Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Videre aude et ridere! Aut, primum… videre deinde “philosophare” *, του Κωστή Μεϊντάνη

Spread the love

Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης  είναι Απόφοιτος Κλασικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ,  καθώς και του Kings College και Birkbeck College του Πανεπιστημίου τού Λονδίνου. 

Videre aude et ridere! Aut, primum… videre deinde “philosophare” *

* [Να βλέπεις, τόλμα, και να γελάς!  Ή, πρώτα να… βλέπεις και μετά να «φιλοσοφείς»]

Ευτράπελες όψεις της καθημερινότητας, απέναντι στις «κόψεις» της δύστροπης πραγματικότητας

Του Κυριάκου Μ., που «έφυγε», 42 ετών, από την Επάρατο, αθόρυβα και με τόσην αξιοπρέπεια. Και δεν μπόρεσα, για λόγους υπευθυνότητας και ασφάλειας, να τον «αποχαιρετήσω»…

    Τα παράδοξα (χώρια τα παράλογα) συνεχίζονται, «ενοφθαλμίζοντας» ακόμα και τις πιο μικρές, ίσως και ασήμαντες, πτυχές της καθημερινότητάς μας. Πάντως, αν κοιτάς και παρατηρείς γύρω σου, αν ακούς ή, έτι χείρον, «ενωτίζεσαι» και τους απόηχους κάποιων «στεντόρειων» στην ιδιοτυπία τους στιγμών, οι εκπλήξεις περισσεύουν, καθώς επισωρεύονται αφειδώς ολόγυρά μας.

    Προχθές, φεύγοντας από την πολυκατοικία όπου μένω, την είχα αφήσει, απ’ όσο μπορούσα να θυμηθώ τουλάχιστον, να είναι εξαώροφη. Γνωρίζω πολύ καλά το ύψος της, μιας και στον 6ο όροφο μένω. Όταν, μετά από ώρα αρκετή επέστρεψα, μπαίνοντας στην είσοδο και πλησιάζοντας το «ασανσέρ» θυμήθηκα, συνειρμικά, κάποιες παλιές γιαγιάδες που έλεγαν κάποτε, «άσε το παιδί να φάει όσο θέλει, θα το πάρει σε ύψος». Δίκιο είχαν, αλλά από κάποια ηλικία και μετά, σταματά η… επιμήκυνση. Και, εφόσον συνεχιστεί με τους ίδιους τρόπους, ρυθμούς, και, το κυριότερο, με την ίδια αμεριμνησία η ευδαίμων ευωχία, αρχίζει η… διαπλάτυνση (καταθέτω γνώμη ερειδόμενη εδραίως σε οδυνηρή βιωματική εμπειρία ετών – δεκαετιών. Από την τελευταία δεκαετία του παρελθόντος αιώνος, πιο συγκεκριμένα. Τότε που ακόμα μετρούσαμε το ύψος).

    Κοιτάζοντας την φωτεινή ένδειξη ορόφου στον ανελκυστήρα, διαπίστωσα πως το κτήριο είχε… ψηλώσει κατά τρεις ορόφους! (Παρατίθεται σχετικό οπτικό ντοκουμέντο προς επίρρωση της εγκυρότητας των εδώ γραφομένων). Σήμερα, στο ίδιο φωτεινό σημείο του κουμπιού κλήσης (ή κομβίου κλήσεως) αναγραφόταν ένα άλλο σύμβολο που θύμιζε αγγλικό «a», όπως φαίνεται όταν το βλέπεις σε καθρέφτη. Ξανά η μνήμη με ταξίδεψε με τον τρόπο της, στο Βρετανικό Μουσείο, και στη Βρετανική Βιβλιοθήκη (όταν στεγαζόταν ακόμα εκεί), στο τμήμα έκθεσης χειρογράφων, αλλά και στην συλλογή παπυρικών κωδίκων. Μέχρι και ο ανελκυστήρας είχε αλλάξει, ως φαίνεται, γνώμη και το πήγαινε προς σανσκριτικά μεριά. Το «γιατί», άγνωστο. Και καλά να ’ταν αυτό μόνον.

