Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Πριν από 24.090 μέρες και κάτι ψιλά, του Γιάννη Στουραΐτη

Spread the love

Γιάννης Στουραΐτης

b5c927b0f77a27b81fd38b65df5f2fbf_L.jpg

Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις

PANE DI CAPO – AT RHODES – ΣΤΗ ΡΟΔΟ – ΤΗΛ: 22410-69007

Πριν από 24.090 μέρες και κάτι ψιλά, συντάχθηκε το παρακάτω δακτυλογραφημένο γράμμα από τον πατερούλη μου:

Ιωάννης Κ. Στουραΐτης

Εις Μαστόν κ. Χριστίνας Κ.Ι. Στουραΐτη

Παρά τη Κλινική Προφεσσόρου ΚΟΝΣΟΛΗ “ΟΥΜΙΝΤΕΛΑ”

ΑΝΤΙΣ ΑΜΠΑΜΠΑ – ΑΙΘΙΟΠΙΑΝ

Εν Αντίς Αμπάμπα, τη 15η Οκτωβρίου 1949

ημέρα Σάββατον, ώρα 14.55′

Αγαπητοί μου όλοι, συγγενείς και φίλοι,

Μόλις έφθασα καί επιτρέψατέ μου κυρίες μου καί κύριοι νά αυτοσυστηθώ! Αρχίσανε κι όλας νά μέ φωνάζουν ΓΙΑΝΝΑΚΗ – ακόμη δέν τόν είδαμε καί Γιάννη τόν εβγάλαμε λέγει, καί πολύ ορθά ο λαός. Ο πατέρας μου είναι ο Κωνσταντίνος Ι. Στουραΐτης – κοινώς ΚΩΝΩΦΙΣ- εκείνος ο Κρεμανταλάς μέ τ’ αμερικάνικα γυαλάκια, τά ολόμαυρα πρασσοειδή μαλλιά καί τό ολόξανθο μουστακάκι αλά Τζών Τζιλμπέρ.

Η μητέρα μου είναι η κ. Χριστίνα Κ.Ι. Στουραΐτη, Νικολάου Κυριάκου τό γένος, κοινώς ΤΟΤΣΚΙ- εις τόν κατάλευκον, ευτραφή καί εύχυμον μαστόν τής οποίας τήν έχω αράξει κανονικά καί τά κοπανώ εις υγείαν τής ΖΩΗΣ εις τήν οποίαν μέ κουβαλήσανε άναυλα οι ανωτέρω.

Καί τώρα πού γνωριστήκαμε, μπορώ ν’ αρχήσω λεπτομερώς τά τού ταξειδίου μου γιατί ξέρω μέ πόση αδημονία περιμένετε όλοι σας νά μάθετε τά νέα.

Ύστερα από ένα θαυμάσιο εννεάμηνο ταξείδι μέ τήν …Αιθιόπιαν Αίϊρ Λάϊνς, άρχισα νά πλησιάζω τά σύνορα τής Ζωής οπότε θεώρησα καλό νά στείλω της μητέρας μου ένα τηλεγράφημα σέ κόκκινο χαρτάκι γιά νά βρεθή κάποιος νά μέ παραλάβη στό …αεροδρόμιο. Όταν έλαβε τό τηλεγράφημα , η Μαντάμ ήταν επίσκεψη – είδατε καλέ τί γυρίστρα μάνα πού έχω- καί έσπευσε νά μαζευτή σπίτι της. Ο πατέρας μου δεν είχε γυρίσει ακόμη. Ήταν η ώρα 7 τό βράδυ τής 14ης Οκτ. καί έδινε ένα γερό μάθημα σκακιού στόν γείτονα, τόν κ. Πρωτογερέλλη. Γυρίζοντας είδε όλες τίς γυναίκες τής γειτονιάς στό σπιτι καί ξαφνιάστηκε. Μόλις δε τού ανεκοίνωσαν τό τηλεγράφημά μου τάχασεν ο φουκαράς. “Φίλησέ την ντέ” τού βάζει πόστα η Κυρία Πρόεδρος τής ομηγύρεως, τουτέστιν η κ.Παρασκευούλα η Βελισαρίου.

