Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Τσιτ παλιόγατα, του Αλέξανδρου Μπέμπη

Spread the love

 

Αλέξανδρος Μπέμπης

 

 

 

 

ga.PNG

 

 

Τι μπορεί να θυμάται ο άνθρωπος από τα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας;

Εκείνα τα χρόνια που περπατούσε παραπατώντας σαν σουρωμένος και μιλούσε μισές λέξεις μπεμπεδίστικες μισές κανονικές;

Πιστεύει μόνο τις εξιστορήσεις των μεγαλύτερων.

Αυτά όμως που παραμένουν ανεξίτηλα στο συνειδητό είτε στο υποσυνείδητο, φανερώνουν και επιβεβαιώνουν γεγονότα.

 

Σε εκείνη την ηλικία λοιπόν, ο πατέρας μου θεώρησε άκρως αποτελεσματική και παιδαγωγική ενέργεια, να μου αρπάξει την πιπίλα από το στόμα και να την πετάξει από το παράθυρο φωνάζοντας ”Ψιτ παλιόγατα που πήρες την πιπίλα του μπέμπη”.

Μετάφραση στα μπεμπεδίστικα: ”Τσιτ παλιόγατα που πήρες το λολοόλι μου”.

(Προσπαθήστε να το πείτε, δεν είναι δύσκολο ”λο-λο-ό-λι”).

 

Αυτό ήταν.

Από τότε άσβεστο το μίσος μου για τις γάτες. Ακόμη και τώρα που πάτησα τα δεύτερα ”ήντα”.  Ένα μίσος που πέρασε από πολλές φάσεις,
Τα πρώτα χρόνια που ζούσαμε σε μονοκατοικίες και αλάνες ήμουν ανελέητος κυνηγός τους με κάθε διαθέσιμο πολεμικό μέσο.

Σφεντόνα για πέτρες, λάστιχο για δίχαλα, φυσοκάλαμο με καρφίτσα στη μύτη στο πυραυλάκι, τόξο και βέλος. Αυτά όλα όμως δεν ήταν απόλυτα αποτελεσματικά, διότι ο παράγοντας ”σημάδι” είναι καθοριστικός.

Εκεί που δεν αστοχούσα ποτέ ήταν με έναν κουβά νερό.

Όταν έμαθα ότι οι γάτες απεχθάνονται το νερό, κατάστρωσα το σατανικό σχέδιο.

Έξω από το παράθυρο της κουζίνας ήταν ο τενεκές των σκουπιδιών. Πήγαινα το απομεσήμερο που οι μεγάλοι ξεκουραζόταν και γλίτωνα την επιτήρηση, έβγαζα το καπάκι του τενεκέ και κρυβόμουν πίσω από το μισάνοιχτο παντζούρι με έναν κουβά νερό στα χέρια.

Ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι σε λίγο θα έσκαγε μύτη γάτα και μόλις χωνόταν ολόσωμη μέσα, άνοιγα αθόρυβα το παντζούρι και την περιέλουζα.

Το ζώο φυσικά τρομαγμένο, πεταγόταν έξω και έφευγε κουτρουβαλιστό προς θριαμβευτική μου ικανοποίηση.

Αυτό κράτησε μερικά χρόνια, σχεδόν σε όλο το δημοτικό, μέχρι που ο πατέρας μου με έγραψε στους προσκόπους για να αγαπήσω τη φύση.

Είχαμε περάσει στην εποχή της πολυκατοικίας και το οριστικό τέλος της αλάνας.

 

Το μίσος παρέμεινε άσβεστο, αλλά άρχισε σιγά σιγά να περνάει σε λανθάνουσα κατάσταση.

 

Μεγαλώνοντας λάτρεψα πλέον όλα τα ζώα και με ζώνουν ενοχές όταν σκέφτομαι ότι είναι πρακτικά αδύνατο να μη πατήσω μυρμήγκι με το αυτοκίνητο.

Λατρεύω και τις γάτες…από υποχρέωση.

Έχουμε στη δουλειά μια γατούλα που πρόσφατα έγινε μητέρα.

Φροντίζω αυτήν και το μωρό της, όταν το χάνει το πιάνω από το σβέρκο και της το πηγαίνω για να θηλάσει, δίνω και στους δύο καθημερινά γάλα.

Είμαι ο μόνος όμως που όταν την φωνάζω δεν έρχεται για να την χαϊδέψω. Διακρίνω στο βλέμμα της επιφυλακτικότητα.

Το ένστικτο της μαχαιριά στη καρδιά μου.

 

Εδώ μια άλλη εκδοχή διαπαιδαγώγησης.

 

gata.jpg

 

SHARE
RELATED POSTS
Η αξία των πραγμάτων και τα πράγματα που έχουν αξία, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
Αβάσταχτη επαρχιακή μονοτονία, του Δημήτρη Κατσούλα
Μια ιστορία με καταιγίδες…, του Γιώργου Αρκουλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.