    Τον ανελεήμονα βασανισμό του ξενυχτισμένου φιλολόγου που «αναρριπίζουν» καθημερινώς σχεδόν οι παλιατζήδες, από τις 08:00’ σχεδόν, ποιός να τον λάβει υπόψιν; Η χρήση της γλώσσας μας, δίχως αποκλίσεις από την εκφραστική και, συνακόλουθα, την νοηματική της ευθυβολία είναι σπάνια πλέον. Η κατάχρηση, ή η κακοχρησία, είναι ο κανόνας.

    Πριν από οτιδήποτε άλλο, ας επισημανθεί το γνωστό σε όλους μας. Τουλάχιστον, για όσους ζούμε στο κλεινόν άστυ (ή «αθηναιοκεντρικό κρατίδιο»). Ο παλιατζής… «θα περάσει πάντα δυο φορές». Έτσι, σαν τίτλος χολιγουντιανής ταινίας κάπως. Μόνο που η γνωστή εκείνη παλιά ταινία αφορούσε ταχυδρόμο, ο οποίος πάντα «θα χτυπήσει δυο φορές». Στην δική μας πεζή πραγματικότητα, ο ταχυδρόμος θα περάσει  -αν περάσει- δύο φορές την εβδομάδα. Και τη μία και μοναδική φορά που θα χρειαστεί να σου «χτυπήσει» για κάποιο συστημένο γράμμα, τότε, πάντα, θα τύχει να λείπεις από το σπίτι.

    Έτσι, ο παλιατζής, ως πιο συνεπής και πιο επίμονος στην παρουσία του, θα κάνει δυο φορές τον γύρο του οικοδομικού τετραγώνου. Την πρώτη, για να σε ξυπνήσει. Και τη δεύτερη για να αφυπνίσει το φιλολογικό σου ένστικτο απελπισίας.

    «Είείείμαιαιαια ο παλιατζήήήής!» (Μόνος του τα λέει, μόνος του κάνει και τον αντίλαλο). «Ο παλιατζής στη γειτονιάάά σας». Περιττή η διευκρίνηση, αν και εκκωφαντικά πιστοποιούμενη, ακολουθούμενη κάποιες φορές και από «θραύσμα» μουσικό, βαρέως λαϊκού άσματος, που κάνει στην άκρη και τον Φλωρινιώτη ακόμα. Κάτι πιο ουσιαστικό;. Και ακολουθεί «καπάκι» το… πιο ουσιαστικόν: «Όλααα τα παλιάάά μαζεύωωω!» Ε, τί θα μάζευες, ρε μεγάλε;! Τα καινούρια; Που δεν έχουμε κιόλας… Δώσε πόνο!

    Και ακολουθεί δειγματοληπτικός κατάλογος, διευκρινιστικής περιγραφικότητας (όπως λέγαμε, τότε, στα μεταπτυχιακά σεμινάρια Αρχαιοελληνικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, όταν μιλούσαμε, επί παραδείγματι, για τον Πλωτίνο και την πρόσληψη της Πλατωνικής Σκέψης από τον «Νεοπλατωνισμό», σε βρετανικό στυλ ακαδημαϊκού λόγου: «Ok, let me first clarify this point a bit, just to make sure we are all on the same wavelength, given the teasingly abstract nature of this topic»): «Μαζεύω παλιά έπιπλαααα»… (σημ.: στο τέλος κάθε φράσης-αναφοράς αντικειμένων, το φωνήεν, εν γένει η τελική συλλαβή, η λήγουσα, όχι μόνον δεν… «λήγει» ηχητικώς, αλλά μένει, και επιμένει, «κρατημένη» σταθερά)…, «παλιάάά κρεβάάάάτιααα (στη λέξη τούτη «επιμηκύνονται» ηχητικώς και τα δύο «άλφα» – δεν έχω καταλάβει ακόμα αν αυτό γίνεται για λόγους ποιητικής προσωδίας), παλιέέές καρέκλες, παλιά στρώματα»… (έχω παρατηρήσει πως, συνήθως, η αναφορά αρχίζει από την κρεβατοκάμαρα και κατόπιν πάει ή σαλόνι ή κουζίνα μεριά. Επίσης, αγνοώ το αν «παίζει» κάποιο υπονοούμενο εδώ…)…, «παλιές κουζίνες, παλιούς καναπέδες»… (εντάξει, είπαμε «ο παλιός είν’ αλλιώς». Αλλά και τόση επανάληψη πια δεν είναι «μήτηρ μαθήσεως», αλλά δύστροπη μητριά νευρολογικής κακοπαθήσεως).