Ε, τότε πειά πού τό πίστεψε στ’ αλήθεια, φίλησε τή μητέρα μου καί τάχασε κυριολεκτικώς. Η ταραχή του εκδηλώθηκε ως συνήθως πηγαίνοντας εκεί: πού καί οι βασιλειάδες πάνε μόνοι τους. Βγαίνοντας από κεί ξανάρθε μέσα καί ξάφνου τρέχει πίσω πάλι θυμηθείς ότι δέν είχε τραβήξει τή σούστα. Όπως περπάταγε, ύστερα αισθάνθηκε τό παντελόνι του νά πέφτη. Φέρνει τό χέρι του στή μέση καί αντιλαμβάνεται ότι δέν είχε κουμπώσει τίς τυράντες του… Δέν μπορείτε νά πείτε έ; έχω πατέρα κάργα μιά φορά… Πότε πότε εγώ έδινα καί καμμιά ελαφριά κλωτσιά μέ τό τσαρούχι τής μητέρας μου, η οποία αμέσως καθότανε χλωμιάζοντας καί χαμογελώντας ελαφρώς. Αμέσως ο πατέρας μου βρισκόταν κοντά της καί τή ρωτούσε πώς αισθάνεται, μισοβρεγμένος.

Αυτή η ακατάστατος κατάστασις εκράτησε μέχρι τά μεσάνυχτα οπότε ο γείτονας ο κ. Πρωτογερέλλης μας πήρε με τό αυτοκίνητό του καί μάς πήρε στήν κλινική, τή μαμά, τόν μπαμπά καί τήν Ελένη τού Φέρη.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο γείτονας αυτός παρ’ όλο πού τό ζωνάρι του είναι πάντα λυμένο γιά καυγά καί παρεξήγηση, καί παρ’ όλη του τή γρίνα – κόλλησε από τόν μπατζανάκη του τό Βοζίκη, δικηγόρος γάρ – παρ’ όλα αυτά τά προσόντα, λέγω, ο κ. Πρωτογερέλλης είναι πολύ συμπαθής καί εξυπηρετικός. Μάς είχε δηλώσει δέ δικτατορικώ τώ τρόπω ότι εννοούσε καλά καί σώνει νά μάς πάη αυτός στήν κλινική, ό,τι ώρα καί νά ήταν. Με τήν πρώτη αντίρρηση πού τού έφερα, βγάζει αμέσως ένα πιστοποιητικό καλής διαγωγής καί ένα διορισμό από τό Υπουργείο Υγιεινής επιτίμου μαμμής γιατί είναι λέγει καλοπόδαρος καί γεννούνε καλά οι γυναίκες που τίσ μεταφέρει στήν κλινική. Όπως καταλαβαίνετε καί η πιό μικρή μας ένδοια ξεψύχησε καί τού κάναμε … τήν τιμή.

Στήν κλινική η νύχτα πέρασε σχετικά ήσυχα γιατί δέν πολυκλωτσούσα. Το πρωΐ πού ήρθεν ο γιατρός μάς είπε πώς ήταν πολύ νωρίς ακόμη. Σέ λίγο άρχισαν νά καταφθάνουν πάλι η κυρία Πρωτογερέλλη – τήν ξεύρετε, η Αφροδίτη τής Αντίς Αμπάμπας- καί η κ. Παρασκευούλα, καί άλλοι. Εν τώ μεταξύ εγώ είχα αρχίσει νά δυσανασχετώ καί άρχισα τή μάνα μου στίς γρήγορες. Νά κουτουλιές, νά καί τσαρουχιές, νά μάθης νά μένης έγκυος. Τό μεσημέρι η κ. Αφροδίτη έφυγε γιά λίγο νά τακτοποιήση τά παιδιά της ενώ η κ. Παρασκευούλα έμεινε καί είπε νε φέρουν φαγητό γιά νά φάνε μαζί μέ τόν πατέρα μου. Μόλις ήρθε τό φαγητό – πιλάφι μέ γιαούρτι καί κότα πανέ, – μ’ έπιασε λιγούρα καί τόβαλα καλά στό μυαλό μου νά βγώ πλέον πρός μεγάλην δυσαρέσκειαν τής μητέρας μου, πού διεμαρτύρετο έντονα μέν, αλλά συγκρατημένα καί αξιόπρεπα σάν θαλασσόλυκου εγγονή πού είναι. Ενώ εμένα τρέχανε τά σάλια μου, ο πατέρας μου ο χαζός πού νά κατεβάση μπουκιά. Εν τέλει έρχεται η σινιώρα Άννα η μαμμή – μιά πανύψηλη στεγνωμένη ρέγγα, πλάκα μπρός καί πλάκα πίσω πού εγώ κι αυτή νά μέναμε στόν κόσμο παρέα δέ θά κάναμε ποτέ- καί πήρε τή μάνα μου στό χειρουργείο. Μαζί μας έμειναν ο γιατρός, η μαμμή, η κ. Παρασκευούλα καί η κ. Αφροδίτη πού είχε γυρίσει εν τώ μεταξύ τρεχάτη. Η ώρα ήταν 13.45′.

