Βιβλίο

Ξανα(ξανα)διαβάζοντας την Οδύσσεια, του Κωστή Α.Μακρή

Spread the love

Ο Κωστής Μακρής είναι γραφίστας και συγγραφέας

GREEK RESTAURANT-THE BEST IN THE CITY- NEW YORK 253-17 NORTHERN BLVD

Ξανα(ξανα)διαβάζω την Οδύσσεια (του Ομήρου, εννοείται) δεν-ξερω-γω για ποσοστή φορά (το παθαίνω αυτό μια δυο φορές τον χρόνο ή και παραπάνω, σαν να θέλω συχνά να αναβαπτίζομαι…) και ματαξαναπαθαίνω πλάκα με αυτό που διαβάζω και το γουστάρω και το απολαμβάνω και την καταβρίσκω και χώνομαι μέσα στο βιβλίο και χαμογελάω με κάποιες λέξεις και φράσεις και εικόνες και σκέφτομαι, ανάμεσα και πάνω και μέσα στις αράδες και τις λέξεις, πόσο… πόσους… πόσες… πόσα… πόση…! Τι να πρωτοαναφέρω για τα πόσο, πόσους, πόσες, πόσα, πόση; Πόσο θεμελιακό για τον ανθρώπινο πολιτισμό είναι αυτό το μέγα περιπετειώδες πρωτογενές έπος; Πόσο έτοιμο να φορέσει τα ρούχα των αιώνων που πέρασαν από τότε που πρωτοτραγουθήθηκε; Πόσες λέξεις που φανερώνουν απύθμενα βάθη νόησης και κατανόησης του Κόσμου, και τεχνολογικά επιτεύγματα και ανθρώπων σχέσεις και πολιτισμό; Πόσους χαρακτήρες διαφορετικούς και λεπτοδουλεμένους έχει; Πόσα πρόσωπα μπορεί να πάρει ο Άνθρωπος που αγγίζει τους Θεούς; Πόση μαεστρία στην διάταξη των ενοτήτων/ραψωδιών/κεφαλαίων/φράσεων μπορεί να χωρέσει σε ένα βιβλίο; Πόση ικανότητα, ταλέντο, φώτιση, τύχη, ευλογία και επάρκεια είχε ο Ποιητής Όμηρος (ένας ή πολλοί, δεν με ενδιαφέρει) να φτιάξει κάτι που να είναι ακόμα σύγχρονο και να παραμένει ένα από τα παγκόσμια “ευπώλητα”;

Ίσως επειδή μιλάει για τον Άνθρωπο με τα δυο μάτια, τα δυο χέρια, τα δυο πόδια, τα δυο αυτιά, τη μια μύτη με δυο ρουθούνια, το ένα (αλλά εξαιρετικά πολύπλοκο εσωτερικά) κεφάλι, την μια καρδιά, το ένα ήπαρ… Πράγματα δηλαδή που ακόμα δεν έχουν αλλάξει.

Ακόμα δεν τα έχω καταφέρει να διαβάζω/χαίρομαι/κατανοώ πλήρως τα Ομηρικά Έπη από τα (ας πούμε) “αρχαία” αλλά κάθε τρεις και λίγο ανατρέχω και σε αυτά για να θυμάμαι πόσες λέξεις απ’ αυτά έχω και έχουμε κρατήσει μέχρι σήμερα.

Κι αυτό που μου κάνει εντύπωση, ―εκτός από χρηστικές λέξεις της καθημερινότητας, με σημασίες σχεδόν απόλυτα όμοιες με τα νέα ελληνικά, όπως: (διαλέγω μόνο από το άλφα) άγαλμα, αγαπάω, αγαπητός, αγέρωχος, αθάνατος, άθλος, αίμα, αίσχος, ακάματος, αλείφω, αλήτης και άλλες―, είναι τα ανθεκτικά τοπωνύμια κάποιων νησιών του Αιγαίου όπως:

Τένεδος, Λέσβος, Χίος, Ψαρά (Ψυρίη), Εύβοια και άλλα.
Και κάτι μου λέει, ότι οι τότε κάτοικοι αυτών των νησιών μάλλον θα είχαν βρει τρόπους να τα οχυρώνουν και να τα υπερασπίζονται, με στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις, από όσους τα επιβουλεύονταν.