    Και, φτάνοντας στον κολοφώνα των επισημάνσεων,… «μαζεύωωωω (μικρή παύση) παλιοσαβούούούρεεες…». Όπα! Στοπ εδώ, φίλε, είσαι φάουλ. Συγγνώμη. Η «σαβούρα» είναι σύνολο από «παλιοπράματα», άχρηστα αντικείμενα, όλα μαζί, και διαφόρων ειδών και χρήσεων, ατάκτως στοιβαγμένα. Από οικιακά σκεύη, π.χ. τοστιέρες που όταν τις έβαζες στην πρίζα, πεινασμένος για τα δύο λαχταριστά τοστ που έφτιαξες με βιασύνη, πρώτα «έριχναν» τον γενικό διακόπτη του ρεύματος πάντοτε, και μετά σού έκαιγαν και τα τοστ, μέχρι πρώην ή νυν βουλευτές, υπουργούς, που όλοι όλο αλλάζουνε κι όλο τα ίδια κάνουν, κ.τ.τ.ο.).

    Εδώ, η περιττολογία δεν γίνεται, «δε μπαίζει!», ρε άνθρωπε, πώς το λένε;! Με ξύπνησες που με ξύπνησες πάνω στον πρώτο ύπνο, που είναι και ο πιο γλυκός… (αυτό το καταλαβαίνεις μόνον όταν ξυπνήσεις από κάποια απροσδόκητη αιτία: π.χ. από άσκοπο τηλεφώνημα όταν έχεις ξεχάσει να θέσεις το «έξυπνο» κινητό στην αθόρυβη λειτουργία -εκείνο «έξυπνο», εσύ πρέπει να προνοήσεις- από σεισμό, πέρασμα παλιατζή, κορνάρισμα αυτοκινήτου στο δρόμο, απλώς και μόνο για την βαθύβλυστη σαδιστική ευχαρίστηση τού να κορνάρει κάποιος χωρίς λόγο, επειδή ξέρει ότι ενοχλεί. Κατ’ ουσίαν, ασκόπως, όπως -άλλο συνήθειο τούτο οδικής πειθαρχίας- όταν πρόκειται να στρίψει, ας πούμε, δεξιά, αφού αριστερά δεν υπάρχει δρόμος και ευθεία είτε απαγορεύεται είτε υπάρχει μισογκρεμισμένος μαντρότοιχος, τότε 99 φορές στις 100 «βγάζει φλας» για να αποδείξει εμφατικά και αναμφίρηστα πως δεν έχει δυνατότητα άλλης επιλογής στην κίνηση του οχήματός του. Ούτε, συνάμα, και λογικής στη σκέψη του, αφού αυτά είναι για τους «κουτόφραγκους» και καλά…). Με ξύπνησες, λοιπόν, οκ, πάσο! Αλλά «παλιοσαβούρες» όχι, αυτό πάει πολύ! Πού είν’ ο Παναγιώτης, να φτιάξει κάπως τη μέρα μας;!

