Μια φορά και έναν καιρό καλά μου παιδιά, ήταν ένα μικρό χωριό στην άκρη της χώρας, που οι κάτοικοί του ήταν μόνιμα χαρούμενοι και ανέμελοι.
Περνούσαν τα χρόνια, φεύγαν οι δεκαετίες έτσι χωρίς πρόγραμμα, χωρίς άγχος. Όλη μέρα γέλιο, τραγούδι, χορός και φαΐ, πολύ φαΐ.
Και τι φαΐ. Το καλύτερο. Γεμιστά!
Γιατί να μην είναι άλλωστε χαρούμενοι και ανέμελοι; Είχαν λυμένο το μοναδικό τους πρόβλημα! Αυτό που είχε σχέση με το εκλεκτό τους φαγητό.
Κάποιοι συντοπίτες τους που είχαν πριν χρόνια ξενιτευτεί, τους έστελναν σταθερά τα μοναδικά, αλλά βασικά υλικά που δεν είχαν στο χωριό.
Τις πιπεριές και τις ντομάτες.
Με έναν όρο. Να τους στέλνουν πίσω 2-3 μερίδες κάθε φορά για να μη λησμονούν την πατρίδα.
Μόλις ερχόταν νέο φορτίο, στηνόταν τρελό πανηγύρι. Μοίραζαν τις πιπεριές και τις ντομάτες στις γυναίκες του χωριού, οι φούρνοι ήταν μπουμπουνισμένοι απ’ το πρωί και όταν ήταν έτοιμα τα γεμιστά άρχιζε το φαγοπότι. Και τα τραγούδια. Πάντα όμως ξεκινούσαν με το παραδοσιακό ΠΟΥΛΙ ΕΛΑ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΣΟΥ – ”τιμής ένεκεν” έλεγε ο δάσκαλος και ο πρόεδρος και ο παπάς κουνούσαν συγκαταβατικά το κεφάλι- αφιερωμένο στα ξενιτεμένα αδέρφια.
Και έτσι περνούσαν τα χρόνια και οι δεκαετίες. Κάποιοι λίγοι που είχαν προτεινει πριν χρόνια ”να σπείρουμε εμείς πιπεριές και ντομάτες”, ξεχάστηκαν γρήγορα.
Γιατί να κουράζονται οι κάτοικοι αφού ερχόταν έτοιμα;
Μόνο ο τρελός του χωριού τριγυρνούσε μόνος στα σοκάκια και έλεγε εκείνο το ακαταλαβίστικο “τρώτε, τρώτε, ξανατρώτε, οι χοντροί είναι προδόται”.
Άλλοι τον περιγελούσαν για τη ζουρλαμάρα του, άλλοι του πετάγαν πέτρες…
Ώσπου μια μέρα, πρισμένοι απ’ το φαΐ, τύφλα απ’ το μεθύσι και ”χώμα” απ’ τον πολύ χορό, πήγαν για ύπνο και ξέχασαν την υπόσχεσή τους.
Κανείς δεν θυμήθηκε τις 2-3 μερίδες.
Την άλλη μέρα το πρωί, όλοι νόμιζαν ότι κάποιος από τους υπόλοιπους θα το είχε φροντίσει. Το ίδιο και ο πρόεδρος.
Και ο παπάς και ο δάσκαλος.
Μάταια περίμεναν το επόμενο φορτίο με τις πιπεριές και τις ντομάτες. Ανυποψίαστοι.
Οι μέρες περνούσαν, μα τίποτε. Μέχρι που τους μαζεύει ο πρόεδρος στη πλατεία και τους λέει ”θα τους στείλουμε γράμμα”.
Η απάντηση που ήρθε μετά λίγες μέρες ήταν λιγόλογη και ξεκάθαρη. ”Πρώτα οι 2-3 μερίδες και μετά νέο φορτίο”.
Άρχισαν να ψάχνονται. Όλο και κάποιος θα είχε κρατήσει 2-3 πιπεριές 2-3 ντομάτες, αλλά τίποτε. Κανείς. Όλοι σηκώνανε τους ώμους. Ανήξεροι.