Άρχισα λοιπόν εγώ τίς απανωτές, κουτουλιές, κλωτσιές κ.τ.λ. καί δός του μούγγρισμα η μαμά μου. Τής είχε δώσει παρακαλώ ο γιατρός καί κείνη τή συσκευή μέ τήν οποία πρωτογέννησε η Πριγκήπησα τής Αγγλίας γιά νά μήν νοιώθη τούς πόνους τούς μεγάλους τού τοκετού, αλλά πού νά τήν πιάση τό αέριο. Βλέπετε στήν Αγγλία δέν είχαν υπ’ όψει τους ότι οι Λειβαδίτες γεννιούνται μέ τσαρούχια καί ότι η φούντα δέν αφίνει τό αέριο νά επιδράση επάνω μας παρά μόνον στούς άλλους λαούς καί ιδιαιτέρως στούς Ιταλούς. Ενώ αυτά συνέβαιναν μέσα στο χειρουργείο απ’ έξω γεννούσε ο πατέρας μου, χώνοντας τά νύχια τού χεριού του στήν ίδια του τήν παλάμη, αδειάζοντας ένα πενηντάρικο “ΓΚΡΑΒΕΝ Α” καί παρακαλώντας τό Θεό νά δώση κουράγιο τής μάνας μου.

Σάν πατέρας τέλος πάντων αυτός ήταν κάπως δικαιολογημένος. Αμέ ο άλλος ο οδοντοϊατρός ο Μιχαηλίδης – κοινώς Μπάμπης, καλός μας φίλος- είχε γίνει σάν τό λεμόνι; είχεν έλθει λέει νά δώση κουράγιο τού πατέρα μου καί τάκαμε ρόϊδο. Ηταν καί η κυρά γιάτραινα η Μαριώ η παινεμένη -Αθηναϊκός κόμματος καί έγκυος 6 μηνών- η οποία ασφαλώς θ’ αναρωτιώταν τί θάκανε ο άντρας της όταν θαρχόταν η σειρά της νά γεννήση.

Καμμιά φορά, η υπόθεση είχε φθάσει στό ζενιθ της. Είχα βγάλει τό μισό μου κεφάλι και έκαμα εικοσάλεπτο στάση γιά ν’ αποφασίσω άν άξιζε τόν κόπο ν’ αφήσω τό χουζούρι μου καί νά βγώ στόν κόσμο. Η μητέρα μου αποκαμωμένη πειά δέν είχε κουράγιο νά μέ σπρώξη. Η μαμμή γιά νά τήν τρομάξη καί νά τήν, (μουτζούρα = κάνη νά), καταβάλη τήν τελική μεγάλη προσπάθεια χτυπούσε καί τής έδειχνε τίς “κουτάλες” πού τίς φοβούνται όλες οι λεχώνες αλλά εκείνη δέν χαμπάριζε. Έ, τότε είδε κι απόειδε ο γιατρός τής πατάει μιά ψαλλιδιά πλαγίως, καί πρίν τό καλοσκευτώ, φλούπ … πετάχτηκα όξω. Ηταν η ώρα 14.55′ ακριβώς.
Μόλις βγήκα καί είδεν ο γιατρός τά τσαρούχια μου χλώμιασε, Ιταλός γάρ, μά μόλις θυμήθηκε ότι είμαι ακόμη μικρός, μ’ άρπαξε στά χαστούκια, κι εγώ τί νά κάμω πειά; έβαλα τίς φωνές. Πού θά μού πάει όμως. Θά τού τήν ανάψω μέ τή σφεντόνα σάν μεγαλώσω.

