Ανοιχτή πόρτα

«Zito i Hellas»…και δεν μιλάω γενικά για το Πολυτεχνείο, του Κωστή Α. Μακρή

Kostis A. Makris
Spread the love

Kostis A. Makris

 

 

 

 

 

 

  

 Κωστής Α. Μακρής 

 

 

 

 

TO_POLYTEXNEIO_MOY_1973_KAM_16NOV16_LR.jpg

 

 

Δεν μιλάω γενικά για το Πολυτεχνείο.

Δεν μπορώ να μιλάω γενικά για το Πολυτεχνείο.

Δεν ξέρω τι ήταν «γενικά» το Πολυτεχνείο τη 14η, τη 15η, τη 16η, και τη 17η Νοεμβρίου 2016.

Δεν μπορώ να κάνω «γενική» ανάλυση των στόχων, των επιτυχιών και των αποτυχιών μιας εξέγερσης με τόσο μεγάλη επιρροή στα επόμενα χρόνια.

Μπορώ να μιλήσω πολύ ειδικά και πολύ προσωπικά για το Πολυτεχνείο.

Μπορώ να μιλήσω για το κλάμα που ρίξαμε μερικοί φίλοι, που φύγαμε τρέχοντας από την Πατησίων όταν άρχισαν τα πρώτα «ντου» της αστυνομίας και καταφύγαμε σ’ ένα φιλικό σπίτι και από εκεί ακούγαμε το ραδιόφωνο και μερικές καμπάνες να χτυπάνε.

Μπορώ να μιλήσω πόσο διαφορετικά άκουγα τον Εθνικό Ύμνο από το ραδιόφωνο του Πολυτεχνείου και από το εξεγερμένο πλήθος, που, μαζί με άλλα τραγούδια, γινόταν σύμβολο ενός σπαραχτικού «φτάνει πια».

Μπορώ να μιλήσω για το πόσο διαφορετικά έφτανε στ’ αυτιά μου το «Ζήτω η Ελλάδα» από το «Ζήτω το Έθνος» των χουνταίων.

Μπορώ να μιλήσω για τα απαγορευμένα βιβλία που αγόραζα από το ημιυπόγειο βιβλιοπωλείο του Κώστα (Νικολάκη) κοντά στην Πλατεία Βικτωρίας και τα έχωνα μέσα στο μπουφάν μου νομίζοντας ―τι πράξη «αντίστασης» κι αυτή!― ότι κάτι πολύ σπουδαίο έκανα ο δειλός.

Μπορώ να μιλήσω για τον επίσκοπο Μυριήλ και για τον Γιάννη Αγιάνη και για το πόσο με συγκινούσε ο τρόπος που μιλούσε γι’ αυτούς ο πατέρας μου όταν ήμασταν μικροί.

Μπορώ να μιλήσω για τη Μαργαρίτα τη Μαργαρώ και για το ακατανόητο της απαγόρευσής της από τη χούντα.

Μπορώ να μιλήσω για τη γελοιότητα των χουνταίων και για το πόσο πρόσβαλλε την αισθητική μου η βλακεία και η συνολική τους ανεπάρκεια ― μεταξύ πολλών άλλων.

Μπορώ να μιλήσω για μερικούς θείους μου και οικογενειακούς φίλους που κάνανε «διακοπές» στη Μακρόνησο και το πόσο δεν μιλούσαν γι’ αυτό.

Μπορώ να μιλήσω για τους Πινκ Φλόιντ και το πόσο με είχε επηρεάσει η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού τους.

Μπορώ να μιλάω με τις ώρες για τους Μπιτλς και για το πώς μου έδειξαν ότι αυτό που χρειάζομαι είναι η αγάπη.

Μπορώ να μιλήσω για το Μεγάλο μας Τσίρκο του Ιάκωβου Καμπανέλλη και το κλάμα που έριχνα (και τις δύο φορές που το είδα) μόλις έβγαινε τραγουδοπετώντας στερεά στη γη και μέχρι τη σκοτεινή νύχτα της Αθήνας ο Νίκος Ξυλούρης. Στο θέατρο απέναντι από το Μουσείο όπου ―και γι’ αυτό μπορώ να μιλήσω πολύ― στεγάζεται ο Δίας και Ποσειδώνας. Και δεν με νοιάζει ποιος από τους δύο εμφανίζεται εντός μου τυλιγμένος με τον θεϊκό του μπρούντζο κι αν κρατάει κεραυνό ή τρίαινα.

