Για τις Λαμπρές και τις Πρωτομαγιές
που πέρασαν και για εκείνες που θα έρθουν
Πώς μπορώ να θριαμβολογώ για νίκες, όταν ποτέ δεν γνώρισα τα όπλα μου;
Πώς μπορώ να κρύβω τη νίκη τής ζωής, θανάτους μνημονεύοντας και δρόμους μαρτυρίου;
Πώς μπορώ να χαίρομαι για ό,τι δεν μπόρεσα να εμποδίσω.
Πώς μπορώ να καμαρώνω για μια ήττα, όταν αρνιέμαι την ανικανότητά μου να νικήσω;
Πώς μπορώ να μοιρολογάω για θυσίες, όταν κι εγώ έσπρωχνα τους εαυτούς μου στο μαχαίρι;
Πώς μπορώ να θρηνώ για τις απώλειες, όταν έχω αποτύχει να διακρίνω την προδοσία;
Πώς μπορώ να θλίβομαι για ό,τι δεν μπόρεσα να εμποδίσω;
Πώς μπορώ να φανερώσω σε σένα, όσα δεν μπόρεσα να φανερώσω σε μένα;
Πώς μπορώ να κρύψω από σένα, όσα δεν μπόρεσα να κρύψω από τον εαυτό μου;
Πώς μπορώ να βλέπω μόνο τον σταυρό, όταν παντού ο άνθρωπος με τ’ απλωμένα χέρια υποφέρει;
Πώς μπορώ για θάνατο να μη μιλάω, όταν η σκέψη μου πάντα γύρω απ’ τη ζωή γυρνάει;
Πώς μπορώ να μιλάω για Ανάσταση μια φορά το χρόνο, όταν κάθε μέρα κάποιο παιδί, ανθρώπου ζώου ή φυτού, ορθώνεται και περπατάει ή ανθίζει;
Πώς μπορώ να κοιτάξω μακριά, με σπασμένα τα γυαλιά της αγάπης;
Πώς μπορώ να φέξω στο σκοτάδι, αν δεν κάνω κεριά τα δάχτυλά μου;