    Ο «Παναγιώτης ο παλιατζής», μού είναι ο συμπαθέστερος. Τ’ ομολογώ ανενδοίαστα. Εμφανίζεται κυρίως σε περιοχές εκτός κέντρου, σε ό,τι ακόμα, κατ’ ευφημισμόν, αποκαλούμε «προάστια» όσο διατηρούμε αλώβητες στην απλοχωριά τους τις παιδικές μας μνήμες. Όταν κάναμε ποδήλατο σε δρόμους ή χωματόδρομους, παίζαμε μπάλα μέχρι να νυχτώσει σε οικόπεδα που έγιναν μετά πολυκατοικίες, υπήρχε στον δρόμο χώρος να παρκάρει ακόμα και μπετονιέρα -το έχω δει με τα παιδικά μου μάτια- ενώ σήμερα δεν περισσεύει μήτε ρωγμή για «παπάκι» -χώρια ότι δεν υπάρχουν πεζοδρόμια, ούτε για «παπάκια», αλλά ούτε και για πεζούς δίχως κινδύνους πτώσης και κατάγματος. Προάστια κοινά, κι όχι τίποτα γκλαμουριές νεοπλουτίστικες, τύπου π.χ. Δραπετσώνα, Κερατσίνι (όταν έφτανε ως εκεί κατά ριπάς με τη συνδρομή του Ζέφυρου και η ζείδωρα αμβροσίοδμη ανάσα από τη λυματολάσπη της Ψυττάλειας, αρκετά χρόνια πριν).

    Μέρη λοιπόν, όπως ο Χολαργός, το Χαλάνδρι, η Αγ.Παρασκευή. Ο δρόμος με δύο λωρίδες ανόδου-καθόδου κάποτε, και τώρα μικρή λεωφόρος με τέσσερεις λωρίδες, που ενώνει την Αγία Παρασκευή με το Χαλάνδρι έχει δύο τμήματα, γι’ αυτό ίσως φέρει δύο ονόματα: είναι «Χαλανδρίου» από τη μέση και προς Αγία Παρασκευή, και «Αγίας Παρασκευής» από τη μέση και προς Χαλάνδρι. Όσο για τους φερώνυμους δύο σταθμούς του Μητροπολιτικού Υπόγειου Σιδηροδρόμου Αθηνών, κοινώς «Μετρό», αυτοί δεν εξυπηρετούν ούτε τη μία, μήτε την άλλη περιοχή, αν δεν έχεις αυτοκίνητο να πας ή να σε πάνε. Τα προάστια, λοιπόν, εκεί στις αρχές μέχρι και λίγο πριν τα μέσα τής δεκαετίας του ’80. Τότε που πιο πολλά ήταν τα παιδικά ποδήλατα παρά τα αυτοκίνητα.

    Αυτός ο Παναγιώτης έχει πάντα -πώς τα καταφέρνει, αλήθεια;- μια διάθεση που την αισθάνομαι σαν άφατο ενθουσιασμό θριαμβικής απολύτρωσης από τη μέγγενη της ψυχοφθόρου -το λιγότερο- καθημερινότητας. Αλλά και ένα ιδιαίτερο χάρισμα -οφείλω να το επισημάνω κι αυτό, γιατί κάθε άλλο παρά αυτονόητο είναι στις μέρες μας- να σού τη μεταδίδει, μόνο και με τον τόνο της φωνής του από το μεγάφωνο του οχήματος που οδηγεί.

    Εκεί που κάθεσαι τυχόν δύσθυμος ή προβληματισμένος (το συνηθέστερο, δηλαδή, και καθόλου τυχαίο), κάπου κατά τις 12:00’ μ.μ. (ποτέ δεν τον έχω ακούσει πρωί – ίσως κι αυτό έχει συμβάλει στη συμπάθεια που τρέφω για τον εκάστοτε ερχομό του), σκέφτεσαι διάφορα και νιώθεις ίσως και μιαν έμφοβη διστακτικότητα για το πώς θα πάει η υπόλοιπη μέρα («στράφι» – «κατά διαόλου»: 2 – 5 το σκορ, στο καθημερινό Champions League Αθυμίας – Δυσπραγίας), ακούς την θριαμβική αναγγελία καθώς πλησιάζει, όταν σαν να αυξάνεται η ένταση του ήχου σε σταθμισμένο crescendo σε dolby surround sound, … «Ο Παναγιώτης ο παλιατζής, παιδιά»,… (μικρή παύση) «ήρθε στη γειτονιά σας!» Έλα, ρε Παναγιώτη, να πάρουμε λίγο τα πάνω μας με τη θετική σου αύρα! Άντε, κι έχουμε φορτώσει άγρια, μπας και ξεκαπνίσουμε λιγάκι από το υπαρξιακό άλγος μας σε τούτη τη στέρφα ζωή!