Μπορώ να μιλήσω για το ότι ο πατέρας μου, κάθε φορά που έβλεπε τον άδειο σταυρό να υπερίπταται των λιτανειών του επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή, σκεφτόταν τον Νίκο Μπελογιάννη.

Μπορώ να μιλήσω για το ότι η μαμά μου και η γιαγιά μου είχαν κάνει λίγες μέρες φυλακή στην κατοχή και τις βγάλανε μετά από μεσολάβηση του μεγάλου αδερφού μια συμμαθήτριας της μαμάς μου που ήταν Χίτης.

Μπορώ να μιλήσω για τον Κώστα Βάρναλη και το φως που καίει, για τα σταφύλια της οργής του Στάινμπεκ, για τον Όλιβερ Τουίστ, για και για χίλια δυο άλλα βιβλία που μου δείχνανε και τον μικρό αλλά και τον Μέγα Κόσμο.

Μπορώ να μιλήσω για την 18η Νοεμβρίου 1973 που γυρίσαμε τοίχο τοίχο στο σπίτι μας με τον αδερφό μου. Με τα μακριά μαλλιά μας χωμένα στον γιακά του μπουφάν και τον φόβο, τη ματαίωση, την ήττα και τη θλίψη να μας πονάνε τα κόκαλα σαν γρίπη. Μπορώ να μιλήσω για το ότι την άλλη μέρα μας κούρεψε η μαμά μου. Για το ότι πήγα στη Σχολή Δοξιάδη μετά από τρεις μέρες επειδή φοβόμουνα να βγω από το σπίτι μας. Ήταν και το Αστυνομικό Τμήμα λίγο πιο πάνω από εμάς… Μπορώ να μιλήσω για τον καθηγητή που με είδε έτσι κουρεμένο και με το βλέμμα του με ρώτησε «Είσαι εντάξει;» κι εγώ με το βλέμμα τού απάντησα «Καλά… καλά είμαι» και είχαμε συνεννοηθεί.

Με πιο λίγα λόγια μπορώ να μιλήσω για το τι ήταν αυτό που με έκανε να πάω εκεί που ―κατά μερικούς― γραφόταν ιστορία. Στην Πατησίων, έξω από το Πολυτεχνείο. Μαζί με πολλούς ανθρώπους που χωρίς να ξέρω τι έκανε τον καθένα να βρίσκεται εκεί τους ένιωθα συγγενείς μου. Μπορεί να είχαν πάει εκεί για παρόμοιους με τους δικούς μου λόγους. Φόβος, αδικία, αηδία, ελπίδα, θυμός. Εκδίκηση, χαβαλές, βασανισμένοι ή σκοτωμένοι συγγενείς. Χαμένες δουλειές, λιγοστό ψωμί, κακή παιδεία, λειψή ελευθερία. Δίψα για Δημοκρατία κι ας μην ήταν ποτέ ώριμη η έννοιά της μέσα μας. Ελπίδα να γίνουμε καλύτεροι. Μπορεί και μίσος αλλά και αγάπη για μια Ελλάδα πιο όμορφη, πιο δίκαιη, πιο μορφωμένη, πιο χορτάτη, πιο πλούσια και δημοκρατική. Έβαλα το «όμορφη» πρώτο επειδή τότε ήμουνα πολύ κοντά στον έρωτα και η ομορφιά τούς ελκύει αλλά και τους κολακεύει τους έρωτές μας.

Αόριστα ίσως, ήθελα μια Ελλάδα που να μη φοβάμαι να πω «Ζήτω η Ελλάς» κάθε φορά που θέλω να ορίσω το ποιος είναι ο τόπος μου και για πόσα, πέρα από τον τόπο μου, νιώθω την ευθύνη να με βαραίνει. Κάτι σαν αφετηρία για ένα τέλος-σκοπό που ακόμα δεν έχει φανεί καθαρά. Μια πορεία αντοχής κι αυτογνωσίας μέσα στον χρόνο και τον χώρο.

Για το «Πολυτεχνείο 1973» όμως γενικά δεν μπορώ να μιλήσω.

Μόνο ειδικά, μόνο προσωπικά.

Και όχι πολύ φωναχτά, σαν να ήμουνα κανένας τελάλης που διαφημίζει την πραμάτεια του.

Σαν να ήταν ένα είδος μυστικού έρωτα, σαν μια ομορφιά που μου αποκαλύφθηκε πίσω από κουρελιασμένες σημαίες, ξεσκισμένα πανό, συνθήματα σε τρόλεϊ, τον ήχο του ραδιοφώνου και τα πρώτα δακρυγόνα.