Παραθέτω μικρό απόσπασμα από την  γ Ραψωδία
(στίχοι 156-193 σε μετάφραση Ζήσιμου Σίδερη και στο πρωτότυπο): 

Κι ο άλλος ο μισός στρατός στάθηκε πίσω, πάλε,

κοντά στον Αγαμέμνονα τον αρχηγό να μείνει.

Στα πλοία μπήκαμε οι μισοί κι αυτά γοργά πετούσαν

κι η θάλασσα μαλάκωσε με του θεού τη χάρη.

Σα φτάσαμε στην Τένεδο προσφέραμε θυσία

στους αθανάτους, τη γλυκιά πατρίδα μας ποθώντας.

Μα γυρισμό δεν έγραφε για μας ακόμα ο Δίας,

που σήκωσε, ο αμάλαγος, μια δεύτερη διχόνοια.

Κι άλλοι στα ψηλοκέφαλα καράβια μπήκαν πάλε,

με το Δυσσέα το σοφό και τον πολυτεχνίτη,

πίσω να πάνε, για χαρά του βασιλιά Αγαμέμνου.

Εγώ όμως, μ’ όσα γλήγορα καράβια μ’ ακλουθούσαν,

προχώρησα, γιατί έβλεπα κακές δουλειές της μοίρας.

Μαζί κι ο πολεμόχαρος γιος του Τυδέα κινούσε

με τους συντρόφους του, κι αργά ξοπίσω κι ο Μενέλαος

ερχόνταν και μας έφτασε στη Λέσβο να μετρούμε

το μακρινό ταξίδι μας, αν απ’ τη Χιο από πάνω

θα πάμε τη βραχόσπαρτη, προς τα Ψαρά, έχοντάς την

ζερβά μας, ή να πιάσουμε τη Χιο απ’ το κάτω μέρος,

κοντά στ’ ανεμοσάλευτο του Μίμα τ’ ακρωτήρι.

Και του θεού ζητούσαμε σημάδι να μας δείξει,

κι η χάρη του μας το ‘δειξε και φώτισε το νου μας,

να κόψουμε τη θάλασσα στη μέση, προς την Εύβοια,

κι έτσι μιαν ώρα αρχύτερα να πάψουν τα δεινά μας.

Πρίμο αγεράκι δυνατό φυσούσε κι άψε σβήσε

την ψαροθρόφα θάλασσα πέρασαν τα καράβια

κ αράξανε στη Γεραιστό τη νύχτα, κι εκεί τότες

άπειρα κάψαμε μηριά βοδιών στον Ποσειδώνα,

που το ταξίδι ήταν καλό. Την τέταρτη πια μέρα

στ’ Άργος οι ναύτες άραξαν του μαχητή Διομήδη

τα ισόμετρα καράβια τους. Μα εγώ στην Πύλο πήγα,

κι ούτε ποτέ σταμάτησε τ’ ολόπρυμο τ’ αγέρι,

έτσι όπως το ‘στειλε απ’ αρχής ο Δίας να φυσήξει·

Έτσι ήρθα ανήξερος εδώ, παιδί μου, και δεν ξέρω

απ’ όλους ποιοι σωθήκανε και ποιους ο χάρος πήρε.

Κι όσα μες στο παλάτι μου που κάθουμαι, μαθαίνω,

καθώς ταιριάζει θα σου πω και δε θα σου τα κρύψω.

Λένε καλά πως έφτασαν οι κονταροπλισμένοι

οι Μυρμιδόνες σπίτι τους, που οδήγαε ο λεβέντης

του ατρόμητου Αχιλλέα ο γιος, καλά κι ο Φιλοχτήτης,

λεβέντης γιος του Ποίμαντα, κι όλους του τους ανθρώπους

με το καλό τους έφερε στην Κρήτη ο Ιδομενέας,

όσοι απ’ τη μάχη γλίτωσαν, κανένα δεν του πήρε

η θάλασσα.

(Αρχαίο κείμενο)

ἡμίσεες δ’ ἄρα λαοὶ ἐρητύοντο μένοντες

αὖθι παρ’ Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι, ποιμένι λαῶν·

ἡμίσεες δ’ ἀναβάντες ἐλαύνομεν· αἱ δὲ μάλ’ ὦκα

ἔπλεον, ἐστόρεσεν δὲ θεὸς μεγακήτεα πόντον.