    Και, μιας και αναφέρθηκα σε Champions League… Όσα ελάχιστα γνωρίζω από ποδόσφαιρο τα οφείλω σε φίλους με τους οποίους μάς συνδέουν χρόνια και χρόνια κοινής πορείας -εκείνοι μού εξηγούν τα εκάστοτε «ποδοσφαιρικά», εγώ τούς αναλύω, έστω όσο αντέχουν μετά την πρώτη μπύρα που χαλαρώνει τις αντιστάσεις του λογικού και τους καθιστά πιο ανεκτικούς, σημεία και πτυχές της Πλατωνικής Φιλοσοφίας- στον «Παναγιώτη τον παλιατζή» χρωστώ τη συνειρμική αναθύμηση ενός επεισοδίου από ένα σήριαλ με τίτλο «Τρεις κι ο Κούκος», στο οποίο έπαιζε (έχοντας γράψει και ο ίδιος το σενάριο) ο αγαπημένος Γιώργος Κωνσταντίνου, με τον Γιάννη Βούρο και την Τζοβάνα Φραγκούλη.

    Στο επεισόδιο αυτό, διατυπωνόταν η περιγραφή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα με ποιητικό τρόπο (μιλάμε, πάντα, για τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80). Σαν να βάζεις έναν φιλόλογο, αρχαιοελληνιστή αλλά και λάτρη της Ποίησης ως έκφρασης λόγου τέχνης, να «καλύψει» περιγραφικά έναν αγώνα των «Αιωνίων», αντί για τον μοναδικό Γιάννη Διακογιάννη. Ίσως γι’ αυτό και το θυμάμαι, σχεδόν κατά λέξη. Λόγω φιλολογικής «πνευματικότητας» και νοσταλγικής προεφηβικής αθωότητας:

«Καθώς ο Αναστό κατεβαίνει στη Μεγάλη Περιοχή, μοιάζει με άτι ατίθασο που σα να ξέφυγε από κάποιους μυθικούς χρόνους. Το θείο πόδι του, χυμένο θαρρείς στο ίδιο καλούπι μ’ εκείνο του «Ερμή» τού Πραξιτέλη, δυνατό κι ατρόμητο, κλωτσάει την μπάλα που, σαν να δέχτηκε κεραυνό, εμβολίζει τα αντίπαλα δίχτυα. Οι ιαχές του πλήθους, μόνο σε Αυτοκράτορα που γυρίζει από νικηφόρα εκστρατεία αρμόζουν»…

    «Ψηφίδες» της ζωής μας σε καιρούς ψηφιακούς, που τόσο αψήφιστα λογαριάζουν τον άνθρωπο «πραμάτεια». Σαν πικρή αντήχηση εκείνων των στίχων από το ποίημα «Τελευταίος Σταθμός» του Γιώργου Σεφέρη («Ὅμως τὴ σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμάλωτου/ τὴ σκέψη/ τοῦ ἀνθρώπου σὰν κατάντησε κι αὐτὸς πραμάτεια/
δοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δὲν μπορεῖς»). Τόσα που μπορούν και γίνονται μέσα
στον παραλογισμό και την φρενίτιδα των τεχνο-κρατούμενων Καιρών μας και των τεχνολογικώς «κρατούμενων» ανθρώπων, με τον Άνθρωπο σαν απλό «ψηφίο» σε διάφορους απρόσωπους αριθμούς ταυτοποίησης της παραποιημένης του προσωπικότητας. Σε, ψυχρού φωτισμού, οθόνες «επικοινωνίας», e-ικόνα μιας πραγματικότητας που άλλο είναι, κι άλλο δείχνει σαν αλήθεια.