Σαν αυτό που σε κάνει να δεις για πρώτη φορά την Ακρόπολη κι ας την έχεις επισκεφτεί πολλές φορές αλλά μία είναι η φορά που την κοιτάζεις και πραγματικά τη βλέπεις και λες: «Μα τι θαύμα ειν’ αυτό που τάξανε εκείνοι οι Αθηναίοι στους εαυτούς τους και το χτίσανε κιόλας!».

Αυτό που τώρα μπορώ να πω είναι ότι το Πολυτεχνείο για μένα ήταν και μένει ένα σχεδόν ερωτικό όνειρο.

Που κι αν τώρα τυχαίνει να κλαίει καμιά φορά πίσω από μουντζουρωμένους και αφισοκολλημένους τοίχους, πίσω από τη δειλή και φτηνή ασχήμια και πίσω από τις κραυγές των γεμάτων ανεπάρκεια διαφημιστών ή δυσφημιστών του, παραμένει όμορφο όνειρο.

Και που ―όπως κάθε όνειρο― χάνει αρκετή από την αρχική του ουσία του κάθε πρωί που ξυπνάω και κάθε φορά που πηγαίνω στο κέντρο της Αθήνας και κοντά στο Πολυτεχνείο.

Το καλό όμως με μερικά όνειρά μου είναι ότι κάθε φορά που τα ξαναονειρεύομαι γυρίζουν ξανανιωμένα.

Ίσως επειδή συνεχίζω να μιλάω ειδικά και προσωπικά γι’ αυτά τα όνειρα και δεν τα ψευτίζω με γενικόλογα συνθήματα και ρηχές πολιτικές τοποθετήσεις.

Ίσως επειδή τώρα έχω λιγότερο θυμό από ελπίδα και περισσότερη αγάπη από μίσος.

Ίσως επειδή το έχω πάρει απόφαση ότι μπορεί οι άνθρωποι όλοι να διαφέρουμε πολύ μεταξύ μας αλλά με τους ανθρώπους ζω.

Ίσως επειδή, πολύ συχνά πια, οι παλιές ιστορίες καταλαγιάζουν μέσα μου σαν γέρικοι γάτοι που ―έτσι το νιώθω― αποζητάνε περισσότερα χάδια παρά καβγάδες.

Και μέσα από τα ξαναβιωμένα όνειρα, σαν να μαλακώνουν οι γωνίες που κάποτε τόσο με αγκυλώνανε.

Κι αν ένα παιδί με ρωτήσει σήμερα «Τι ήταν το Πολυτεχνείο;» θα το ρωτήσω: «Τι θέλεις να μάθεις;». Κι αν με ρωτήσει: «Γιατί έγινε το Πολυτεχνείο;» θα του δώσω να διαβάσει τον Όλιβερ Τουίστ του Ντίκενς, τους Άθλιους του Βίκτορα Ουγκό, την Πολυάννα της Έλινορ Πόρτερ, τον Εγωιστή Γίγαντα του Όσκαρ Ουάιλντ και πολλά άλλα βιβλία. Όχι για να το «μορφώσω» ή να το «εκπαιδεύσω» (ανόητα πράγματα!) αλλά για να κρύψω την άγνοιά μου και να το κάνω συνένοχό μου στην αναζήτηση αυτού που ακόμα δεν έχω βρει.

Κι αν αυτό το παιδί βιάζεται να μάθει με λίγα λόγια «τι ήταν το Πολυτεχνείο» χωρίς να μπει στον κόπο να διαβάσει τι μπορεί να αποτελούσε τη γενεσιουργό αιτία μιας τέτοιας εξέγερσης, και επιμένει να του πω με δυο λόγια «Τι ήταν το Πολυτεχνείο» (έστω κατά τη γνώμη μου) ―για να μη χάνει τον χρόνο του― θα απαντήσω σαν τον Γρηγόρη Μπιθικώτση που, όταν τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος για τον Κοεμτζή, είπε:

«Πού να σου εξηγώ τώρα…»

Ή θα του πω: κοίτα στην τηλεόραση ή στον υπολογιστή σου.

Ποτέ άλλωστε η ουσιαστική Παιδεία δεν ήταν ούτε υποχρεωτική ούτε δωρεάν ούτε «απλή, εύκολη και γρήγορη».

Η «εκπαίδευση», μπορεί…

 

17 Νοεμβρίου 2016

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Μια μετάλλαξη που δεν ωφελεί, του Ηλία Καραβόλια
Ξενάγηση, του Αλέξανδρου Μπέμπη
Απρίλιος του 2038, του Κωστή Α. Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.