές φυλές, εδώ που ακόμα αντηχούν λέξεις που και σήμερα το ίδιο σημαίνουν στα αυτιά μας γιατί εδώ θα βρεις και δρεπάνια και τηγάνια και μαχαίρια και σανδάλια και σμύριδα και χαλκό και κόσκινα και καλάθια και καρφιά και σφύρες και άκμονες και σμίλες και Κινέζους να σου λένε «καλημέρα» με εκείνο το χαμογελάκι το γανωμένο από τα χιλιάδες χιλιόμετρα που τους χωρίζουν από τον τόπο τους.

Μου λέει λοιπόν ο ευγενής επαγγελματίας πού να πάω. Το ξέρω το άλλο μαγαζί· πάω και σ’ εκείνο όταν θέλω κάτι πολύ εξειδικευμένο· και ρωτάω για τα ονόματα κάποιων εργαλείων που δεν ξέρω για να μαθαίνω.

Και πάω εκεί, κοντά ήτανε, δίνω το παλιό ροδάκι στον έμπειρο υπάλληλο με μια καλημέρα μαζί· του λέω και το «με στείλανε από…» και εκείνος κουνάει το κεφάλι χωρίς πολλά αλλά ξέρει και χρωστάει, και χωρίς να πει τίποτε άλλο πέρα από την απόκρουση της καλημέρας μου και την με άψογο σερβίς σταλμένη ευχή του για «καλή εβδομάδα», πάει στο πίσω μέρος του μαγαζιού, τραβάει ένα κουτί σαν συρτάρι, το βάζει στον πάγκο, βγάζει ένα παχύμετρο, μετράει τον άξονα του παλιού και των νέων μέσα στο κουτί, τα βρίσκει ίδια, οκτώ χιλιοστά μου λέει, ναι, λέω τόσο είναι, πόσα θέλετε, πληθυντικός εδώ, είναι πιο νέος αυτός από τον άλλον τον παλιό που με έστειλε, τέσσερα του λέω και κοιτάζω και κάτι λαβές γερές, σιεδρένιες, αχάλαστες, ομηρικές, για ένα ξυλοκιβώτιο που θέλω να φτιάξω και λέω «θέλω και δύο απ’ αυτές», βλέπω κι ένα πολύ μαγγιόρικο κατσαβίδι, αυτόματο ―με την κίνηση ενός μικρού μοχλού στη λαβή γίνεται δεξιόστροφο, αριστερόστροφο και σταθερό, κεντρώο σχεδόν―, σε τιμή πολύ συμφερτική και παρ’ όλο που μου ’ρχεται να πω για το κατσαβίδι ότι είναι σκέτο Κοινοβούλιο, λέω μέσα μου «άσε τις πολιτικές εξυπνάδες διότι δεν ξέρεις τι και πώς», και όλα μαζί τα πάει ο καλός άνθρωπος, τυλιγμένα σε χαρτί της φίρμας τού καταστήματος, στο ταμείο, πληρώνω, εύχομαι καλή εβδομάδα και καλές δουλειές και φεύγω για το αυτοκίνητο.

Στον κουλουρά με το γυάλινο υπαίθριο μαγαζί-καρότσι που συναντώ, λέω «είναι φρέσκα;», «Πρωινά» μου λέει και ξέρω ότι πρωινό στου Ψυρρή σημαίνει από 4 μέχρι 6 π.μ., δηλαδή τέσσερις με πέντε ώρες πριν, «Μου δίνετε ένα;» λέω, μου δίνει, δοκιμάζω, καλό είναι, τραγανό ακόμα, «Δώσ’ τε μου άλλα πέντε» λέω, και βάζει άλλα πέντε σε νέο χάρτινο σακούλι και «Αν περιμένατε κάνα τέταρτο, μισάωρο, θα ερχόντουσαν τα φρέσκα» μου λέει, αλλά κι αυτά μια χαρά είναι για τη γυναίκα μου και τις εγγονές μας που τους τα φτιάχνει η γυναίκα μου όπως της τα ’φτιαχνε κι εκείνης η γιαγιά της, που τα έκοβε εγκαρσίως και άπλωνε βούτυρο και μέλι ή μαρμελάδα και τα έκλεινε πάλι και γινόταν ένα γλυκό σάντουιτς να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει.

Μπήκα στο αυτοκίνητο και γύρισα στο σπίτι.

Άκουγα ειδήσεις, πολιτικά σχόλια και τραγούδια.

Είχα και μια χαρά να σιγανοχορεύει μέσα μου που είχα βρει αυτά που ήθελα, και με το παραπάνω, και είχα λεφτά να τα πάρω ―δεν ήταν ακριβά― και που πλησίασα την Ακρόπολη, και ταξίδεψα για λίγο στην αγαπημένη μου αγορά και… και…

Τι να λέω τώρα για τον Δάσκαλο Παρθενώνα…

Που έτσι και φτιάχναμε ό,τι φτιάχνουμε με το πρότυπό του και τοις κείνοις ρήμασι πειθόμενοι… Από ομελέτα μέχρι Πανεπιστήμια…

Αχαχούχα!

Αλλά, λέω μέσα μου, υπάρχουν ακόμα μερικοί άνθρωποι που κάνουν καλά αυτό που ξέρουν καλά να το κάνουν.
Και έτσι, μερικές μέρες ξεκινάνε πολύ όμορφα.

Κι ας είναι τρεις μέρες μετά από έναν σεισμό που ―όσο να ’ναι― μας ψιλοκοψοχόλιασε.

Καλή εβδομάδα να έχουμε.

22 Ιουλίου 2019

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Καθρέφτες, του Γιάννη Πανούση
Κάποτε ήμουν πουλί, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
Ανεύθυνη και επικίνδυνη η επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβάν, του Αντώνη Η.Διαματάρη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.