    Σαν να πάλιωσαν όλα. Και είναι πια για πώληση ή για πέταμα. Τα νούμερα ορίζουν τις ζωές μας, το πόσο ψηλά ή χαμηλά βρισκόμαστε. Όπως κάποιες φορές φαίνεται από τις λανθασμένες φωτεινές ενδείξεις ενός ανελκυστήρα. Στείρα ύπαρξη, εγκυστωμένη ή αγκυλωμένη, σε ανόδους και καθόδους μιας, φαινομενικά ρυθμισμένης με κουμπιά και πληκτρολόγια, στατικότητας.

    Κι όμως… Τολμάμε και λέμε ακόμα «κι όμως…», έστω και «από μέσα» μας. Γιατί αυτό το «μέσα» μας, κάτι άλλο έχει πάντα να μάς πει. Και στη σιωπή του ακόμα.

    Όσο υπάρχουν τα λόγια και οι σιωπές, όσο υπάρχουν το χαμόγελο ή και το απροσδόκητο γέλιο που έρχεται να ξορκίσει, ας είναι και για λίγο, το δάκρυ, και πάει η ανάσα βαθιά, ίσαμε κάτω στο στήθος, εκεί υπάρχει, πάντοτε, κάτι που σκιρτά ανυπότακτο. Αρκεί να τολμήσεις, να θελήσεις, να «κοιτάξεις» και για μερικές στιγμές μόνον, λίγο διαφορετικά γύρω σου. Κι όλα ν’ αλλάξουν.

    «Η μυστική πηγή του χιούμορ είναι η θλίψη», είχε πει κάποτε ο αλησμόνητος Φρέντυ Γερμανός. «Το γελοίο είναι μια λοξή ματιά στην ανθρώπινη τραγωδία». Η σοφία της αποφθεγματικής αυτής ρήσης αποδίδεται, κατά την Φιλολογική παράδοση, στον Αριστοφάνη. «Κράτα τον νου σου στον άδη, και μην απελπίζεσαι», όπως στην Εκκλησιαστική μας παράδοση ακούγεται καταπραϋντικός ο λόγος του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη.

    Είναι τόσο παράδοξα αντιθετική και αντιφατική η ζωή τούτη. Ούτε πολύ στα σοβαρά θέλει να την παίρνουμε, μα ούτε και να αφηνόμαστε ολόκληροι στη συνεχή τριβή με την, όλο και πιο συχνά ανελέητη, σκληρότητά της. «Μηδέν άγαν», κατά το αρχαιοελληνικό ρητό.

    Ένα ρητό με δύο μόνον λέξεις, ως μία πρόταση. Άλλη παραδοξότητα τούτη. Και οι λέξεις αυτές δεν είναι καν ουσιαστικά, ως μέρη του λόγου. Η πρώτη είναι, συνηθέστερα, επιθετικός προσδιορισμός ή ουσιαστικοποιημένο επίθετο. Η δεύτερη είναι επίρρημα. Και οι δύο «σημαίνουν», οριοθετούν δύο άκρα. Γιατί κάπου ανάμεσά τους, εκεί, βρίσκεται η ουσία, το νόημα του «μέτρου».

    Του Μέτρου, που δεν είναι περιορισμός, αλλά μια, διαρκώς διακυβευόμενη και κατακτώμενη Ισορροπία. «Μέτρο άριστον». Άλλο ένα ρητό, δύο λέξεων. Η μεσότητα, το «μέτρο» ως το «άπαν». Το Απόλυτο της αρτιότητας, της πληρότητας, της αρμονίας.

Μια ακόμα αντίφαση, σύμφωνα με την λογική προσληπτικότητα του ανθρώπινου νου. Όχι, όμως, και με τον άρρητο Λόγο της Ψυχής…

Μέσα Μαΐου ’21,

        Κωνσταντίνος Μεϊντάνης

SHARE
RELATED POSTS
Δύο βραχείες ευτράπελες (ιατρικές) ιστορίες, του Γιάννη Στουραΐτη
Η γιαγιά Δήμητρα, της Ωραιοζήλης Τζίνας Δαβιλά
Το χάσμα που μας ενώνει, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.