ἐς Τένεδον δ’ ἐλθόντες ἐρέξαμεν ἱρὰ θεοῖσιν,

οἴκαδε ἱέμενοι· Ζεὺς δ’ οὔ πω μήδετο νόστον,γ 160

σχέτλιος, ὅς ῥ’ ἔριν ὦρσε κακὴν ἔπι δεύτερον αὖτις.

οἱ μὲν ἀποστρέψαντες ἔβαν νέας ἀμφιελίσσας

ἀμφ’ Ὀδυσῆα ἄνακτα δαΐφρονα ποικιλομήτην,

αὖτις ἐπ’ Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι ἦρα φέροντες·

αὐτὰρ ἐγὼ σὺν νηυσὶν ἀολλέσιν, αἵ μοι ἔποντο,

φεῦγον, ἐπεὶ γίνωσκον, ὃ δὴ κακὰ μήδετο δαίμων.

φεῦγε δὲ Τυδέος υἱὸς ἀρήϊος, ὦρσε δ’ ἑταίρους.

ὀψὲ δὲ δὴ μετὰ νῶϊ κίε ξανθὸς Μενέλαος,

ἐν Λέσβῳ δ’ ἔκιχεν δολιχὸν πλόον ὁρμαίνοντας,

ἢ καθύπερθε Χίοιο νεοίμεθα παιπαλοέσσης,γ 170

νήσου ἔπι Ψυρίης, αὐτὴν ἐπ’ ἀριστέρ’ ἔχοντες,

ἦ ὑπένερθε Χίοιο παρ’ ἠνεμόεντα Μίμαντα.

ᾐτέομεν δὲ θεὸν φῆναι τέρας· αὐτὰρ ὅ γ’ ἥμιν

δεῖξε, καὶ ἠνώγει πέλαγος μέσον εἰς Εὔβοιαν

τέμνειν, ὄφρα τάχιστα ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν.

ὦρτο δ’ ἐπὶ λιγὺς οὖρος ἀήμεναι· αἱ δὲ μάλ’ ὦκα

ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον, ἐς δὲ Γεραιστὸν

ἐννύχιαι κατάγοντο· Ποσειδάωνι δὲ ταύρων

πόλλ’ ἐπὶ μῆρ’ ἔθεμεν, πέλαγος μέγα μετρήσαντες.

τέτρατον ἦμαρ ἔην, ὅτ’ ἐν Ἄργεϊ νῆας ἐΐσαςγ 180

Τυδεΐδεω ἕταροι Διομήδεος ἱπποδάμοιο

ἵστασαν· αὐτὰρ ἐγώ γε Πύλονδ’ ἔχον, οὐδέ ποτ’ ἔσβη

οὖρος, ἐπεὶ δὴ πρῶτα θεὸς προέηκεν ἀῆναι.

ὣς ἦλθον, φίλε τέκνον, ἀπευθής, οὐδέ τι οἶδα

κείνων, οἵ τ’ ἐσάωθεν Ἀχαιῶν οἵ τ’ ἀπόλοντο.

ὅσσα δ’ ἐνὶ μεγάροισι καθήμενος ἡμετέροισι

πεύθομαι, ἣ θέμις ἐστί, δαήσεαι, οὐδέ σε κεύσω.

εὖ μὲν Μυρμιδόνας φάσ’ ἐλθέμεν ἐγχεσιμώρους,

οὓς ἄγ’ Ἀχιλλῆος μεγαθύμου φαίδιμος υἱός,

εὖ δὲ φιλοκτήτην, Ποιάντιον ἀγλαὸν υἱόν.γ 190

πάντας δ’ Ἰδομενεὺς Κρήτην εἰσήγαγ’ ἑταίρους,

οἳ φύγον ἐκ πολέμου,

Κωστής Α. Μακρής
21 Φεβρουαρίου 2022

SHARE
RELATED POSTS
Tι διαβάζεις αυτόν τον καιρό;, του Άρη Μαραγκόπουλου
“Εξομολόγηση…”: διαβάστε όλο το πρώτο κεφάλαιο-αφιερωμένο σε όλες και όλους, της Ωραιοζήλης Τζίνας Δαβιλά
Μια διαχρονική Κασσάνδρα του Μάνου Κοντολέων που μας μιλά από το χτες για το σήμερα, της Βασιλικής Ρεσβάνη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.