(Μεταξύ μας καλά μου παιδιά κάτι μου λέει ότι πολλοί είχαν στα ψυγεία τους, αλλά από φόβο μήπως δεν ξαναέρθουν φορτία, δεν τις έδιναν).
Να μη σας τα πολυλογώ, άρχισαν να μαλώνουν. Έπεσε μεγααααάλη διχόνοια στο χωριό ότι τάχα δεν ήταν κανενός η σειρά να το φροντίσει.
Άρχισαν να κατηγορούν τους άλλους ότι φταίνε ή ότι έχουν και δεν δίνουν.
Ο ένας μαχαλάς έριχνε την ευθύνη στον άλλον, τα πράματα αγρίεψαν και τότε ήρθε και το μεγαλύτερο κακό.
Κάποιοι απ’ τα διπλανά χωριά που τους μισούσαν;
Κάποιοι απ’ το ίδιο χωριό;
Δεν παίρνω και όρκο, πέταξαν μια κοτσάνα αλλά έτσι όπως ήταν θολωμένοι, θυμωμένοι και με χαμένα λογικά δεν σκέφτηκε κανείς τους ότι ήταν κοτσάνα.
Ακούστε παιδιά να γελάσετε ”Αν δεν έχετε γεμιστά με ρύζι, στείλτε τους γεμιστά με κιμά”.
Ακόμη και ο σοφός δάσκαλος την πάτησε. Και η διχόνοια ξέφυγε και έγινε μεγαλύτερη. Έγινε παράνοια.
Τελειώνοντας η μέρα κατέληξαν όλοι στην πλατεία εξαγριωμένοι και οπλισμένοι με ταψιά, κουτάλες, τηγάνια, μαχαίρια, πιρούνια και κουτάλια
και τους βρήκε η νύχτα να φωνάζουν άλλοι ”με ρύζι να στείλουμε”, άλλοι ”όχι ρε ηλίθιοι, με κιμά” και να πετάνε ο ένας στον άλλο τα ταψιά και τις κουτάλες, να βρίζονται, να τσιρίζουν και να φωνάζουν αλλά κανείς να μη σκέφτεται
και να ορμάνε ο ένας στον άλλο με τα τηγάνια να σπάσει το κεφάλι του άλλου και με μαχαίρια και τα πιρούνια να ξεκοιλιαστούνε και να βγάλουνε τα μάτια τους.
Τότε ο πρόεδρος, που έβλεπε τη μάχη να καταλήγει σε μακελειό, έτρεξε στη βάρκα του και έριξε μια φωτοβολίδα διάσωσης.
Η νύχτα έγινε για λίγα δευτερόλεπτα μέρα. Τόσα όσα χρειαζόταν για να σταματήσουν οι πολίτες τον αλληλοσπαραγμό
και να τρέξουν στη παραλία να δουν ποιoς πνίγεται.
Αλλά άκουσαν τον πρόεδρο να τους λέει: ”Πατριώτες σταματήστε, βρήκα λύση! Θα ψηφίσουμε. Όποιος θέλει με ρύζι θα σηκώσει το αριστερό χέρι. Όποιος θέλει με κιμά θα σηκώσει το δεξί.”
Τότε άρχισαν όλοι να μουρμουρίζουν.
Μόνο ο τρελός του χωριού στεκότανε στην άκρη της πλατείας να παρακολουθεί σαστισμένος.
Μέχρι που, άγρια μεσάνυχτα πια, έκατσε σε μια πέτρα, ακούμπησε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια και άρχισε να επαναλαμβάνει μονότονα την ακαταλαβίστικη ζουρλαμάρα ΕΛΑ ΜΟΥΝΙ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΣΟΥ.
Συνεχώς, μέχρι που στο τέλος ξέσπασε σε κλάματα. Πού να θυμάται ο τρελάρας ότι δεν ήταν η πρώτη φορά. Θα ξεσπούσε σε γέλια.