Έξω από τό χειρουργείο, μόλις άκουσε ο πατέρας μου τίς φωνές μου καί τά χαστούκια, τόν έπιασε τό γλυκό του καί μ’ έκανε ρεζίλι. Σού πατά κάτι κλάματα πιό παιδιακίσια καί από τά δικά μου. Μ’ έκανε κυριολεκτικώς ρε-ζί-λι. Αμ’ ο γιατρός; τόν αγκάλιαζε κι έκλαιγε κι αυτός. Άστα, δράμα η υπόθεση. Ξαφνικά μ’ αρπάζει η κ. Παρασκευούλα καί τρέχοντας θριαμβευτικά πρός τήν πόρτα φωνάζει: “Στουραΐτη, καλορρίζικος ο Γιαννάκης” φροντίζοντας νά μέ βαστά έτσι πού νά μή τού μείνη καμμιά αμφιβολία ότι ήμουν … Γιάνναρος.

Βλέπετε τό νά γεννηθώ αγόρι είχε ιδιαίτερη σημασία γιά τόν πατέρα μου, παρ’ όλο πού τόν καιρό πού βογγούσε η μαμά μου, εκείνος παρακάλαγε νά ελευθερωθή μέ τό καλό κι άς ήταν ότι ήθελε, ακόμη κι αρσενικοθήλυκο. Είχε σημασία λέγω τούτο, διότι τό γεννεαλογικό δέντρο μεγάλωνε κανονικά: Γιάννης Κώστας, Γιάννης Κώστας, καί πάει λέοντας. Έτσι συνεχίζει τήν πορεία του καί τό δαχτυλίδι πού φορούν οι πρωτότοκοι Στουραΐτηδες όταν έχουν ένα από, (τα), δυό ονόματα αυτά.

Γιά νά μή σάς τά πολυλογώ, – πού τέτοιο πράμα – μάς ξαναπήραν στό δωμάτιό μας όπου ηνοίχθη Καμπανίτης. Εν τώ μεταξύ αντελήφθηκα τί είδους κόσμος είναι αυτός πού ήρθα καί δέν κρατήθηκα: τού πάτησα ένα κατούρημα γενναίο καί ησύχασα …

Γειά χαρά,

Γιαννάκης

SHARE
RELATED POSTS
Να μη ξεχάσουμε πώς φιλούν, του Δημήτρη Κατσούλα
Η γιορτή του μπαμπά, του Μάνου Στεφανίδη
Μια φορά κι έναν καιρό…, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
4 Σχόλια
  • Γιάννης Στουραΐτης
    15 Οκτωβρίου 2015 at 13:55

    Σάς ευχαριστώ όλους για τις υπέροχες ευχές σας και τα απολαυστικά σας σχόλια!

  • Χρύσα Σπάρταλη
    15 Οκτωβρίου 2015 at 12:52

    Χρόνια σου πολλά και καλά Γιάννη!!!!!!

  • Β.Π.
    15 Οκτωβρίου 2015 at 05:15

    Πού τα θυμάσαι όλα με τόση λεπτομέρεια; … λες κι ήσουν εκεί!
    Πολύχρονος, Γιάννη!
    ο Θα

  • Γεροτάσος
    15 Οκτωβρίου 2015 at 04:32

    Ἐ, λοιπόν, ἐσύ ἀπό μικρός φαινόσουν ὅτι θά μεγαλώσεις. Ὄχι πώς μεγάλωσες δηλαδή, ἔχεις χρόνια μπροστά σου. Ἐπίσης ἀπό μικρός φαινόσουν πώς ὅταν μεγαλώσεις θά εἶσαι λιγομίλητος. (Εἴπαμε, δέν μεγάλωσες ἀκόμα).
    Χρόνια πολλά Γιαννάκη! (Εἴπαμε, δέν μεγάλωσες ἀκόμα). Νά σέ χαίρονται ὅσοι σ’ ἀγαποῦν. Ὅσες μέρες κι ἄν προστεθοῦν στίς 24.090, τό χιοῦμορ σου νά μήν λιγοστέψει.

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.